Το μέρος που είναι γεμάτο γυναίκες.

Συνώνυμα: μουνοθύελλα, Αιδοίον πέλαγος, μουνόλακκος κ.ά.
Αντώνυμα: αρχιδόκαμπος, πουτσοχώραφο κ.ά.

-Θα αλλάξουν λέει τη μυρωδιά του κόλπου με ειδικές βιταμίνες που θα τον κάνουν να μυρίζει ροδάκινο. Ελπίζω χωρίς το χνούδι γιατί έχω αλλεργία
-δηλαδή το Βελβεντό θα γίνει μουνόκαμπος;
-ο νομός θα γίνει ηβική χώρα
-ουτοπία, τα όνειρά μας παίρνουν σάρκα και οστά
-αντί για λεσβιακα θα βάζουν στις τσόντες γυναίκες να πίνουν χυμό ροδάκινο
-κατευθείαν να το γυρίσεις στο ρομαντικό εσύ
-Αφού είμαι ο Κωλέλιος (εδώ)

Γενικώς μουνόκαμπος η ΑΣΚΤ, γάμησέ τα. Ποτέ όμως δεν χέζω εκεί που τρώω οπότε ούτε με κοντάρι-ανύπαντρη/ ξανύπαντρη. Άσε που'ν'& αμόρφωτα...(εδώ)

-ρε φίλε πάλι εκεί θα πάμε για καφέ? εκει μαζεύει όλες τις φανταρίνες..
-ναι γάμα το.. μουνόκαμπος! #gynaikesstostrato

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πούτσος συναντά το γαμοσλανγκοεπίθημα -μάνα όλα είναι δυνατά και η γης τρέμει. Πουτσομάνα σημαίνει, μεταξύ άλλων:

Καμία σχέση με την πουστομάνα.

1. αυτή τη πουτσομάνα δίπλα σου τι την έχεις;

2. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΟΥ, ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΥΤΣΟΜΑΝΑ.

3. ρε δε πατε να δουλεψεται ολες οι πουτσομανες αφισατε τις πουτσες κ πιασατε τα μικροφονα!αυτη ρε δε μπορει να βιξει οχι να τραγουδισι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενοδοχείο της γνωστής αλυσίδας Γαμοτέλ όπου πάνε ζευγάρια για σεχ. Προφάνουσλυ, επειδή στο ποδόσφαιρο το πέναλτι είναι σχεδόν σίγουρο γκολ, έτσι όταν έχεις την γκόμενα σε τέτοιο ξενοδοχείο είναι «στημένη φάση» και μπορείς εκ του ασφαλούς να σκοράρεις, να βάλεις γκολ κ.ο.κ.

an parallila exeis kai to gkomenaki sou, tha to pas gia fagaki, gia potaki kai meta se kana penaltadiko (oxi se grecotel!!!). (Από zoo.gr).

Αυτές είναι τηλεοπτικές σειρές! (από Khan, 23/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπαράκι, μπυραρία ή γενικότερα βραδινό μαγαζί το οποίο συνδυάζει χαμηλούς φωτισμούς και σένσουαλ /ρομαντική μουσική σε μέτρια ένταση, και το οποίο προτιμάται σχεδόν κατ' εξοχήν από ζευγαράκια σε πρώτα (ή κάποια από τα πρώτα) ραντεβού. Συνδυάζεται με μέτρια κατανάλωση ποτού (απαγορεύονται οι λιώμες), περιοδική επαφή χεριών και λάγνα βλέμματα.

Με αυτόν τον τρόπο, αυτός που επέλεξε το κατάστημα προσπαθεί να επιδείξει ταυτόχρονα καλό γούστο, αλλά και σαφή διάθεση σεξουαλικής περίπτυξης προς τον άλλο.

Ήταν πιο rock το μαγαζί όταν άνοιξε, τώρα έρχονται όλο ζευγαράκια και παίζει μπαλαντούλες λες και είναι προκαταρκτικάδικο.

3.47: Το κατάρτι δεν θέλει πια προκαταρτικά. (από Khan, 08/01/12)

Σύγκρινε με καμακομάγαζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος όπου πέφτει σεχ, αλλά που δεν είναι ποτέ το ίδιο μας το σπίτι, ούτε και σεξοξενοδοχείο με κουβερτούλες και λοιπά κομφόρ. Ως επί το πλείστον δε, στη σεξοκαβάντζα πας εποχούμενος, δηλαδή το φίκι-φίκι πέφτει μέσα στο αυτοκίνητό σου/του/της.

Είναι συνήθως πρακτική ξεπέτας ή κερατώματος. Συνήθως πρόκειται για το αποτέλεσμα μακροσκελούς ψησίματος της γκόμενας από τον οδηγό, ο οποίος μπορεί και να έχει βολτάρει στη μισή Αττική χαλαρά-χαλαρά μέχρι να φτάσει και καλά όλως τυχαίως, σε ένα απόμερο σημείο. Αν βέβαια η γκόμενα είναι περπατημένη, πιθανόν και να βρεθεί σε γνώριμο στέκι της...

Πρόκειται συνήθως για ένα απόμερο σημείο της πόλης: δασάκι, ερημιά, βράχος. Διάσημες σεξοκαβάντζες της Αθήνας ήταν πάντα ο Λυκαβηττός, η Γκράβα, του Φιλοπάππου τον παλιό καλό καιρό, και κάποια κολπάκια των Ν Προαστίων ή ο βράχος πάνω από τη λίμνη της Βουλιαγμένης. Απ' ό,τι βλέπουμε από το λινκ του παραδείγματος 1, τα μέρη αυτά ακόμα διατηρούν τη φήμη τους. Υποθέτω πως τώρα πια θα υπάρχει μέγας συνωστισμός εκεί, αφού ήδη στα ογδόνταζ όλο και κάποιον γνωστό έβρισκες στο διπλανό αμάξι...

Πολλές όμως από τις τυχαίες συναντήσεις είναι στημένες για να κάνει κάποιος πλάκα στον άλλον ή για να τρομάξουν το γκομενάκι κλπ. Άλλες φορές δε, υπάρχει συνεννόηση μεταξύ του γαμιά και κάποιου ηδονοβλεψία. Παλιά τουλάστιχον γινόταν το εξής κόλπο: ο πηδιάς (του οποίου ήταν και το αυτοκίνητο) φρόντιζε να πατάει συνθηματικά το φρένο ώστε ο ματάκιας φίλος να έρχεται πάνω στην κατάλληλη στιγμή, κατά την οποία πια η γκόμενα τα έδινε όλα και δεν χαμπάριαζε Χριστό -κι έτσι έκανε μάτι ανενόχλητος.

Άλλες φορές πάλι οι συναντήσεις δεν είναι τυχαίες, ίσα-ίσα πρόκειται για ντου από καναν προστυχάκια ο οποίος φρικάρει αμφότερους τους παρτενέρ με αποτέλεσμα διάφορες σκηνές υστερίας και πανικού.

Από τα σεξ + καβάντζα.

  1. Σεξοκαβάτζες: H Αθήνα είναι ένα μεγάλο υπαίθριο κρεβάτι
    Έχεις γκόμενα αλλά δεν έχεις σπίτι να στεγάσετε τον έρωτά σας; Είσαι απλά λάτρης του sex σε δημόσιους χώρους; Αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο και θες να το «εγκαινιάσεις»; Το ΜΕΝ 24 φτιάχνει για εσένα τον απόλυτο οδηγό σεξοκαβάτζας. από δω

(σ.ς. να πω ότι είναι απίστευτο το ότι η λέξη αυτή γουγλάρεται μόνο μέσω αυτού του άρθρου, το οποίο όμως έχει διαδοθεί σε εκατοντάδες σάη και μπλογκς, δοκιμάστε να δείτε.)

  1. - Ρε μαλάκα, οικογενειάρχης πράμα και την πας ακόμα τη γυναίκα σε σεξοκαβάντζες;
    - Τι να κάνω γιατρέ μου, στο κρεβάτι δεν μου σηκώνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλικός τουρισμός σε πόλεις και χώρες, που φημίζονται για φτηνές και ποιοτικές σεξουαλικές υπηρεσίες, με σκοπό απλώς και μόνο να γαμήσουμε.

Επίσης αναφέρεται ως «σεξοτουρισμός».

- Γουστάρω! Μόλις πήρα διακοποδάνειο και φεύγω για διακοπές!
- Διακοποδάνειο για διακοπές; Ή πουτανοδάνειο για σεξοδιακοπές;

(από MXΣ, 31/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!

- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified