Selected tags

Further tags

Προέρχεται από τις λέξεις ντόπα και man. Έτσι χαρακτηρίζουμε έναν άντρα ο οποίος παίρνει αναβολικά και συγκεκριμένα κρεατίνη. Τα μπράτσα του μοιάζουν με χοιρομέρι και ο σβέρκος του με μπούτι αλόγου.

- Ρε κοίτα πώς είναι αυτός απέναντι!! Τεράστιος. Τον ξέρεις;
- Ναι ρε είναι ο ντόπερμαν του Joe Weider.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ό,τι να 'ναι, ο απρόβλεπτος τύπος που καταφέρνει να αποδιοργανώσει την παρέα. Οι πράξεις του σχεδόν πάντα περιβάλλονται από ένα πέπλο ηλιθιότητας. Ο ίδιος ενίοτε δεν αντιλαμβάνεται την ιδιότητά του αυτή, παρά μόνο όταν του την επισημάνουν οι γύρω του. Η ιδιότητα τού να είναι κάποιος αντάβαλος είναι διαρκής. Δεν έχει δηλαδή εξάρσεις και υφέσεις αλλά συνήθως κυμαίνεται γύρω από κάποιον μέσο όρο διαφορετικό για κάθε αντάβαλο, με αποτέλεσμα κάποιος να είναι λίγο, πολύ ή πάρα πολύ αντάβαλος.

- Έμαθες τι έκανε πάλι ο Τάκης...;
- Ε αφού είναι αντάβαλος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέουλας, η αδερφή, η συκιά.

- Ρε, σου αρέσει αυτός ο τύπος;
- Ποιος ρε, ο φικιρίκης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος που αναφέρεται σε πρόχειρη δουλειά. Συνήθως συνδέεται με απόπειρα εξαπάτησης ή με δουλειά που κανονικά έπρεπε να γίνει με λεπτομέρεια και προσοχή αλλά λόγω βαρεμάρας έγινε στα γρήγορα.

Το πήγα στο συνεργείο και μου 'καναν γομαροδουλειά.

Από το γομάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει τη συνάθροιση παρέας, συνήθως σε παραλιακό ταβερνάκι, ουζερί ή και σε σπίτι, για την κατανάλωση ούζου με τη συνοδεία μεζέ, συνήθως ψαρικών. Αντίστοιχα υπάρχει και η κρασοκατάσταση και η μπυροκατάσταση.

-Θα έρθεις την Κυριακή ε; -Πού να έρθω; -Έχουμε κανονίσει ουζοκατάσταση σε ένα ταβερνάκι στο Πόρτο Ράφτη, θα είμαστε μεγάλη παρέα. Έλα θα΄ναι ωραία.

Πάρτυ με ούζα (από Hank, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι χαλαρές και συνήθως άνευ ιδιαίτερου νοήματος και βαρύτητας συζητήσεις που γίνονται σε κατάσταση λιωσίματος με την παρουσία φραπεδιάς. Οι συζητήσεις που γίνονται για να λέγεται κάτι και την άλλη μέρα θα έχουμε ξεχάσει πως έγιναν.

- Έλα, πάμε για καφέ. - Δεν θέλω γιατί αν πάμε θα κάτσουμε πάλι τρεις ώρες να βαριόμαστε, να καπνίζουμε και κάνουμε φραπεδοκουβέντες! Προτιμώ να κάτσω να διαβάσω κανένα βιβλίο. - Ξενέρωτε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν λέμε σε κάποιον να καθήσει ή να περιμένει λίγο.

- Άραγκον ρε μάγκα λίγο να πάρουμε μια ανάσα και την κάνουμε σε 5 λεπτά.

Aragorn (από Hank, 13/02/09)Λουί Αραγκόν. (από Hank, 13/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που «χτυπάει» οποιαδήποτε γυναίκα, ακόμα και με αυτές περιορισμένης ομορφιάς, δηλαδή τα μπάζα. Συνήθως το γεγονός πως με τις συγκεκριμένες γυναίκες έχει επιτυχία, τον κάνει να μην προσπαθεί καν με τις πιο ωραίες αλλά να περιορίζεται στις μέτριες ή άσχημες.

- Πάλι καινούργια γκόμενα έβγαλε ο Αλέξανδρος. - Καλά, φαντάζομαι, αν είναι σαν την προηγούμενη χάρισμα του! - Ε, τι να κάνουμε, αφού είναι μπαζοφονιάς. Τουλάχιστον αυτός κάνει κάτι, όχι σαν εμάς που μας έχει φάει το χερογλύκανο! - Μπα, το προτιμώ!

όποιο μπάζο ίπταται στο FIR μου, θα καταρρίπτεται! (από xalikoutis, 23/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ ωραίο, το super, το ολοκληρωμένο (από το κομπλέ - complet).

-Κάτσαμε στην παραλία όλη μέρα και περάσαμε κόμπλα!

Got a better definition? Add it!

Published

Νέουρας, ποντικαράς, στραβάδι ή στραβόγιαννο στο Πολεμικό Ναυτικό με ΕΣΣΟ μετά την Α 06.

Πλωτάρχης Witherspoon: - Τι σειρά είσαι νέος;
Νέοπας: - Ευπειθώς Α07. ΠW: - Πρόσεχε μην πατήσεις την ουρά σου, ποντικαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified