Further tags

Το φωτοσούτ.

Είναι στο Νιου Γιορκ για φωτοσούτια η Ζιζέλ;

Got a better definition? Add it!

Published

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαστρονομικό δίλημμα με ομοιοκαταληξία.
Η σωστή απάντηση είναι: Αφήστε τα σούσι και πιάστε το τσιμπούσι!

- Πάμε για σούσι στο Κολωνάκι ή για τσιμπούσι στα Καλύβια;
- Αφήστε τα σούσι και πιάστε το τσιμπούσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αριστερίστικο επιφώνημα που σημαίνει «θα νικήσουμε» και θυμίζει Τσε Γκεβάρα και απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής.

Έχει χρησιμοποιηθεί τόσο πολύ από αριστερούς γνήσιους ή ντεμέκ, που η σημασία από πολιτική έχει αγκαλιάσει όλων των ειδών τις νίκες, αλλά κυρίως τις απέλπιδες που γίνονται με δυσμενείς αφετηριακές συνθήκες.

-Πάλι σε κέρασε χυλόπιτα το Λίλιαν;
-Ναι, αλλά έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου! Βεντσερέμος! Θα πέσει στο τέλος, θα το δεις!
-Αυτά έλεγε κι ο Δον Κιχώτης...

(από Hank, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την κλασική σημασία, το σουτ, μπορεί επίσης να εννοεί και:

  1. Απόλυση.
  2. Απόρριψη, χυλόπιτα.
  3. Πέταμα στα σκουπίδια.

Θα φάει σούτι η νέα γραμματέας, αν συνεχίσει να μην κάνει δουλειά και μόνο να χαζογελάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φόρουμ. Επειδή χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι τι παρλαπίπα γράφει ο καθείς στα φόρουμς.

— Μην άκουσες Αντρέα μου τι λένε οι φοράδες;
Φοράδες είναι κι ας λαλούν, φοράδες είν' κι ας λένε!...

Όταν παἰρνω fora, fora κάτι fora (από Khan, 19/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοαγγλική, ακόμη πιο σλανγκ, εκδοχή του «μας κούφανες».

Προς σλαγκιστή που άστραψε με κουφό λήμμα:
-You koufed us, μεγάλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμικάζι λεγόταν ο Iάπωνας πιλότος που στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έριχνε το γεμάτο εκρηκτικές ύλες αεροπλάνο, το οποίο οδηγούσε εθελοντικά, επάνω στον εχθρικό στόχο βρίσκοντας ταυτόχρονα και ο ίδιος το θάνατο. Καμικάζι επίσης χαρακτηρίζουμε ένα άτομο που οδηγεί αυτοκίνητο ή δίκυκλο με πολύ ριψοκίνδυνο τρόπο.

Εδώ μιλάμε, όμως, για ένα μαλακισμένο σπαζαρχιδιστικό έντομο (μυγάκι, κουνουπάκι και λοιπές εντομολογικές δυνάμεις) που έχει θέσει ως ιερό σκοπό της ζωής του να αυτοκτονήσει μέσα στο ποτήρι σου. Κι αφού σου 'χει αποσπάσει την προσοχή κυνηγώντας το, στο τέλος σου χαλάει και το ρόφημα αφού θα βαπτιστεί εκεί μέσα.

Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια άλλα που έχουν έχουν μάστερ στις ανασκαφές και έχουν στόχο ζωής να εξερευνήσουν τα ρουθούνια σου.

- 'Ασε, χθες πήγα να πιώ καφέ σε ένα ειδυλλιακό σημείο κάτω από δέντρα με βαθιά σκιά κι εκεί που απολάμβανα τη φύση, ξάφνου μου την πέφτει ένα γαμημένο καμικάζι. Όλο περιστρεφόταν γύρω απ' το ποτήρι. Στο τέλος έπεσε μέσ' στον καφέ. Έφυγα βρίζοντας.
- Πάλι καλά που δεν έφαγες κοτσιλόσημο στην καράφλα σου. Κάτω από δέντρα καθόσουν. Κωλόφαρδε!
- Γκρρρρρ!

(από Desperado, 08/02/09)(από alamo, 02/03/10)παλίο αντιεροπορικό για ρίψη καμικάζι (από GATZMAN, 20/07/11)

Βλ. και καμικαζέντομο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που προέρχεται από τη ιταλική χερσόνησο. Σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφυλλίδη η ρίζα είναι βενετσιάνικη [a maca, με τα έξοδα άλλου]. Περιγράφει το τζαμπατζιλίκι, την τράκα. Παράγωγο ουσιαστικό είναι ο αμακαδόρος, ήτοι ο τρακαδόρος/τζαμπατζής. Εκφράσεις χαρακτηριστικές, όπου χρησιμοποιείται, είναι «τη βγάζω στην αμάκα», «έγινε αμάκα», «είμαι μαθημένος στην αμάκα».

  1. - Κουφάλα, άκουσα ότι πηγαίνεις Μύκονο. Μάς το παίζεις και φτωχαδάκι...
    - Τραγούδια λες ρε; Στη αμάκα θα τη βγάλω: θα μείνω στου αδερφού μου και θα τρώμε στο εστιατόριο που δουλεύει. Αλλιώς δεν την πάλευα.

  2. - Τελικά τι θα γίνει, θα πάμε στη γιαγιά για Πάσχα;
    - Ναι, θα είναι και ο θείος σου.
    - Πω πω, πάλι τον αμακαδόρο θα φάμε στη μάπα...Σκάει μύτη στη γιαγιά, μόνο και μόνο για να καβαντζώσει αυγά και κρέας. Μεγάλος τζαμπατζής!

Σχετικά: τζαμπέισον, τζαμπαντάν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τεμπέλης. Το «tempelhane» στα τουρκικά είναι το χάνι, το σπίτι των τεμπέληδων, οπότε συνεκδοχικά ο μεγάλος τεμπέλης.

- Στρώσου στην δουλειά ρε τεμπελχανά, που όλη μέρα ανεβάζεις λήμματα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified