Ο μεθυσμένος.
Όταν τα χάλασα με την Άννα, καθε βράδυ ήμουν στα μπαρ και γινόμουν πίτα. Μου κόστισε πολύ αυτός ο χωρισμός.
Ο μεθυσμένος.
Όταν τα χάλασα με την Άννα, καθε βράδυ ήμουν στα μπαρ και γινόμουν πίτα. Μου κόστισε πολύ αυτός ο χωρισμός.
Got a better definition? Add it!
Published
Μαστουρώνω και είμαι σε εγρήγορση.
- Ξενερώσαμε χτες με τον Σάκη, όλοι ήμασταν ντάγκλα και αυτός είχε μαστουρμπιάσει και μας τα ζάλισε...
Got a better definition? Add it!
Η συνεχής επιθυμία για μπύρα.
- Κώστα, τι θα πιείς ρε φίλε;
- Μπυρωίνη κλασικά, αφού ξέρεις ότι δεν αντέχω!
Got a better definition? Add it!
Λιάδα, από το αλιάδα (σκορδαλιά, αλοιφή δηλαδή).
Γίναμε λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Έξαλλη και χαοτική κατάσταση, ή αλλιώς χαμός. Δεν έχει απαραίτητα αρνητική σημασία. Συνήθως προκύπτει σε περιστάσεις όπου καταναλώνεται αλκοόλ ή όταν γίνονται αποκαλύψεις και έντονες συζητήσεις.
Χτες ο Μήτσος με έπιασε στα πράσα με άλλον και έγινε το πέτσο.
Got a better definition? Add it!
Μαστουρώνω, φτιάχνομαι, ζαλίζομαι, μεθάω, είμαι σε κατάσταση εδώ πατώ αλλού βρίσκομαι. Σπανίως χρησιμοποιείται και αντί του την είδα.
- Πώωω, την έχω ακούσει από τη νύστα και δεν ξέρω τί μου λες.
- Ο Χρήστος από τότε που έγινε λοχίας την άκουσε στρατηγός. Καμία σχέση με όπως τον ήξερα.
Got a better definition? Add it!
Ήπιαμε πολύ... Κάποιος με κοπάνησε δυνατά...
Πολλοί ορισμοί.
Μου έσκασε μια μπάτσα και την άκουσα στέρεο ρε φίλε...
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε μια κατάσταση ή κάτι που είναι υπερβολικά ψαγμένο, τρελό, σουρεαλιστικό, καμμένο. Αντίστοιχα αναφέρεται στον εθισμό.
Got a better definition? Add it!
Ο μεθυσμένος. Κλασικός χαρακτηρισμός δεκαετίας και βάλε.
- Τι έγινε, θα βγούμε απόψε;
- Μπα, δεν την παλεύω. Πέρασε ο Γιάννης εχθές από το σπίτι και έγινα κόκαλο.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!