Further tags

Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.

- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι των ομάδων περιφρούρησης της ΚΝΕ. Ο όρος επικράτησε μετά το 1997 –όταν οι συγκεκριμένες ομάδες έπαιξαν τον ρόλο των ΜΑΤ στις πορείες για την επέτειο του Πολυτεχνείου, απωθώντας αντιεξουσιαστές και σπρώχνοντάς τους προς τα παρακείμενα ΜΑΤ.

— Πώς ήταν χθες η πορεία;
— Τα κλασικά, μας την έπεσαν τα ΜΑΤ έξω από τη Θεολογική –τα ΚΝΑΤ είχαν αργία χθες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified