Further tags

Άλλη μια «μόρτικη κι αλανιάρικη» έκφραση για να περιγράψει το χρηματικό αντίτιμο σε κάθε του μορφή.

Από το τούρκικο μπακίρ = χαλκός, προφανώς από τα πλείστα όσα μεταλλικά νομίσματα που εμπεριείχαν (και εμπεριέχουν μέχρι και σήμερα) στη σύνθεσή τους το γνωστό και πανάρχαιο μέταλλο.

Συνωνυμα: μπακοτσέτουλα, μπαγιόκο, μουρμούρια, παράδες, όβολα (τα) λεφτά, χρήματα, κλπ κλπ

Να πέφτει γρήγορα το μπακίρι...

(από iwn, 20/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλη μια έκφραση για να περιγράψει το χρηματικό αντίτιμο σε κάθε του μορφή.

Η έκφραση ακούστηκε ευρέως από τον Σιόρ Διονύσιο (Νιόνιο), τη γνωστή φιγούρα του θεάτρου σκιών του Καραγκιόζη, του Ευγένιου Σπαθάρη και πιθανότατα να έχει Ζακυνθινή προέλευση.

Με δεδομένη την Ιταλική επιρροή των επτανήσων, ο όρος πιθανότατα να προέρχεται από το Banko= τράπεζα και cedole= κουπόνια, δηλαδή κάτι σαν τραπεζογραμμάτια, όπως λέγονται αλλιώς τα χαρτονομίσματα.

Συνωνυμα: μπακίρι, μπαγιόκο, μουρμούρια, παράδες, όβολα (τα) λεφτά, χρήματα.

-Ωρέ απατεώνες! Εσείς, μωρέ, φάγατε τα μπακοτσέτουλα;.

(από iwn, 20/10/10)(από iwn, 20/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προσφιλές άθλημα, οι αθλητές του οποίου επιδίδονται στην ταυτόχρονη κατανάλωση μπάφων και ξιδιών, με δυσάρεστα συνήθως αποτελέσματα.

Κυριολεκτικά: μπάφοι με ξίδια.

- Πω πω δικέ μου, έχω κλάσει πάνω μου. Με έχει πιάσει κρύος ιδρώτας..!
- Εμ, αφού είσαι φλώρος. Τι το 'θελες το μπι εμ εξ;
- Μπεργκ. Πάω να αμολήσω μια ρουκέτα...

(από skabyjr, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως επιφώνημα καημού και πόνου σε ρεμπέτικα η λαϊκά τραγούδια, χορούς, γλέντια κλπ. Προέρχεται από το τούρκικο παραπονιάρικο και νταλκαδιασμένο επιφώνημα «yalan-dünya», που σημαίνει ψεύτικε κόσμε, ψεύτη ντουνιά. Οι 2 τελευταίοι εξελληνισμένοι τύποι μάλιστα, απαντώνται αυτούσιοι σε ρεμπέτικα τραγούδια. Εξελικτικά, παραλείπεται η δεύτερη λέξη και παραμένει μόνο το πρώτο yalan = γιάλα.

Συνδυάζεται συχνά με το συνηθέστερο «αμάν».

... Ένα μαυρομάνικο μαχαίρι είναι η αγάπη σου, αμάν-γιάλα, όταν το πετάς και δε με πιάνει, αμολάς το δάκρυ σου ...
(τραγ. Στέλιου Καζαντζίδη)

(από iwn, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την τουρκική λέξη bogaz που σημαίνει λαιμός, στενό, πορθμός, δίαυλος. Έτσι ονομάζεται επίσης και ο Βόσπορος.

Μεταφορικά, σημαίνει σήμερα σ' εμάς, το δροσερό αεράκι, όχι απαραίτητα θαλασσινό.

Λέγεται επίσης και μπουγάζι.

  1. Πάμε μέσα γιατί έβγαλε μπογάζι και άρχισα να κρυώνω.

  2. Ωραία δροσιά έχετε στο εξοχικό σας, κατεβάζει ωραίο μπογάζι από το βουνό.

(από iwn, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε συνήθως το πολύχρωμο, το εμπριμέ ύφασμα.

Από το τούρκικο alaca, που σημαίνει πολύχρωμο, παρδαλό.

- Πήγα κι αγόρασα έναν αλατζά, για να ράψω φουστάνι.

(από iwn, 23/10/10)Μπάμπης Αλατζάς (από GATZMAN, 23/10/10)Νίκος Πουλαντζάς, τάραξε τους κύκλους τις μόδας (από Vrastaman, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλαιστής.

Από το τουρκικό pehlivan, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Απόγονοί τους οι αθλητές του κατς.

Λέγεται και «μπεχλιβάνης».

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομο, ως μάγκα, καραμπουζουκλή, ασίκη, ασλάνη κλπ

  1. Πάμε στο πανηγύρι, θα έχει και αγώνες με πεχλιβάνηδες.

  2. Γεια σου ρε Γιώργο μάγκα, καραμπουζουκλή και μπεχλιβάνη.

(από iwn, 22/10/10)(από Jonas, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο του υποκόσμου, ο αλήτης, το παλιόπαιδο, το τσογλάνι, ο ελεεινός.

Από το τουρκικό batak = βούρκος, βάλτος, έλος.

Πρόσεχε, γιατί αυτός που σε είδα να κάνεις μαζί του παρέα εχθές είναι πολύ μπατάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονηρός, ο ατσίδας, ο ξύπνιος, ο αετονύχης, ο πανούργος.

Από το τούρκικο kurnaz που σημαίνει το ίδιο.

Δεν χρησιμοποιείται απαραίτητα απαξιωτικά. Μάλλον το αντίθετο, δηλαδή ο μάγκας, ο έξυπνος, το τσακάλι.

Βρε, κουρνάζε μου τελώνη τη ζημιά ποιος την πληρώνει...

τραγουδάει ο Βασίλης Τσιτσάνης.

(από iwn, 23/10/10)(από iwn, 23/10/10)Σπύρος Μπουρνάζος που ήταν κουρνάζος (από perkins, 23/10/10)1.15 : "Είσαι κουρνάζος μάγκα μου" λέει ο Βαμβακάρης. (από Khan, 26/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζεται έτσι ο αργόστροφος, ο μειωμένης αντίληψης, ή και χαϊδευτικά, πειρακτικά, ο χαζούλης, ο χαζοβιόλης.

Ένας ηπιότερος και γενικότερος χαρακτηρισμός πριν καταφύγει κανείς σε βαρύτερες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς.

Προέρχεται από τη λέξη Curcubita που είναι η κολοκύθα.

- Τι πρασινάδα έκανες πάλι βρε κουρκουμπέτα;

(από iwn, 23/10/10)(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified