Παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης με τάση προς στην κοπρολαγνία.
Εκ του Francis Ford Copprola.
- Γάμησε με από κώλο και μετά έλα να σου γλείψω την τσαπού.
- OMG ρε Κόπρολα!
Παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης με τάση προς στην κοπρολαγνία.
Εκ του Francis Ford Copprola.
- Γάμησε με από κώλο και μετά έλα να σου γλείψω την τσαπού.
- OMG ρε Κόπρολα!
Got a better definition? Add it!
Το πρότυπο ζωής που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν θέλει ευθύνες και γουστάρει μόνιμη χαλαρότητα.
Η μια λέξη κλειδί του προτύπου είναι η λούφα, με την έννοια της αποφυγής της εργασίας που, προκειμένου να επιτευχθεί, επιλέγονται τεχνικές που ακούν στο όνομα: μπαλάκι, αναρμοδιότητα, υποτιθέμενο πνίξιμο στη δουλειά, κλπ και η άλλη είναι η τούφα (ο ύπνος).
Αρκετοί νεοέλληνες επιθυμούν έναν τέτοιο τρόπο ζωής, ενώ στο δημοσιοϋπαλληλικό βίο θεωρείται standard. Όσοι δημόσιοι υπάλληλοι προέρχονται από ιδιωτικό τομέα είναι συνήθως ασύμβατοι με το πρότυπο και πήζουν μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να γίνουν λούφεν τούφεν compatible.
- Μού 'λεγε ο Δημήτρης πως θέλει να συμμετάσχει στις προσεχείς εξετάσεις του ΑΣΕΠ για να διοριστεί στο δημόσιο γιατί γίνονται λέει στην εταιρεία που δουλεύετε μειώσεις προσωπικού. - Πίπες. Συνάδελφοι είμαστε. Ξέρω την κατάσταση από μέσα. Δεν γίνονται μειώσεις προσωπικού. Απλά ο Δημήτρης είναι γνωστός λούφεν τούφεν και με τις βλακείες που κάνει κινδυνεύει να απολυθεί.
Got a better definition? Add it!
Η κλασική σημασία του όρου προέρχεται από τον όρο Video projector (βιντεοπροβολέας).
Το λήμμα όμως αυτό έχει τη σημασία του ανθρώπου που ασχολείται με πολλά έργα (projects) ταυτοχρόνως ή με κάποιον που είναι υπεύθυνος για αυτά. Μπορεί να λεχθεί με στόχο να επιβεβαιώσουμε ότι κάποιος ή εμείς πνιγόμαστε από τις πολλές παράλληλες ενασχολήσεις σε επαγγελματικά projects, αλλά και με στόχο να ειρωνευτούμε κάποιον που το παίζει πολυπράγμων χωρίς πραγματικά να είναι ή για κάποιον project manager (σε πολλά projects) που έχει όμως φορτώσει με πολλά μπαλάκια τους συνεργάτες του.
- Ρε εσύ, την άλλη φορά που θα πάμε για ούζα να πούμε και στον Κώστα.
- Πού να προλάβει; Θες η αντίληψή του, θες το φιλότιμό του, ό,τι project υπάρχει και δεν υπάρχει του τό 'χουν φορτώσει στο κεφάλι. Έχει καταντήσει προτζέκτορας.
Got a better definition? Add it!
Από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά (βέβαια ο ορισμός δεν έχει καμία σχέση με το περιεχόμενο της σειράς)
prison>πρήζον>πρήζω
break-->σπάω
= στα πρήζω και στα σπάω.
Αμάν πια με αυτήν την κατάσταση! Μου έχεις σπάσει τα νεύρα. Συνέχεια ρωτάς πού πάω και πού βρίσκομαι! Ρrison break έχεις καταντήσει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αλήτης. Χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ στις δεκαετίες '50-'60. Γνωστή λέξη και από ταινίες της εποχής (βλ. «Νόμος 4000», «Αναστασία», «Το κάθαρμα» κ.λ.π.)
Συνώνυμα: μπονιόνιος, χαραμοφάης, Κ.Π.Ε (κατασπατάληση πατρικού εισοδήματος), πρεζοκλεφτρόνι κ.α.
- Τί έγινε ρε συ;
- Τίποτις, ένας Τέντυ-μπόης γιαούρτωσε τον καθηγητή Σκορδομπούτσογλου...
Βλ. και τεντιμπόις
Got a better definition? Add it!
Βάζω στην άκρη, κάνω κουμάντο για πάρτη μου.
Λέξη που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες φοιτητές της Ιταλίας. Από το Ιταλικό risparmio = αποταμίευση.
- Καλά, ρε αδερφάκι μου... είσαι μεγάλος μοναχοφάης...
- Γιατί το λες αυτό, Βαγγέλη μου, με πληγώνεις ...
- Άσε μας, ρε φούρμπο, το ρισπάρμιασες όλο το χταποδάκι στο πιάτο σου μη τυχόν και φάει κάνας άλλος και τώρα κάνεις το κορόιδο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στη χημεία το pH αποτελεί μέτρο της οξύτητας ενός διαλύματος. Ουσίες με δείκτη μικρότερο του 7 χαρακτηρίζονται όξινες (π.χ: οξύ μπαταρίας, χυμός λεμονιού, ξύδι), με δείκτη 7 (π.χ: καθαρό νερό) ουδέτερες και με δείκτη μεγαλύτερο του 7 αλκαλικές (π.χ:σαπούνι, αίμα, θαλασσινό νερό).
Το συγκεκριμένο λήμμα σχετίζεται με τη γυναικεία θηλυκότητα. Στην περίπτωση αυτή το pH εκφράζει το μέτρο της γυναικείας θηλυκότητας. Έτσι όταν μιλάμε για ουδέτερο pH υπονοούμε πως μιλάμε για γυναίκα χωρίς θηλυκότητα, χωρίς ωστόσο να υπονοούμε ότι μιλάμε για λεσβία.
Κώστας:
- Τι τύπος είναι η αδελφή της γυναίκας σου; Παίζει να γίνει κάνα κονέ;
Πέτρος (κολλητός του Κώστα):
- Άσ' τα φίλε, δεν κάνει. Ουδέτερο pH. Δε λέει η περίπτωση.
Got a better definition? Add it!
«Καλοντυμένος» κατά το σημερινό κυριλέ. Η περίεργη αυτή έκφραση, διαδεδομένη τις δεκαετίες 40 και 50, φέρει εξ ίσου περίεργη ετυμολογία: μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο η Ελλάδα είχε κατακλυστεί από Άγγλους στρατιώτες, τους οποίους οι τότε κουραδόμαγκες πείραζαν με σεξουαλικά υπονοούμενα στον δρόμο. Τα Εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια απαντούσαν «why don’t you drink my fart», εξ ου και ο εν λόγω νεολογισμός. Βλέπε και Μέγκλα.
Με το νέο σου κουστουμάκι είσαι και πολύ τρικ μάι φορ!
Got a better definition? Add it!
«Κωλοβάρεμα», οποιαδήποτε δραστηριότητα δεν έχει σχέση με διάβασμα ή δουλειά.
Η έκφραση διαδόθηκε από Έλληνες φοιτητές στις ΗΠΑ, εκ του bullshit.
Κλείστε τα βιβλία, ώρα για μπουλσιτάκι!
Got a better definition? Add it!
Χαζός. Χαζοβιόλης, χοντροκέφαλος και αδέξιος - όλα μαζί.
Προέρχεται από τη λέξη baucco της Βενετσιάνικης διαλέκτου. Στα Βενετσιάνικα απαντάται και ως bauco και baucoto. Στα Ελληνικά έχει περάσει και ως μπαούτσος με παραφθορά της ορίτζιναλ προφοράς.
Καλά, είστε μπαούκοι μεγάλοι και οι δυο σας... Είναι ποτέ δυνατόν να χωρέσει κοτζάμ ντουλάπα από αυτή την πορτούλα... Πρέπει να την λύσετε... θα μου γκρεμίσετε το σπίτι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified