Selected tags

Further tags

Επικρατεί βαβούρα, γίνεται μπάχαλο, το έλα να δεις, ο καθένας μιλάει δυνατά και λέει ό,τι νά 'ναι, δημιουργώντας τελικώς ένα γενικό μπουρδέλο όπου κανείς δεν ακούει κανέναν.

Σύνηθες φαινόμενο στην παραθυρομουρμούρα με τους εισαγγελάτους και τους δημοσιοκάφρους να δίνουν το σύνθημα και οι μόνιμοι φωνακλάδες καλεσμένοι να στήνουν ένα κωλοχανείο.

Λέγεται όμως και για μαγαζιά που έχουν πολλή και θωρυβώδη πελατεία.

Από τον όλο αυτό τζερτζελέ δεν πρόκειται να βγει τίποτα, διότι ακόμα κι αν ο μουγκός πονάει πάνω στο φίκι-φίκι δεν μπορεί να μιλήσει, αλλά και να μιλούσε, στου κουφού την πόρτα...

- Αποστόλη σήμερα θα φέρω μια παρεούλα στην ταβέρνα που παίζεις, να μας πεις κανένα τραγουδάκι από τα καλά που ξέρεις. Κλείσε τραπέζι δίπλα στο παταράκι να σ' ακούμε καλύτερα.
- Κοντά-μακριά ρε Νικόλα, τζάμπα θα έρθετε. Γίνεται πανικός εκεί μέσα, τους μουσικούς μας γράφουν στην καραπουτσακλάρα τους ο κόσμος. Ούτε ραδιόφωνο να ήμασταν.
- Τόσο πολύ ρε κολλητέ;
- Χαμός σου λέω... Γαμάει ο κουφός τον μουγκό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική φράση που απευθύνεται με έντονο απαξιωτικό μορφασμό, για κάποιον τραγουδιστή, ή για κάποια τραγουδίστρια τελευταίας κλάσης (βασικά για κλάσιμο είναι). Για κάποιο άτομο που θεωρεί πως είναι το... μουσικό ταλέντο.

Μιλάμε για κάποιο ψώνιο, για κάποιο άτομο συμβατών προδιαγραφών με το Ανίτα show (δες και γαργάρα με ξυλόπροκες), για κάποιον Κακοφωνίξ, για κάποιο εντελώς ατάλαντο μουσικά άτομο, που ωστόσο όμως μπορεί να διακρίνεται για άλλα ταλέντα (π.χ: μπορεί να μιλάμε για κάποια με φωνητικές δυνατότητες α λα Μαρία Κάβλας, για κάποια φραπεδιάρα, για κάποια χορεύτρια, κλπ).

Πολλά απ' αυτά τα άτομα τραγουδούν σε κέντρα ftpπροδιαγραφών. Πάντως όποιος πάει για να ακούσει ποιοτικό άσμα εκεί, τα 'πιασε τα λεφτά του. Όπως λέει κι η Σαπφώ: Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες. Και στη φάση αυτή, μιλάμε για κακαρίσματα.

Το υποτιμητικό της φάσης βγαίνει από το γεγονός, πως ενώ η φράση θυμίζει σκάλα του Μιλάνου (που παραπέμπει σε όπερα και σε μουσική υψηλού επιπέδου), γίνεται η ανατροπή μιλώντας για Σκάλα του Ωρωπού (δεν μιλάμε δηλαδή για σκάλα με όπερα, αλλά για λιμάνι).

Μιλάμε δηλαδή για κάτι άσχετο. Και επομένως παραπέμπουμε έτσι σε κάποιον ατάλαντο στο τραγούδι.

Όσο πιο χάλια αντίληψη έχουμε για την περιοχή του αναφερόμενου λιμανιού, τόσο πιο μεγάλη γίνεται η απαξίωση.

Σημείωση:

1) Μπορούμε να κάνουμε παύση μεταξύ της λέξης σκάλας και της λέξης Ωρωπού, για να δημιουργηθεί εντονότερη η εντύπωση περί σκάλας του Μιλάνου στο μυαλό του συνομιλητή μας, πριν την ανατροπή που θα ακολουθήσει.

2) Αντί για σκάλα Ωρωπού θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για σκάλα Πολυχνίτου, Καλλονής και γενικότερα για οποιαδήποτε σκάλα λιμανιού.

- Αυτή την τραγουδίστρια που μου σύστησες χθες στο σπίτι σου, δεν την έχω ξανακούσει. Καλή είναι; Πού τραγουδάει;
- Καλή;... Μόνο καλή; Να φανταστείς... τραγουδάει στη σκάλα... - Σκάλα;... Σκάλα του Μιλάνου;
- Περίπου. Σε σκάλα τραγουδάει κι αυτή, αλλά όχι στη σκάλα του Μιλάνου. Στη σκάλα... του Ωρωπού τραγουδάει βρε! Πού να τραγουδάει μωρέ; Στο κέντρο «Τα κακαρίσματα», στην εθνική οδό. Αλλά, δεν μπορείς να πεις; Από μουνί... φωνάρα η τύπισσα. Μιλάμε για... βιρτουόζο στον χειρισμό πουλόφωνου. Όχι αστεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ολίγον τιραμισουρεαλιστική, που περιγράφει σλανγκογραφικώς την κατάσταση φραπέ ενός κινούμενου πλήθους που, αντί να δίνει στους περαστικούς μια σοβαρή, κυριλέ και κιμπάρικη εικόνα, έχει εκφυλιστεί σε τζέρτζελο των συμμετεχόντων, σε α ΠΡΟ.ΠΟ. αυτοσχέδιες μπυρουέτες όσων είναι ή περπατάνε σαν μεθυσμένοι και, γενικώς, σε ένα μπάχαλο χωρίς κανέναν έλεγχο.

Αν και χρησιμοποιείται ανετότατα για παρέα-πουτσοπανήγυρη που ξαφνικά αποφασίζει να πιει το πεντηκοστό της ποτό στο απέναντι μαγαζί, ωστόσο δίνει ρέστα στο χώρο που γεννήθηκε, δηλαδή στον ελληνικό στρατό, σκιαγραφώντας γλαφυρά το καραπουτσαριό μιας παρέλασης φαντάρων, πολύ νέων για να ξέρουν ή πολύ παλιών για να ασχοληθούν με το άθλημα.

  1. - Ρε συ, αυτοί που βγαίνουν από το Bel Air οι δικοί μας είναι; Πού πάνε όλοι μαζί;
    - Δε λες καλύτερα πώς πάνε; Πότε προλάβανε και γίνανε γκολ; Κοίτα χάλι... Σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση...

  2. - Τι είναι αυτά ρεεε! Περνάνε τα τεθωρακισμένα ρε ψόφιοι, να ξηλώνεται η άσφαλτος!
    - [φαντάρος μέσα απ' τα δόντια] ...τη μαλακία που σε δέρνει, στρατόκαυλε, στο δώδεκα και σήμερα...
    - Σκασμόοος! Απαράδεκτοι! Μπουρδέλο σε μετακόμιση! Άχρηστοι! ΕΜΠΛΟΚΗ ΣΤ' ΑΡΙΣΤΕΡΟ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, πρόκειται για οργανωμένη εκδήλωση του στρατού με σκοπό την αναψυχή των υπηρετούντων σε ένα στρατόπεδο. Περιλαμβάνει συνήθως την προετοιμασία του χώρου με τραπεζοκαθίσματα, εδέσματα και πάσης φύσεως σχετικά, με χώσιμο των ίδιων των φαντάρων που πρόκειται να «διασκεδάσουν», την υποχρεωτική προσέλευση όσων δεν έχουν υπηρεσία (αντί να βγουν σαν άνθρωποι στην έξοδό τους), την παροχή μίας (1) κανονικής μπύρας ανά στρατιώτη (βλ. όπου φτωχός κι η μπύρα του) ή απεριόριστης (γιατί μένει στα αζήτητα) μπύρας χωρίς αλκοόλ, την παρέα του ίδιου αρχιδόκαμπου που τρως στη μάπα κάθε μέρα, και, τελικά, την απόλαυση κάποιας φωνάρας ή κανενός Κακοφωνίξ που δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του. Η καθαριότητα και η ευπρέπεια του χώρου όταν το πάρτυ τελειώσει είναι, φυσικά, και πάλι καθήκον του φιλόμουσου κοινού, όπως άλλωστε και οι σκοπιές για τους τυχερούς που αναλαμβάνουν πόστο αργάμιση.

Ευτυχείς παραλλαγές περιλαμβάνουν κρυφή μπυρασφάλεια από κανένα φιλαράκι λέουρα, μπυρουέτες από μισοπιωμένους αξιωματικούς και, σε μυθικές, ούρμπαν λέτζεντ, καταστάσεις, απρόσμενα ξεσαλώματα με χορούς από μπαλαλάικες και λοιπές φραπεδιάρες.

Μεταφορικά, ο όρος παραπέμπει στην ξενερουά μάζωξη μιας παρέας-ψωλαρίας, σε ιδιωτικό κυρίως χώρο, και την αφοσίωση σε κουβέντες για μπάλα, αυτοκίνητα/μηχανές, γκόμενες και, φυσικά, στρατό.

Ο μύθος των ευχάριστων εκπλήξεων συνεχίζει να υπάρχει (ως μύθος).

- ...Έχω πάρει την πρώτη μετάθεση και είμαι σε εβδομάδα προσαρμογής στο Διδυμότειχο. Και πετυχαίνω στο κρεβάτι πάνω από ένα ασημί μου φλωρόπουστα που τους έχει ψαρώσει όλους και το παίζει παλιός. Μόλις τον παίρνω γραμμή...
- Ρε μάγκες! Τι κάνουμε εδώ πέρα δεκαπέντε ψωλαράδες και λέμε μασάλια; Βραδιά οπλίτη το κάναμε! Λοιπόν, τέλος, ο καθένας παίρνει τηλέφωνο κι από ένα παστάκι και με ό,τι κάτσει πάμε τσάρκα στην πιάτσα!

(από patsis, 08/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με ρίμα και ρυθμό που εκστομίζεται (και καλά) από ένα εργαζόμενο κορίτσι προς τον πελάτη της για να του πει πως, την κούρασε μεν με τις απαιτήσεις, τα βίτσια του, τα σέα του και τα μέα του, αλλά στο τέλος την αποζημίωσε με το παραπάνω, κάνοντας όλη την προσπάθεια να αξίζει.

Σλανγκικώς, την έκφραση χρησιμοποιεί όποιος, από φιλότιμο ή από υποχρέωση, αναγκάστηκε να κάνει μια υπερπροσπάθεια για να ικανοποιήσει κάποιον και, λίγο πριν οι κόποι του του βγουν ξινοί, ο ευεργετημένος τον επιβράβευσε αρκούντως, επιφέροντας μιας μορφής δικαιοσύνη.

Ρητορική συμβουλή: χρησιμοποιείστε ελαφρώς ξενική προφορά για καλύτερα αποτελέσματα.

- Λοιπόν, σου έχω εδώ τρεις παλιές πτυχιακές με πάνω-κάτω το ίδιο θέμα, τους ισολογισμούς όλου του κλάδου των τελευταίων δύο ετών και δύο γίγκα κλασική μουσική να χαλαρώσεις και να καθήσεις να γράψεις. Τίποτις άλλο;
- Τίποτα ρε αδερφέ, και πολλά έκανες. Κι εγώ όμως ε; Τι σου έχω; Τσίμπα μια πρόσκληση για τον Τερζή που σ' αρέσει με μπουκάλι σπέσιαλ και ξηρακαρπά κομπλέ που κέρδισα στο ραδιόφωνο! Σωστός;
- Σοβαρά μιλάς; Καλά, τώρα μ' έφτιαξες! Με ίδρωσες αλλά με πλήρωσες! Χαλάλι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρέπει να πιστέψουμε σε έναν κόσμο έξω από την δική μας αντίληψη. Πρέπει να πιστέψουμε ότι οι ανθρώπινες πράξεις διατηρούν το νόημά τους, ακόμα κι όταν δεν τις θυμόμαστε. Πρέπει να πιστέψουμε ότι ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει, ακόμα και όταν κλείνουμε τα μάτια.
.....................................................................................................................................

Όλα αυτά που υπάρχουν γύρω μας, η οθόνη του υπολογιστή, οι τοίχοι, οι δρόμοι, η γόπα που καίει ακόμα στην άσφαλτο, το κόκκινο μηχανάκι που σταμάτησε και άφησε τη συνοδηγό με αντάλλαγμα ένα φιλί, τα δέντρα που άνθισαν, όλα αυτά, με τις λεπτομέρειές τους, τα χρώματά τους, τους ήχους τους, τις διαπλοκές τους και μέσα σ’ αυτά κι εμείς, με τις χίλιες σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας, όλον μας τον κόσμο που αλλάζει κάθε στιγμή μέσα στον κόσμο που αλλάζει κάθε στιγμή, όλα αυτά θα πεθάνουν μόλις σκοτεινιάσει η μέρα ή μόλις σκοτεινιάσει η μνήμη μας γιατί θα χαθούν και θα είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Κι εμείς μαζί μ’ αυτά, δεν γλιτώνουμε, εμείς, ο Γιώργος, ο Μανώλης, η Όλγα της 11ης Απριλίου και της οκτώ, οκτώ και κάτι το σούρουπο, κι ένας νέος εαυτός μας θα πάρει τη θέση μας σε μία ώρα, σε δυο λεπτά, τώρα και τώρα και τώρα ξανά. Και ποιος ξέρει αν όλοι αυτοί οι διαδοχικοί εαυτοί μας που στέκονται μπροστά στην οθόνη και γράφουν και διαβάζουν ο καθένας με τη σειρά του στον υπολογιστή, ποιος ξέρει αν όλοι αυτοί είναι το ίδιο πρόσωπο ή αυτό το ένα πρόσωπο δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ.

Το σκοτάδι είναι ο πρωταρχικός μας φόβος: ο φόβος της ακατανόητης και αδυσώπητης απώλειας. Και η νύχτα, για το απαράλλαχτο πανάρχαιο κομμάτι της φύσης μας, είναι η κυριαρχία του σκότους.

Όσο όμως η απειλή της νύχτας πέφτει στις πόλεις και τους δρόμους μας, εμείς γραπωνόμαστε από τη ζωή με πείσμα. Κι εκεί βρίσκουμε και τους άλλους ανθρώπους. Και γελώντας θυμωμένα, πυρετικά ή γαλήνια στα μούτρα μιας νύχτας που μπορεί να μην ξημερώσει ποτέ, συναντιόμαστε γύρω από τραπέζια, πάνω από ποτηράκια κρασί, μέσα σε πλήθη ή σε μικρές παρέες, γνωριζόμαστε, ερωτευόμαστε, πονάμε και γιατρευόμαστε.

Μα η νύχτα δεν πιστεύει στην αυγή, και το σκοτάδι παίρνει από εμάς ομήρους, μας κλέβει μνήμες-κομμάτια του εαυτού μας και τα σκορπίζει στη λήθη. Εμείς της συντρίβουμε την κεφαλή και αυτή μας δαγκώνει την φτέρνα. Και τότε, όλα αυτά που ζήσαμε και χάσαμε τα παίρνει η νύχτα.

Υ.Γ. Κι όχι αυταπάτες προπαντός: Ακόμα και όταν διασώσουμε τις αναμνήσεις μας, δεν είναι καθόλου σίγουρο αν οι αναμνήσεις αυτές είναι κάτι που έχουμε ή κάτι που έχουμε πια χάσει. Η νύχτα κερδίζει διαφορετικά: κρατά την πραγματικότητα και μας αφήνει την αόριστη γοητεία της στη μνήμη μας.

Και σ' αυτήν την περίπτωση, το πήρε η νύχτα.
.....................................................................................................................................

© εν μέρει, σε ορισμό και παράδειγμα:

Christopher Nolan, Memento
Γιώργος Σεφέρης, Η Στέρνα
Αγία Γραφή, Γένεσις
Μανώλης Αναγνωστάκης, Επίλογος
Χρήστος Θηβαίος, Καλή σου νύχτα
Κ.Π. Καβάφης, Καισαρίων
Τάκης Σιμώτας, Νίκος Παπάζογλου, Κανείς εδώ δεν τραγουδά
Σωκράτης Μάλαμας, Τίποτα δε χάθηκε

- Τι κάνεις εκεί ρε με το κρασί;
- Ξέρεις πως μ' αρέσει αυτό το τραγούδι... «Θυμήθηκα που πίναμε σε τούτο το τραπέζι...» Τι λες να γίνονται όλες οι στιγμές που περνάν και χάνονται; Ζούνε μέσα μας; Πεθαίνουν; Σβήνουν για πάντα; Βγάζω νόημα ή γυαλίζει το μάτι μου;
- Και τα δύο... Ποιες στιγμές;
- Τόσο είχε ο μήνας και τότε, αλλά ξημέρωνε Σάββατο, όχι Κυριακή. Της μιλούσα, μου μιλούσε, ακούγαμε την μπάντα των παιδιών από την Τούμπα, τα θυμάσαι τα παιδιά; Μετά πιο κοντά, μετά το φιλί. Κι ύστερα πέρασαν χρόνια, Σαλονίκες, Αθήνες, τηλέφωνα, σαββατοκύριακα, εκδρομές. Και μετά χώρια. Άλλα τόσα χρόνια. Κι από όλα αυτά, στο τέλος βρέθηκα με μισό κουτί αντικείμενα που δεν μου μιλάνε, δε λένε τίποτα. Γι' αυτό σε ρωτάω, που πήγαν οι στιγμές που ζήσαμε;
- Τις πήρε η νύχτα, αδερφέ, τις πήρε η νύχτα...
- ...
- Δεν μου είπες, τι έκανες με το κρασί;
- Όποτε παίζει αυτό το τραγούδι και βρεθώ να τα πίνω πάνω σε χωματένιο πάτωμα, ρίχνω ζούλα λίγο κρασί καταγής.
- Αυτό δεν το κάνουν για τους νεκρούς; Η δικιά σου δεν πέθανε πια. Μην το παρατραβάς!
- Ναι, έχεις δίκιο... Άκου τι έβαλε: «Τίποτα δε χάθηκε ποτέ από κανέναν»...

(από Mr. Cadmus, 11/02/12)"Eternal Sunshine of the Spotless Mind" (2004). (από patsis, 15/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καπότα, ή κράνος, φτιάχτηκε για να κάνει παρέα στον πέοντα προστατεύοντάς τον από κεφαλικούς φόρους και παράσημα που παρέχονται απλόχερα, ειδικά κατά τη διέλευσή του από αδιερεύνητα βαθύσκιωτα φαράγγια. Εκεί η ρώσικη ρουλέταθερίζει.

Τι υποδηλώνει ο όρος «τρύπια καπότα»;

1) Όταν μιλάμε για τρύπια καπότα, αναφερόμαστε σε άχρηστο κράνος. Άρα αναφερόμαστε σε άχρηστο άνθρωπο (ανεξαρτήτως φύλου).

2) Το κράνος αυτό, δεν φτάνει ότι δεν προστατεύει, επιβαρύνει κιόλας με την παρουσία του αυτόν που τον φοράει. Άρα όταν αναφέρουμε τον όρο, μπορεί να αναφερόμαστε και σε κάποιον, που ζει παρασιτικά εις βάρος άλλων.

3) Το άχρηστο αυτό κράνος, είναι ftpπροδιαγραφών και με την κλασσική (για χρήση πέοντα) αλλά και με τη σλανγκική έννοια (gtp). Άρα η εκφορά του όρου, παραπέμπει σε άτομα, που προσεγγίζουν το μηδενικό επίπεδο, το επίπεδο του τίποτα.

4) Το κράνος αυτό έρχεται σε επαφή με σιχαμερές ουσίες, άρα παραπέμπει σε σιχαμερά άτομα.

Σημείωση: Ο όρος βγάζει πολύ τσαντίλα και συσσωρευμένη οργή όταν εκφέρεται.

Δες και λήμμα: καπότα.

  1. Δυο συνεταίροι τσακώνονται.
    - Α να χαθείς μωρή τρύπια καπότα.
    - Γιατί με βρίζεις;
    - Γιατί είσαι ένα άχρηστο υποκείμενο. Δεν προσφέρεις τίποτα, ενώ έχεις τις... απαιτήσεις.

  2. Ο Πέτρος ξέρει ότι ο Κώστας έχει παράνομη σχέση μακράς διάρκειάς και τον εκβιάζει οικονομικά, προκειμένου να μην το παίξει Αρτέμης Μάτσας στη γυναίκα του Κώστα, μαρτυρώντας της την κατάσταση.
    Κάποια στιγμή ο Κώστας τα παίρνει στο κεφάλι.
    Κώστας
    - Α ρε... είσαι μια τρύπια καπότα.
    Πέτρος:
    - Γιατί;
    Κώστας:
    - Γιατί μου 'χεις μπαστακωθεί, ρε σιχαμένο υποκείμενο, στο σβέρκο και μου ρουφάς το μεδούλι, προκειμένου να μη με ρουφιανέψεις στη γυναίκα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προκύπτει εκ των όρων, Φάληρο και Λυρική Σκηνή (Εθνική Λυρική Σκήνη. Δες και εδώ).

Εξετάζουμε δυο βασικές περιπτώσεις:

  1. Σε αυτή την περίπτωση αναφερόμαστε χιουμοριστικά στη Λυρική Σκηνή, έχοντας χιουμοριστικό τόνο στη φωνή μας (βλ. παρ. 1).

  2. Η λέξη, Φάληρο, παραπέμπει στη λέξη φαλιρίζω, που σημαίνει: χρεοκοπώ, πτωχεύω. Η εκφορά του όρου στις ακόλουθες υποπεριπτώσεις εκφέρεται σε συνδυασμό, με κατάλληλο απαξιωτικό μορφασμό, συμβάλλοντας σε κοροϊδευτικό αποτέλεσμα. Διακρίνουμε δυο υποπεριπτώσεις:

α) Μπορούμε να αναφερθούμε κοροϊδευτικά στα μουσικά ακούσματα της Λυρικής Σκηνής (όπερα), στην περίπτωση που δεν τη βρίσκουμε με τη μουσική αυτή (βλ. παρ. 2).

β) Θεωρώντας τη μουσική που παίζεται στη Λυρική σκηνή μουσική υψηλού επιπέδου και, κατ' επέκταση, τους τραγουδιστές που εμφανίζονται εκεί τραγουδιστές κλάσης, η εκφορά του όρου παραπέμπει έμμεσα σε κάποιον υποτιθέμενο τραγουδιστή, που έχει μουσικό ταλέντο gtp προδιαγραφών, αφού τραγουδάει και καλά στη Φαληρική σκηνή (μουσικός χώρος gtp προδιαγραφών).

Πολλές φορές μιλάμε για ψώνια που νομίζουν πως έχουν το... μουσικό ταλέντο.

Βλ. Γαργάρα με ξυλόπροκες, Στη σκάλα του Ωρωπού τραγουδάει;

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 3.

  1. - Πάμε Φαληρική σκηνή το Σάββατο;

  2. - Εγώ έχω γαλουχηθεί από τα μικράτα μου με αργκό και τουμπερλέκι και έπεται πως θεωρώ εντελώς ξενερουά, τη μουσική που παίζεται στη Φαληρική σκηνή.

  3. - O Καρύδης είναι τραγουδιστής της πλάκας.
    - Πού τραγουδάει;
    - Ε που θες μωρέ να τραγουδάει; Σε καμιά Φαληρική σκηνή, θα παίζει ο έρμος.

(από GATZMAN, 03/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόλογος: Η σύγχρονη ζωή, που μας παρασέρνει ώστε να χρησιμοποιούμε αλληλοσυνδεόμενα γκατζετάκια ακόμα και στην τουαλέτα (βλ. σχετική αναφορά στο λήμμα σλανγκοπαθής), με πρώτα και καλύτερα τα κινητά (τα οποία κουβαλάμε πάνω μας, κολλητά με το σώμα μας, ενίοτε δυο-δυο και σπανίως απενεργοποιούμε), μας έχει μπλέξει με την ανοχή μας σε μια, πρωτοφανή για την φυσική ιστορία του πλανήτη μας, πλημμύρα πηγών ύποπτης ακτινοβολίας η οποία δύσκολα θα βγει σε καλό για την υγεία μας.

Η πρωτότυπη σλανγκιά: Ακουσμένη από πιλότο πολεμικής αεροπορίας, η έκφραση αποδίδει την ελαφρώς μοιρολατρική ανησυχία αυτών των ανθρώπων για το γεγονός ότι σε πολλά μαχητικά, κάτω από τη θέση τους στο κοκπιτ, βρίσκονται όργανα ραντάρ που εκπέμπουν ισχυρότατες ακτινοβολίες, προς τα έξω βέβαια, αλλά για μια αμερικλανιά ή μια γαλλικούρα που δεν φτιάχτηκε από χέρια ελληνικά δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Έτσι, λοιπόν, φοβάται κανείς πως, μετά από μια περιπολία στο Αιγαίο πέλαγος μπορείς να αρμέξεις τη σαύρα χωρίς ν' ανάψεις το φως, αφού οι όρχεις σου θα φωσφορίζουν από την ακτινοβολία που απορρόφησαν...

Η γενίκευση: Κάθε φορά που κοιμόμαστε σε δωμάτιο απέναντι από μια και καλά διαφημιστική πινακίδα ή κανέναν διώροφο ξεκάρφωτο θερμοσίφωνα, τα οποία κρύβουν φυσικά κεραία κινητής τηλεφωνίας, κάθε φορά που το καλοκαιράκι βάζουμε στην μπανάνα μας ένα και δύο και περισσότερα κινητά να κάνουν παρέα στον παργαλάτσο μας, κάθε φορά που οι καημένοι οι φαντάροι και οι μονιμάδες των διαβιβάσεων μπαίνουν στα ΕΡΜΗΣ και στα παρόμοια (που πιάνουν μέχρι και τα σιμπί των ταξί της Άγκυρας, λέμε τώρα...) η έκφραση έρχεται να προβλέψει και να ξορκίσει ταυτόχρονα το κακό που μπορεί να πάθουν τα ανεκτίμητα αυτά μέλη μας.

Να σημειωθεί ότι στους στρατιωτικούς δίνουν κάτι γάλατα (!) για αντιστάθμισμα. Είναι να μην ανησυχήσεις περισσότερο;

- Νταξ ναούμ, το παράκανες λίγο. Ψυγείο με WiFi και ίντερνετ;
- Για να μην απασχολώ το πισί που κατεβάζει με δορυφορική.
- Ο δεύτερος υπολογιστής;
- Τον έχω με WAN με το πανεπιστήμιο.
- Στα τρία χιλιόμετρα; Καλά τι κεραίες έχεις βάλει;
- Είναι όλα προβλεπέ για να μην παρεμβάλλονται με τα κινητά και τα iridium, ντοντ γόρι.
- Εγώ φίλε σ' αυτό το σπίτι δεν κοιμάμαι. Καλά ρε, δεν φοβάσαι για την υγεία σου; Ουρά θα βγάλεις στο τέλος! Τ' αρχίδια μου φωσφορίζουν εδώ μέσα...

Φωσφοριζέ αρχίδια για το αυτοκίνητo. Τι θα πει πού ακριβώς χρειάζονται; (από patsis, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φραπομούνα, η νέα -μούνα, που, αν δεν την είχε ανακαλύψει ο Vrastaman, θα έπρεπε να την εφεύρουμε, συνδυάζει δύο από τις μεγαλύτερες εποποιίες του σάιτ μας: Την saga του φραπέ και την saga της -μούνας. Πρόκειται για μια ιδεώδη σλανγκική σύνθεση, μια σλανγκική Dream Team, που θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με μια *λολομούνα, ένα *λολοφραπέ, ή ένα frappé dentatum, τα οποία δεν μπορούν να υπάρξουν, οπότε την καθιστούν μοναδική.

Νιώθω μικρός για να περιγράψω τοιαύτη σλανγκική οντότητα. Οπότε περιμένοντας να συμπληρωθώ ή και να διαψευστώ από έτερο Σλάνγκο επιθυμώ ως νύξη μονάχα να εισαγάγω μια ρεβιζιονιστική υπόθεση εργασίας.

Αν ως φραπεδιάρα εννοούμε την επαγγελματία του φραπέ και φραπαιδοιάρα (κατά Γκατσάνδρα) την μουνάρα τοιαύτη, τότε η φραπομούνα είναι ο generic term, που περιλαμβάνει και τις ερασιτέχνιδες και ίσως κυρίως αυτές.

Κι έρχομαι στον ρεβιζιονισμό: Μια περίπτωση φραπομούνας παρουσιάζει ο Luis Bunuel (Ισπανός, άρα μεσογειακή διαστροφή) στην ταινία του «το Ημερολόγιο μιας Καμαριέρας» (Le Journal d' une Femme de Chambre) με Μισέλ Πικολί και Ζαν Μορώ (ή Μωρό;). Εκεί η φραπομούνα είναι μια θεούσα, που δεν θέλει να κάνει σεξ με τον άντρα της σε περίοδο νηστείας, και ο εξομολόγος της την συμβουλεύει να κάνει φραπέ για το καλό και των δύο. Καθότι το φραπέ (εφόσον γίνεται αλτρουιστικά) σε αντίθεση με το γαμήσι δεν είναι θανάσιμο αμάρτημα. Φραπεδιασθείς ήταν ο Μισέλ Πικολί, αναπληρωματική φραπεδιάρα το Ζαν Μωρό, κύρια φραπομούνα η Françoise Lugagne.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι γενικά εφόσον το φραπέ: α) Αφενός είναι κάτι εξαιρετικά αλτρουιστικό που δεν προσπορίζει ηδονή στην γυναίκα. β) Αφεδύο, είναι κάτι που δεν χαρακτηρίζει μια πιο τελειωμένη κοπέλα (με την καλή έννοια), όπως το στοματικό και το πρωκτικό.

Τελικά, το φραπέ χαρακτηρίζει μια κατά βάση συντηρητική γυναίκα, η οποία είναι ενσωματωμένη σε πατριαρχικές δομές, αλλά χωρίς να γίνεται σκλάβα του σεξ. Θέλει να παρέχει ηδονή στον κύρη του σπιτιού και να τον οδηγήσει στην ολοκλήρωση. Αυτό φαίνεται και σε περιπτώσεις, όπου λόγω περιόδου, προχωρημένης εγκυμοσύνης, ίσως πένθους, ή κάποιου ψυχολογικού λόγου, ή λόγου υγείας, η φραπομούνα δεν μπορεί να κάνει κολπικό σεξ, αλλά δεν είναι και έτοιμη να πει στον παρτενέρ της μεγαλόψυχα κι αν έχω και περίοδο, έχω και άλλη δίοδο ή να γίνει τίγραινα για χάρη του έρωτά τους. Είναι όμως πρόθυμη να παράσχει απλόχερα το καφέ της Χαράς.

Οπότε την φραπομούνα την αντιλαμβάνομαι βασικά ως μια παραδοσιακή μορφή της καλής νοικοκυράς, που είναι δούλα και κυρά, μιας ευμενούς δέσποινας που ξέρει να τηρεί τις ισορροπίες για να στηρίξει το σπιτικό της.

Βεβαίως, ίσως αδικώ το φραπέ παρουσιάζοντας το ως γινόμενο μόνο εξ ανάγκης (περίοδος, εγκυμοσύνη, λόγοι υγείας). Μπορεί να γίνεται και στα πλαίσια μερακιών στα προκαταρκτικά ή και στα άφτερ, ή από τον πρώτο γύρο στον δεύτερο και το νιοστό στα πλαίσια ορθοπεϊκής ασκήσεως. Ή όταν οι παρτενέρ ροντάρουν κι είναι σαν δυο παιδιά που ανακαλύπτουν τον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση πάντως η φραπομούνα μου κάνει για χειρώναξ και μου θυμίζει αυτές τις δυνατές Ελληνίδες της παράδοσής μας, που ήξεραν να στηρίξουν το σπίτι τους, το νοικοκυριό, τον Ελληνισμό. (Άλλωστε, όταν οι άλλοι δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει τον καφέ, εμείς είχαμε αναγάγει σε τέχνη το ανασεισιφαλλίζειν).

Τα πράγματα αλλάζουν με τις επαγγελματίες φραπομούνες. Αφενός είναι οι φραπεδιάρες των ευαγών ιδρυμάτων. Που κι αυτές στο κάτω κάτω είναι συγκριτικά αξιοπρεπείς παρουσίες. Όπως και οι φραπομούνες διαφόρων στυλ peep show (όχι απαραίτητα πιπ σόου), ιδίως στο εξωτερικό, που κι αυτές μπορεί να είναι πτωχές πλην τίμιες βιοπαλαίστριες, όπως έδειξε πρόσφατη αγγλική ταινία. Αφεδύο, πρωταγωνίστριες τσόντας που ρίχνουν τον φραπέ είτε για λόγους ορθοπεϊκής, είτε στην τελική διασπερμάτευση, κατά το διαφημιστικό σλόγκαν μην τα πιείτε, λουστείτε.

Ενδιάμεση κατηγορία μπορεί να αποτελέσουν οι παιγνιώδεις φραπομούνες, που το εξασκούν σε λάθος ώρες, λ.χ. κατά την οδήγηση, αντί ξυπνητηριού, για να σου αποσπάσουν την προσοχή από την δουλειά ή από την λημματογράφηση στο slang.gr κ.τ.λ. Σε φραπομούνες αποδίδονται πολλά από τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα εν Ελλάδι.

Συνώνυμο: αυνανισμός à deux (κατά το ναρκισσισμός à deux).
Υπερθετικό: φραπομούνα με ρόζους.
Αντίστοιχο του vagina dentata: φραπομούνα με νύχια, vagina unguita.

- Τά 'μαθες; Θα κυκλοφορήσει το σίκουελ του Teeth! Λέγεται Nails κι έχει πρωταγωνίστρια μια φραπομούνα που ευνουχίζει τους εραστές της με τα νύχια της!
- Ετς! Γουστάρω! Θα φχαρστθούμε ταινία τρόμου! Μόνο μπλακ δικέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified