Στα καλιαρντά σημαίνει χέζω. Από την πούλη (=πρωκτός < bul =πίσω, πισινός στη ρομανί) και το πύργος. Εννοείται δηλαδή ότι με τον κώλο μου στρώνω έναν πύργο από σκατά. Μάλλον διατηρεί και τις μεταφορικές σημασίες του χέζω.

ΠΡΟΣ κον [...] κοινώς Πισωκέντη ή πισωγλέντη ή θηλυδρία, στα περί Ομοσπ., απ' ό,τι γνωρίζω, ο κουβάτσος άμα ακούει περί ομοσπ. βγάζει σπυράκια και αλλεργικά εξανθήματα. Μίλησε μαζί του και θα το διαπιστώσεις και εσύ ο ίδιος, αν τολμάς φυσικά, ευρίσκεται συνήθως σε γνωστό στέκι. Αλλά σε προειδοποιώ για το καλό σου να είσαι καλά προετοιμασμένος, γιατί έχει αγκάθια. Με λίγα λόγια, πουλοπυργώνει σουάντες, για τους πουλοβιδωμένους στην υπόγα της σέκτας Ομοσπονδίτσας, που άλλη δουλειά δεν έχουν και πλεγιάρουν– νταπ, ξεβράκωτοι (τους πήρε μάτι κάποια πονηροντόγκα απ έξω). Σεμνά και ταπεινά, διεμβολέας. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπαχάλικο μαγαζάκι Σουργελλάς", στο ράφι με τη λίστα του ντου και συγκεκριμένα στο συρτάρι "μπαχαλάκης, μπάχαλος", βρίσκουμε και την υποπερίπτωση του σταλινομπάχαλου, σε κατοπτρική συμμετρία με τον αναρχοσταλίνα.
Αυτή η λέξη κανονικά δεν υπάρχει. Έχει μέσα της θανάσιμη (χρωματική) αντινομία (δες την παρακάτω φωτό).
ΜΠΑΧΑΛΟΙ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΕΣ VS ΠΑ.Μ.Εεδώ
Όμως, κυκλοφορεί, (κόντρα στην επιστήμη) και λέγεται, προφανώς ως ποιητική μεταφορά για πρακτικές ατόμων ή ομάδων με μπαχαλορεά στο να τα κάνουν όλα πουτάνα, όχι όμως στο βωμό τίποτα ελευθεριακών ονειρώξεων, αλλά για γειδικότερες, "ταξικές" (αχαχαχαχ) καταστάσεις τ. "όχι στις Σκουριές", υπεράσπιση του Δημόσιου φορέβα, χτίσιμο πόρτας πρυτάνεος άμα λάχει, επίθεση στον νομπελίστα Τζέιμς Γουότσον (αυτόν ντε που ανακάλυψε την διπλή έλικα του DNA), τα "Βοήθεια, φέρτε τον Εισαγγελέα" της Ζωής και της Ραχήλ στην ΕΡΤ κ.ο.κ.

  1. το κοντινότερο σε σταλίνι που με έχουν πει είναι σταλινομπάχαλο. Εδώ μέσα ΕΔΩ

  2. -γιατί με διαβάλλεις έτσι; ακούς εκεί μπαχαλάκιας! :ρ
    -σταλινομπαχαλος για την ακρβεια :Ρ
    -μαλάκα μου συνεχίζεις ακάθεκτη!!
    -παντα. δεν ωρροδω προ ουδενος!
    -με ποιους κάνεις παρέα ρε κωλόπαιδο τελευταία; Τι λέξεις είναι αυτές; Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;
    -once a φιλοσοφικοτα, always a φιλοσοφικοτα :Ρ ΕΔΩ

  3. H Bαγενά δεν είναι παρά ένα μικρό και συνάμα γραφικό δείγμα.
    Το περίφημο αντιμνημόνιο εκτός από την μεγαλύτερη πολιτική απάτη της νεότερης ελληνικής ιστορίας αποτέλεσε και την κολυμπήθρα του Σιλωάμ για όλα τα βοθρολύματα της ελληνικής κοινωνίας που βρήκαν την ευκαιρία να ντυθούν τη μάσκα του νέου:
    εγκληματίες ναζιστές, ψεκασμένοι ακροδεξιοί εθνικιστές, "λαϊκοί δεξιοί", θρυλικές μορφές του βαθέως πασοκικού κράτους, σταλινομπάχαλοι, ερυθροφασίστες, δολοφόνοι τρομοκράτες, λαμογιοσυνδικάλες, χρεοκοπημένοι δραχμομιντιάρχες, αεριτζήδες του επιχειρείν, μαφιόζοι και χρονίως επιχορηγούμενοι καλλιτεχνίζοντες.
    Είναι δε δείγμα καθυστέρησης πνευματικής και πολιτισμικής ότι η ελληνική κοινωνία στην κρισιμότερη υπαρξιακή της φάση εμπιστεύτηκε σε όλο αυτόν τον εσμό την "σωτηρία" της. ΕΔΩ

  4. Ουαί υμίν, σταλινομπάχαλοι, υποκριταί! ΕΔΩ

  5. τλκ δεν τη γλιτωνω τη διαγραφη. θα μου κανουν κροστανδη το βλεπω ναρχεται
    -Μασάνε οι σταλινομπάχαλοι ρε; Βάλε τους στα γκούλαγκ και ρίχνε τους μολότοφ... :P ΕΔΩ

  6. -εγω ομως ειμαι γνωστη σταλινομπαχαλη κ δεν εχουμε καλους τροπους εμεις :Ρ
    -Ευτυχώς που εσάς τους σταλινομπαχαλους (πχ Αλαβανος) σας "μαντρωσαμε" στις Βρυξέλλες. Θα στέλναμε κ Τσιπρα, αλλα δε μιλάει γρι :) ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθλητική σλανγκιά για είδος αριστοτεχνικού σουτ ή πλασέ που περνάει πάνω από παίχτες και καταλήγει ακριβώς εκεί που θέλει ο μάστορας. Σλανγκίζεται κι ως σκαφτό, λόμπα, καντήλι και —στην υπέρτατα καγκουριάρικη μορφή του— λαμπρέτα.

Φυστικά παίζει και σε άλλα αθλήματα (μπάσκετ, μπιλιάρδο, κ.ά.)

1. Ψηλοκρεμαστό από τη σέντρα!!! Τα είδε όλα ο γκολκίπερ!

2. Το ψηλοκρεμαστό τακουνάκι του Ενγκμπακότο

Ψηλοκρεμαστός και με την κακή έννοια (από σφυρίζων, 03/04/13)Ψηλοκρεμαστή βάζει φωτιά στην Λεωφόρο. (από σφυρίζων, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified