Το μικρό παιδάκι. Δεν χρησιμοποιείται ως μειωτικός χαρακτηρισμός του μικρού παιδιού, αλλά κάποιος που βρίζει στην καθημερινότητά του θα την χρησιμοποιεί για παιδιά.

- Καλά ρε, από ένα παιδί νικήθηκες;
- Πω, καλά νικήθηκα. Και; Δεν χάνω κάθε μέρα.
- Εντάξει να μην νικάς κάθε μέρα. Αλλά να χάνεις από ένα μουνάκι σαν τον Γιαννάκη; Καλά, αυτός θα γίνει μεγάλος μάγκας όταν μεγαλώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μικραί κατηγορίαι ψωλινών:

  • Το φέρον ακόρεστον λιβιδινικόν πάθος νεαρό ψωλοκόριτσο.
  • Το έλασσον τσουτσούνιον, ουχί απαραιτήτως το παιδικόν τοιαύτον.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
« Να σας πω εγώ τό γιατί;... Γιατί καυλώνετε πάρα πολύ και θέλετε, νοµίζω, να παίξετε πάλι µαζύ µου... Τό βλέπω, ξέρετε, από πολλή ώρα και απ' τό βουνό που σχηµατίζει η φουσκωµένη πούτσα σας στο παντελόνι σας, µπροστά, και απ' τό γλυκοπασπάτεµα που τής κάνετε κάθε τόσο » είπε µε χαριτωµένην φυσικότητα η αγγελική κορασίς, διακόπτουσα τόν Αιµίλιον. « Ωωωχ!... Ωχ, ναι!... Ακριβώς... Και θα δής, Ψωλίνα µου, τι όµορφα που θα σε κάνω να χαρής, και πόσο θα χαρώ και εγώ µαζύ σου! » ανεφώνησε ο καυλωµένος καλλιτέχνης

2.
«Ἄαα!.. Ἄαααα!… Ἄααααχ!…» ἔκαμε πάλιν μὲ ἄκραν ἡδυπάθειαν τὸ ἀγόρι, ενῶ ἡ ψωλή του ἔχουσα πλέον φουσκώσει καὶ επιμηκυνθεῖ πολύ καθώς τῆς ὡμιλοῦσε ό γαργαλῶν αὐτὴν μουσικός, χωρὶς νὰ εἶναι τεράστια ἢ τοῦ τύπου ἐκείνου πού συνήθως ὀνομάζεται «ψωλάρα», εἰς τὸν βαθμόν τῆς εξογκώσεως ποὺ εἶχε φτάσει, δὲν ἦτο πλέον δυνατόν, ἔξω ἀπὸ τὴν χαϊδευτικήν ἔννοια αὐτῶν τῶν λέξεων, νὰ ὀνομάζεται «ψωλίτσα», «ψωλίνα», ἢ «ψωλέττα», ἀλλὰ ψωλή, τοὐτέστιν πούτσα διαστάσεων σεβαστῶν, ἀφοῦ, χωρὶς νὰ ἔχει εἰσέτι διαστάσεις πούτσου ἀνδρὸς πλήρως ἀνεπτυγμένου (καὶ μάλιστα καυλωμένου), εἶχε ἐν τούτοις φτάσει, ὡς πρὸς τὸ μῆκος, τὰς διαστάσεις αλλᾶντος τῆς Φραγκφούρτης κανονικοῦ μεγέθους, ὑπερβαίνουσα ὅμως κατὰ τὸ πάχος αἰσθητῶς, τὸ σύνηθες χόνδρος τῶν λουκανίκων αυτοῦ τοῦ εἴδους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified