Further tags

Γκομενάκι που, στη σχετική κλίμακα, κυμαίνεται από θεόμουνο έως γαμήσιμο με εμφάνιση που αντιστοιχεί σε εργαζόμενη ή θαμώνα νυχτερινών κέντρων διασκέδασης της κατηγορίας: μπουζούκια.

Βασικά γνωρίσματα:

  • Ένα τουλάχιστον προκλητικό μέρος του σώματος (ντεκολτέ, πλάτη, πόδια, ώμοι, κοιλιές, σπάλα, κιλότο, ποντίκι κλπ.) γυμνό.
  • Επίσημο υπόδημα τύπου γόβας (μυτερή ή κυρτή), πέδιλου (ανοιχτό ή μιουλ) ή μπότας (σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και καουμπόικη αλλά με βγαλμένα τα σπιρούνια).
  • Κόμμωση (κούρεμα, χτένισμα ή φορμάρισμα) από χέρια ειδικού (μέ όνομα όπως «Λέλος Κανέλλος» κ.λπ.) και απαραιτήτως με τον επιθυμητό όγκο και γυαλάδα.
  • Εντυπωσιακό μέικ-απ με ανεκτές έως εκθαμβωτικές ποσότητες στρας.
  • Προσεγμένο μανικιούρ (συμβατικό ή γαλλικό) με βαφή νυχιών σε χρώματα από τα βασικά έως και «σάπιο μήλο».

Ένα μέρος όπου απαντάται συχνά:

Σε μεγάλες οδικές αρτηρίες, ενώ περιμένει ταξί τουρτουρίζοντας με τα χέρια σταυρωμένα, αφού το ζακετάκι (ή το μπολερό) που πήγαινε με το φόρεμα και τα παπούτσια δεν πήγαινε καθόλου με τον καιρό.

- Πω πω σου λέωωω! Κόψε τα ξέκωλα μπροστά στο Praktiker.
- Μπουζουκομούνια φίλε μου. Όχι σαν τα λέσια που παρακαλάμε να μας κάτσουν στο BIOS.

(από Khan, 09/07/14)

Δες και μπουζουκογκόμενα, καθώς και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πορτιέρης με το ξυρισμένο κεφάλι και το βλέμμα «γαμάω-τάω». Η λέξη προέρχεται από τον πρωταγωνιστή της παλιάς τηλεοποτικής σειράς «Σογκούν».

- Μαλάκα την κόβω τη δουλειά, θα φάμε ήττα σοκ στο ενενήντα φεύγα. Κοίτα ο Τορονάγκας πώς μας κοζάρει. Θα φάμε πόρτα σου λέω. Πάμε να την κάνουμε με ελαφρά!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που έχει προσληφθεί απο νυχτερινό κέντρο για να θεωρείται ως (περιστασιακά) υπέυθυνο. Σε περίπτωση ελέγχου απο την αστυνομία, πάει στο αυτόφωρο.

- Και αν έρθει η αστυνομία τι γίνεται;
- Κάθε μαγαζί έχει και τον αυτοφωράκια του... Μην ανησυχείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι υπεύθυνος για check στις παραγγελίες στο ταμείο ή στο bar.

Συναντάται σε μεγάλα cafe - bar - club ή νυχτερινά κέντρα.

- Τρέχα να πεις στον τσεκαδόρο οτι έγινε λάθος στην παραγγελία και θα γίνει αλλαγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο άσχημος.
  2. Αυτός που έχει άθλια εμφάνιση λόγω χρήσης (ή κατάχρησης) ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ.

- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.

σαν το κώλο μου νυχτοφύλακα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που μοιάζει να συχνάζει κάθε Σάββατο πρώτο τραπέζι κάλτσα, που φαίνεται να ακούει δηλαδή σκυλάδικα και να έχει ως μόνιμη απασχόληση το να χορεύει τσιφτετέλι πάνω σε τραπέζια σκυλάδικων/ελληνάδικων.

- Κοίτα ρε μαλάκα τη γκόμενα με το λεοπαρδαλέ μίνι! Πώωω, κάτι μπουτάρες...
- Πάρε ένα σκυλί... Ε ρε και να σε βάλω στα τέσσερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ρωσίδα χορεύτρια σε σκυλάδικο (και δευτερευόντως σε στριπτιζάδικο)

Μπαλαλάικα = παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο

Η λέξη επεκράτησε λόγω της μουσικής χρήσης της, της εθνικότητας του οργάνου και την κατάληξης λάικα (που σχετίζεται με τα λαϊκά μαγαζιά αλλά και με την σκυλίτσα Λάικα από την Ρωσία.

- Πως θα γίνει να γνωρίσουμε καμιά μπαλαλάικα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης μπράβος. Εργοδοτείται ως σεκιουριτάς γενικών καθηκόντων, πόρτα σε νυχτομάγαζα, προσωπικός σωματοφύλαξ και πολιτικός τραμπούκος.

Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για τους επιδειξίες μπρατσωμένους γενικά.

Συγγενή λήμματα: σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, μπιλντέρι, πρήσμένος, σβάρτσος

Μπήκα στο κλάμπ αφού οι φουσκωτοί τύποι στην πόρτα με τα μαύρα κοστούμια και τα «τσιγκελάκια ενδοσυνεννόησης» στ' αυτιά με κοίταξαν ψαρωτικά. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Στις δύο γωνίες της πίστας ήταν άλλοι δύο φουσκωτοί που κοιτούσαν τη μεθυσμένη μάζα να χορεύει και να χουφτώνεται. Όποιος τολμούσε να αγριοκοιτάξει ή να σηκώσει χέρι σε άλλον δεν καταλάβαινε πότε βρισκόταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο! (Από blog)

Got a better definition? Add it!

Published

Παράφραση του όρου κόζα νόστρα (= δικό μας πράμα, cosa nostra στα ιταλικά, όρος που δηλώνει την ιταλιάνικη μαφία). Η παράφραση στόχο έχει την στηλίτευση των απανταχού καραγκιόζηδων της νύχτας που μεγάλο τους όνειρο είναι να μοιάσουν με κλασικό μαφιόζο. Η εμφάνισή τους στηρίζεται στην αρχή "τα ράσα κάνουν τον παπά". Είναι τύποι της απόλυτης επίδειξης (μόστρα), συνδυάζουν με μοναδικότητα το λούσο με τη μαγκιά, την ντομπροσύνη με το ξεπούλημα, την ευγένεια με το αιματοκύλισμα. Είναι παληκάρια με περήφανες μανάδες, τσούλες γκόμενες, και υψηλούς οικονομικοκοινωνικούς στόχους στη ζωή. Αν δεν κοιτάζονται στον καθρέφτη ή δεν μιλούν στο κινητό την ώρα που πηδάνε, πηδάνε καλά, βάσει κανόνων πάντα.

Η κυρα Ντίνα είναι πολύ περήφανη για τον γιο της. Νιώθει ότι έχει έναν πραγματικό άντρα στο σπίτι της. Πού να ήξερε ότι ο μαλάκας της είναι σκέτη κόζα μόστρα, είναι μπλεγμένος στα σκατά και χρωστάει τον κώλο του σε πρέζες, όπλα, δικηγόρους και δεν ξέρω τι άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Κατάσταση στην οποία οδηγούνται κάποιοι μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών.

Η όψη τους θλιβερή, η φάτσα παραμορφωμένη. Μάτια πρησμένα και κόκκινα, στόμα μισάνοιχτο, μαλλιά αχτένιστα, και ρυτίδες σε έξαρση.

Τάκης: Έλα ρε! Γιατί δεν το σηκώνεις το γαμοτηλέφωνο;
Μανώλης: ... Ποιος είναι;
Τάκης: Ρε μαλάκα κοιμάσαι ακόμα;
Μανώλης: Ωχ, τι ώρα είναι;
Τάκης: Δύο και δέκα. Σε είκοσι λεπτά πρέπει να είμαστε στη Βάρκιζα!
Μανώλης: Όχι ρε πούστη!!!... Ντύνομαι κι έρχομαι να σε πάρω.
Τάκης: ... Καλά ρε μαλάκα πάλι την ήπιες.
Μανώλης: Άσ' το! Ήρθε χθες ο Μάρκος με έναν ξάδερφό του κρητικό , και δύο λίτρα τσικουδιά.
Τάκης: Και σίγουρα τα κατεβάσατε!!
Μανώλης: Ναι μαλάκα, γίναμε κουνουπίδια.

(από nick, 20/04/08)(από poniroskylo, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified