Το νυχτερινό μαγαζί / μπαρ με γυναίκες.

Πήγαμε με τα παιδιά σε ενα κωλόμπαρο χτες βραδυ και ήταν φοβερά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημισμός για το putzinstitut (πουτς ινστιτούτ). Βρίσκεις σ' αυτό κορασίδες.

Εγκαινιάστηκε νέο ευαγές ίδρυμα στη Συγγρού! Πρέπει να το υποστηρίξουμε!

(από Khan, 20/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγεται εκ των «καφενές» και «φραπέ». Οπότε είναι το φραπενείο, δηλαδή το ευαγές ίδρυμα, στριπτητζάδικο, κωλόμπαρο κ.ο.κ., που προσφέρει και ενθαρρύνει την υπηρεσία του φραπέ από τις κορασίδες. Σε σύγκριση με το φραπενείο, ο φραπενές είναι ακόμη πιο λούμπεν κατάσταση. Δηλαδή τον φαντάζομαι με πιο πολλά λαμπιόνια, κανά χριστουγεννιάτικο δέντρο τα Χριστούγεννα, ατμόσφαιρα σαν του «Ερωτοδικείου». Γενικά, πολύ πιο πολύ μαύρη παρακμή. Είναι γενικά ένας χώρος, που μαζί με τον μεταφορικό φραπέ, θα ήθελες κι ένα κυριολεκτικό φραπέ, μαζί με την μεταφορική χταποδιάρα, θα ήθελες κι ένα κυριολεκτικό χταποδάκι, κανά τάβλι κ.ο.κ.

Ευχαριστώ τον Vrastaman για την υπόδειξη του όρου.

Άσε, το Baby Ωχ έχει γίνει τελείως φραπενείο, τι φραπενείο λέω, σωστός φραπενές!

Φραπερομαντισμός (από Khan, 29/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδέλο αλλά και ο κάθε άτυπος τόπος συνδιαλλαγής αγοραίου έρωτα (γραφεία συνοικεσίων, κωλόμπαρα, ιεροί ναοί, πεζοδρόμια, κ.α.).

Ο όρος βιζιτάδικο χρησιμοποιείσαι ευρύτατα για πιάτσες όπου τα ΛΟΑΤ κάνουν ψωνιστήρι (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Εκ της βίζιτας.

  1. ... είχε σπιτώσει μια Ουκρανή που την γνώρισε σε βιζιτάδικο, πρόσωπο πονηρούλικο και στρογγυλό με φακίδες και καστανά σγουρά μαλλιά ... (από εδώ)

  2. Τα περισσότερα τρακτέρ στα μπλόκα είναι κλιματιζόμενα. Φτώχεια!!! Όσο για τις επιδοτήσεις τόσα χρόνια ξέρετε που τις έχουν καταθέσει; στα βιζιτάδικα!! Όπου κάμπος ξεφυτρώνουν κι αυτά. (από εδώ)

  3. Ο κατά παραδοχή του στο ακροατήριο ομοφυλόφιλος μάρτυρας, που γνωρίζει καλά, όπως είπε, «τα βιζιτάδικα ου κέντρου της Αθήνας», αφού πληρώνει και ο ίδιος αγόρια για να πηγαίνει μαζί τους, με έντονο ύφος την ώρα που κατέθετε ξεδίπλωσε εικόνες και διαλόγους, και ουσιαστικά συνέθεσε την ανατομία ενός ειδεχθούς εγκλήματος (…) «Στα βιζιτάδικα όλοι είναι πεινασμένοι άνθρωποι. (…) Τον Νίκο (Σεργιανόπουλο) τον είδα πρώτα στο αυτοκίνητο. Ήταν σταθμευμένος. Πήγα και του μίλησα. Μετά είδα τον Γεωργιανό να τον πλησιάζει και να μπαίνει στο αυτοκίνητο, στη γωνία Χέυδεν και Αριστοτέλους…» (από εδώ)

Είναι άδικο. R.I.P. (από Vrastaman, 30/09/09)Εποχούμενο βιζιτάδικο στις ΗΠΑ (από Vrastaman, 30/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οίκος ανοχής (οίκος ενοχής ή οίκος αντοχής) κατά συνεκδοχή γένος αντί είδους, η οποία χρησιμοποιείται πολύ στην σλανγκ ως ήπιος ευφημισμός. Έχω την εντύπωση χωρίς να ξέρω από αυτά ότι σπίτι είναι ο κλασικός οίκος ανοχής και διαφέρει από το στούντιο και άλλα ευαγή ιδρύματα. Επομένως είναι αποδομητέες οι εκφράσεις: κορίτσι για σπίτι και παίρνω δουλειά για το σπίτι.

Το σπίτι συναγωνίζεται ούτως σε θαλπωρή την οικογενειακή εστία, σύμφωνα με την σημασία που έχει το σπίτι για τη νεοελληνική ψυχή, καθώς επισημαίνει ο Οπτός Ανήρ εδώ. Ο Δόκτωρ Οικογενειάρχης και ο Κύριος μπουρδελιάρης μοιράζουν την ζωή τους μεταξύ δύο σπιτιών με όρια που αενάως ολισθαίνουν.

Από δώθε:

Της είπαμε ότι θα ξαναπεράσουμε (ου αμέ τρέχοντας) αν δε βρούμε άλλο μπουρδέλο (σόρυ σπίτι) καλύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπως ευφημιστικός, σχετικά επίσημος, όρος για μπουρδέλα νέας κοπής. Όπως οι Αθηνέζοι δώσανε τις μονοκατοικίες τους αντιπαροχή για να κάνουν την Αθήνα Chamonix, έτσι και τα νεοκλασσικά σπίτια, οι πατρογονικές μας εστίες, μεταμείβονται σε στούντιο.

Στούντιο, ετυμολογικώς < ιταλικό studio = ατελιέ καλλιτέχνη < λατινικό studium = σπουδή, διατριβή < studere= ασχολούμαι επιμελώς με κάτι. (Αγνοώ αν ο όρος στην συγκεκριμένη σημασία του είναι γαλλιά). Σε σχέση με το σπίτι ή το ντέλο, το στούντιο βγάζει σαν λέξη κάτι το λιγότερο οικογενειακό και κατεστημένο, και περισσότερο ανάλαφρο, φοιτητικό, αλλά και συστηματικό («ασχολούμαι επιμελώς» γαρ).

Πράγματι, τα στούντιο προσφέρουν μεγαλύτερη και πιο εξειδικευμένη γκάμα περιποιήσεων από τα συμβατικά ντέλα, αλλά μην φανταστείτε κάτι δραματικό. Θα έλεγα ότι αποτελούν την αριστοτελική μεσότητα ανάμεσα αφενός στα στοιχειώδη και παρώ μπουρδέλα παλαιάς κοπής, και αφεδύο στην Tourist Experience. Λ.χ. όπως επισημαίνει ο Οπτός Ανήρ, μπορεί να σου προτείνουν και κανά αυταρχικό, αλλά δεν πρόκειται να δεις και καμιά φιλολογική βραδιά αφιερωμένη στον Ντε Σαντ και τον Φον Μαζώχ, το πολύ πολύ να φάει κανά δονητάρι στον κώλο κανάς περίεργος. Θα έχει κάποιες παραπάνω περιποιήσεις το δίχως άλλο, αλλά όχι και καμιά υπερβατική coincidentia oppositorum GFE - PSE.

Από συζήτηση για AIDS:

Μην φοβασαι ρε,ουτως η αλλως στα περισσοτερα μπουρδελα,περνανε και απο
υγειονομικο.Πηγαινε σε κανα στουντιο το πολυ-πολυ να εχεις την υγεια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε πόλη έχει τουλάχιστον μία, στην Αθήνα όταν λέμε αμαρτωλή λεωφόρος εννοούμε την λεωφόρο Συγγρού, που φημίζεται για την πληθώρα ευαγών ιδρυμάτων στις δύο όχθες της, και όπου συχνάζουν συγγρουσιακοί τύποι. (O γούγλης βέβαια δίνει και άλλες λεωφόρους ως αμαρτωλές, αλλά κυρίως για λόγους που αφορούν σε αμαρτίες ως προς την δόμηση και χωροταξία τους).

Μπάτσοι, γουρούνια, τροχονόμοι και ο Τζίμης Πανούσης με αφορμή την οικονομική κρίση βγαίνουν και πάλι στη Συγγρού. Στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο στο νούμερο 143 της αμαρτωλής Λεωφόρου. (tzimakos.gr).

Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών είναι ένα από τα ευαγή ιδρύματα που κοσμούν την λεωφόρο Συγγρού. (από Khan, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή που διαμένει και εργάζεται σε μπουρδέλο, η πόρνη. Καθώς αυτή που εργάζεται σε σπίτι, είναι από τις σχετικά χειρότερες περιπτώσεις εργατριών του σεχ λέγεται υποτιμητικά. Λ.χ. η μπουρδελιάρα διακρίνεται από την εργαζόμενη σε στούντιο ως σαφώς χειρότερή της, και σίγουρα είναι πολύ χειρότερη από κωλ-γκερλ ή από τουρίστρια. Σε χειρότερη μοίρα από την μπουρδελιάρα (δυστυχώς συχνά θύμα σεξοτράφικινγκ) μπορεί να είναι μόνο περιπτώσεις μουνιών τσοκολάτα ή καλντεριμιτζούδων.

  2. Το χαρακτηριστικό φως των μπουρδέλων, συχνά κόκκινο.

  3. Επίθετο που δηλώνει σχέση με μπουρδέλα, κυρίως μια περιοχή που έχει πολλά μπουρδέλα, ή μεταφορικά μια κατάσταση μπουρδέλο. Είναι το θηλυκό του μπουρδελιάρης, αλλά μάλλον με ευρύτερη σημασία.

  4. Στην στρατιωτική αργκό είναι ό,τι και η πουτανιάρα, δηλαδή «το κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες» (δες). Έτσι για να αισθητοποιείται και επίσημα τι μπουρδέλο που είναι ο ελληνικός στρατός.

  1. Και για Σόνια είχε ακουστεί ότι ήταν πρώην μπουρδελιάρα. Δεν ξέρω σπίτι όμως...ούτε αν είναι αλήθεια! (Κορίτσια που αδικούνται στα ντέλα).

  2. Πω πω τίγκα στις μπουρδελιάρες είναι ο δρόμος με το σπίτι που μας άφησε η μακαρίτισσα η θεία...

  3. α. αγαπιτο μου πορνοιμερολογιο,
    ι μεγαλι μερα ειχε φτασει....ο μεγας μιστις και σκιστις μποτοφιλος ερχοταν παρεα με τισ ατιθασες ορμες του στιν μπουρδελιαρα αθινα... (Ημερολόγιο ανορθογραφιστή μπουρδελιάρη εδώ).

β. Πάντως για κάποιον που ξέρει δυο δράμια ιστορία η γκόμενα που κάνει πίπες συνεχώς είναι η ελλαδίτσα σου κατακαημένε αίολε. Σαν γκομενίτσα την βλέπουν την μπουρδελιάρα χώρα σου καημενούλη και την πασάρει ο ένας στον άλλο. (50 εκατομμύρια ευρώ δώρο στον Γκρουέφσκι από τη Ντόρα).

  1. Έχουμε και την μπουρδελιάρα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε γαμώ το μπουρδέλο τους, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανασυλλαβισμός του μαγαζί.

Προφ αποτελεί όρο της μπουρδελοσλάνγκ και αναφέρεται σε μαγαζί τύπου putzinstitut/ ευαγές ίδρυμα, όπου προσφέρεται σεξ μεταξύ των υπηρεσιών των κορασίδων.

Περαιτέρω, υπάρχουν μερικές λεπτές αποχρώσεις:

Το γαμαζί είναι ο γενικός όρος, το generic term. Μπορεί να αναφερθεί σε όλα, σε μπουρδέλα, στούντιο, κωλόμπαρα, στριπτιτζάδικα κ.ά. Ακόμη κι αν δεν προσφέρουν ακριβώς μπριζόλα, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως γαμαζί, ενώ κυρίως λέγεται αν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας τρέντι γκλαμουριάς που το καθιστά μαγαζί κι όχι ντέλο. Δηλαδή πιο πολύ για strip clubs. Τέλος, το γαμαζί δεν είναι και τόσο υποτιμητικός όρος, είναι κάπως ουδέτερος.

Το μπριζολάδικο λέγεται για γαμαζί που πρσφέρει σεξ χωρίς αυτό να είναι απολύτως επίσημο, αλλά ύστερα από κάποιου είδους συνεννόηση, ύστερα από ευνόητα υπονοούμενα.

Το κρεοπωλείο είναι ένα κλικ πιο υποτιμητικό, δηλαδή πουλάει κρέας (μπριζόλα) ως μη ώφειλε. Αφορά σε παρακμή πρώην πτωχού πλην τίμιου φραπενείου, που πλέον δεν είναι τίμιο. Ενώ το κρεαταγορά εστιάζει περισσότερο στην επίδειξη παρά στην πήδηξη. Αμφότερα είναι πιο πολύ ασθενείς μεταφορές και όχι τεχνικοί όροι.

Τέλος, υπάρχουν οι νεόκοποι όροι:

  • κουρτινάδικο: το στριπτιτζάδικο, όπου ο πριβέ χώρος του κλείνει με κουρτίνα, οπότε μπορεί να παίξει και σεξάκι, με την συγκατάθεση της διεύθυνσης του γαμαζιού, πιθανόν λόγω κρίσης. Συναφείς όροι:
  • κουρτινιάζω= γαμώ κεκλεισμένων των κουρτινών, και
  • κουρτινάτο, κατά τα τραπεζάτο, καρεκλάτο κ.τ.ό.: Το κουρτινάτο είναι το λόγω κρίσης ενισ-χυμένο φλοκατσίνο, ένα είδος φραπέ με μουνί (κατά το μπουγάτσα με μουνί) και το σερβίρουν κυρίως οι παρακμιακές αράμπικα του γαμαζιού και όχι οι πρώην ντεφραπεϊνέ νυν δε απλώς ντεμπριζολέ μη μου άπτου ντίβες. Υπάρχει, δηλαδή, συχνά μια απονομή ρόλων στον θίασο του γαμαζιού.

Πάντως, γουγλικώς, δεν δικαιώνεται η ανάρτηση των σχετικών με την κουρτίνα όρων, καθώς δεν φαίνονται αρκούδως παγιωμένα.

Τέλος, δευτερευόντως, ο όρος γαμαζί μπορεί και να αποτελέσει απλώς βρισιά για οποιοδήποτε μαγαζί.

- απο γνοστους στο γαμαζι σκεπτοντε οι γινεκες να την κανουν.
- χριαζετε ποιοτικι ανανεοσι το γαμαζι
- τα αλλλα θελουν κλισιμο.
(Εδώ).

(από Khan, 22/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified