Χαρακτηρισμός ο οποίος προέρχεται από το μπασκετικό alley-oop, ή αλλιώς (στα ελληνικά), χουπ.

Οι χούπηδες ισχυρίζονται πως είναι μπασκετικοί φίλαθλοι και μιλάνε μεταξύ τους με καθαρά μπασκετικούς όρους, όπως: πικ εν ρολ, άλεϊ ουπ, τρανζίστορ, μπακ κορτ κτλ.

- Πάμε μπασκετάκι σήμερα ρε μαλάκα; Έχω 2 εισιτήρια στις κεντρικές θύρες απέναντι από τα επίσημα.
- Άσε ρε μαλάκα, θα κάτσουμε μαζί με όλους τους χούπηδες... Θα πάω να καθίσω στο πέταλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

εκ του Χουπ (Hoop): είναι το στεφάνι της μπασκέτας.

Στην διάλεκτο του πεζοδρομίου σημαίνει παίζω μπάσκετ. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις του Street BasketBall: παιχνίδι μπάσκετ σε εξωτερικό χώρο.

Σημείωση: οι μπασκέτες έχουν σιδερένιο φιλέ για να μην κόβεται.

- Πάμε μπασκετάκι σήμερα ρε μαλάκα; Έχω 2 εισιτήρια στις κεντρικές θύρες απέναντι από τα επίσημα.
- Άσε ρε μαλάκα, θα κάτσουμε μαζί με όλους τους χούπηδες... Θα πάω να καθίσω στο πέταλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ομάδα πολλών χοντρών ανθρώπων που τριγυρνούν / κάθονται / χλαπακιάζουν μαζί. Προέρχεται από το αμερικάνικο «dream team», την ομάδα του μπάσκετ στους ολυμπιακούς του 1992.

- Ρε συ, θα έρθουν απόψε οι Σαχλεπίσογλου με την παρέα τους στο πάρτυ!
- Ωχ... δε χοντρήμ τημ... δεν θα μείνει μπουκιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ποδήλατο-μινιμαλιά, αποψιλωμένο από κάθε περιττό καβλιτζέκι: μονοτάχυτο, χωρίς ελεύθερο και (στην πιο ρεντ μπουλ εκδοχή του) χωρίς φρένα. Οι επιβαίνοντες αυτού αποκαλούνται φιξάδες.

Το συνήθως πολύχρωμo φιξάκι είναι το απόλυτο αστικό ποδήλατο με άποψη. Η οδική συμπεριφορά του διαφέρει παρασλάγγης από ό,τι γνωρίζαμε. Ελλείψει ελεύθερου δεν ρολάρει (όσο κινείσαι γυρνάνε τα πετάλια), πράγμα που αρχικά ξενίζει - ειδικά όταν τρέχεις σε κατηφόρα. Σού επιτρέπει ωστόσο να το οδηγήσεις και με την όπισθεν και να κάνεις κάθε είδους ποστιλίκια που κλείνουν το μάτι στην καγκουροφροσύνη.

Ελλείψει φρένων, τα πράματα είναι σκούρα. Ή επιβραδύνεις το πετάλι ή σκιντάρεις: μετατοπίζεις δηλαδής το κέντρο βάρους σου στον μπροστινό τροχό (μειώνοντας την πρόσφυση του πίσω τροχού) και μπλοκάρεις τον πίσω τροχό κοντράροντας τα πετάλια με τα πόδια σου. Στη συνέχεια επαναφέρεις το κέντρο βάρους σου στον πίσω τροχό, προκαλώντας ολίσθηση («skid»). Διαδικασία γρήγορη και επαναλαμβανόμενη, μέχρι να σταματήσει το πουτσύλατο ή να φας το κεφάλι σου (whichever comes first, που λένε και στα βραστοχώρια). Οι πιο ντικάφ φιξάδες πάντως τοποθετούν μπροστινό εφεδρικό φρένο, μην τρελαθούμε.

Τα φιξάκια πρωτοφορέθηκαν σε μεγάλα αστικά κέντρα παγκοσμίως από ψαγμένους κομιούτορες και ταχυμεταφορείς. Μοιραίως ξεφύτρωσε και στην χώρα μας η σχετική υποκουλτούρα, με όλα τα συμπαρομαρτούντα.

Εκ του αγγλικάνικου fixie.

1.
Να εύχεσαι να ναι μακρύς ο δρόμος (αν οδηγείς φιξάκι)

2.
Πλήθος πολύχρωμο μαζεμένο, αλλιώτικα ποδήλατα, πιό χρωματιστά και πιο όμορφα, ξέρετε το γεγονός ότι τα φιξάκια είναι μόδα και έχουν άλλο κοινό, οδηγεί τους κατασκευαστές να τολμήσουν χρωματικά.

3.
Το να έχεις φρένα στο fixie είναι φλωριά, γι'αυτό οι περισσότεροι φιξάδες δεν διαθέτουν φρένα.

4.
Aρέσουν στα κορίτσια οι φιξάδες; Μπαα! Απλώς τους κάνει εντύπωση το χωρίς φρένα ή τα ποδήλατα που έχουν ωραία χρώματα!

Πως να σκιντάρεις (από σφυρίζων, 18/11/13)Τυπικό φιξάκι (από σφυρίζων, 18/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου ο οποίος είναι άσχετος με το μπάσκετ και χαρακτηρίζεται έτσι ώστε να δείξει ότι ο άλλος είναι εντελώς αδέξιος και δεν πετάει μπάλα, αλλά τούβλα στην μπασκέτα.

- Την Τετάρτη πάμε για μπάσκετ με τον Μήτσο; - Με αυτόν τον τούβλοβιτς, εγώ, δεν παίζω μπάσκετ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.

- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;

(από Lafkadio, 03/02/09)(από Lafkadio, 03/02/09)(από pavleas, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει μυρωδικό, κατά προτίμηση επιθετικό ποδοσφαιριστή, ο οποίος καταφέρνει να πετύχει γκολ, εντελώς κατά τύχη όμως, καθώς η σχέση του με το ποδόσφαιρο είναι ανάλογη της σχέσης του Γ.Α.Π. με το υψηλό IQ.

Το λήμμα προέρχεται αφενός από τον Djibril Cisse, και αφεδύο από τον José Toché, ποδοσφαιριστής ο οποίος θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ανάπηρους σε παγκόσμιο επίπεδο.

- Πω ρε φίλε, πώς τον κρέμασε έτσι!! Από πότε βάζει τέτοιες γκολάρες το ταγάρι...
- Τζιμπρίλ Τοτσέ αγόρι μου!!!
- (2 σειρές πιο πίσω) Ρε μαλάκες για σέντρα πήγαινε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός, συνήθως επί πληρωμή, της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης και μέλος του μεγαλύτερου συνδέσμου, του Super 3. Η κερκίδα τους είναι στη θύρα 3 στο γήπεδο του Άρη «Κλεάνθης Βικελίδης». Αντίθετο του το ποντίκι.

- Που θα δεις το ματς ρε Κώστα;
- Μάλλον με τους σουπεράδες στην 3.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός, ο υπέρβαρος, o παχύσαρκος. Αυτός που θυμίζει παλαιστή του σούμο. Οι οποίοι παλαιστές (για να παρηγορηθούν όσοι χλαπακιάζουν αβέρτα αλλά έχουνε και τύψεις), θεωρούνται στην πατρίδα τους όχι μόνο γαμώ τους γκόμενους, αλλά σχεδόν μυθικά άτομα (αν και εδώ τα μωρά φαίνεται να μην έχουν την ίδια γνώμη...)

Η μόνη μου απορία είναι πώς μπορεί κανείς να παχύνει τόσο τρώγοντας ιαπωνέζικο φαγητό, όσο ρύζι και να βάλει μέσα.

  1. Ρε συ, τον είδες τον Τέλη πώς έχει γίνει; Το άτομο είναι σούμο, χωρίς πλάκα...

  2. Αυξάνονται τα μωρά-«σούμο»
    Την αύξηση κατά 20% από το 2003 μέχρι σήμερα του αριθμού των μωρών που έχουν βάρος κατά τη γέννηση πάνω από 4,5 κιλά, αλλά και την αύξηση των μεγάλων μωρών (των επονομαζόμενων μωρών-σούμο) καταγράφουν οι στατιστικές στη Μεγάλη Βρετανία...
    από εδώ

(από ironick, 02/04/10)(από ironick, 02/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του οδηγού της φόρμουλα 1, Μίχαελ Σουμάχερ.

Αναφερόμαστε στον οδηγό που την έχει δει πιλότος και τρέχει μαλλιοκούβαρα. Μπαίνει στις στροφές με τις μπάντες και με τις πόρτες ενώ η αδρεναλίνη του είναι μόνιμα στο κόκκινο. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώνεται από όπου περνάει, ενώ είναι ικανός να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμα του.

Συχνά «χαίρει» της εκτίμησης περαστικών που τον παρασημοφορούν με φάσκελα, όταν τον δουν μπροστά τους. Αυτός όμως, τους έχει συνδεμένους με κέντρο, και ζώντας στην καρακοσμάρα του, συνεχίζει την πτήση του. (βλ. Παράδειγμα 1). Άλλες φορές δε, εντυπωσιάζει με τις ικανότητες του, τους φίλους του. (βλ. Παράδειγμα 2)

  1. - Φάε ρε το μαλάκα το Σούμι. Πώς τρέχει έτσι το άτομο;
    - Δε λες που παραλίγο να μας σκοτώσει.

  2. - Σωστός Σούμι ο Μήτσος. Δεν κατάλαβα για πότε φτάσαμε στην Πάτρα!

Μίχαελ Σουμάχερ (από GATZMAN, 28/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified