αριστεροφιλελές, αναρχοφιλελές

Εναλλακτικές ταμπέλες για τους φιλελέφτ.

Πρόκειται για συνομοταξία φιλελέδων με αριστερές ανησυχίες (αντικληρικοί, ελευθεριακοί, διεθνιστές, φουντικοί, φίλοι των ΛΟΑΤ) και δεξιές τσέπες (υπέρμαχοι του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ιδιωτικής περιουσίας, πολέμιοι του κολεκτιβισμού και σφόδρα αντικρά). Προξενούν αποτροπιασμό σε κάθε συντηρητικό, δεξιό τε και αριστερό.

Αριστεροφιλελέδες ή αναρχοφιλελέδες θα βρείτε εκεί που γαμιένται τα αναρχίδια με τσι βλαχοφιλελέρες.

Libertarian anarchists που λένε και στο χωριό μου.

1.
Δεν ήμουν ποτε ΣΥΡΙΖΑ! Κινούμαι στο χωρο της αριστεροκεντροδεξιάς! Είμαι αυτό που λέμε Αριστεροφιλελές!

2.

Σέβομαι την Ορθόδοξη παράδοση ως συγκροτητική της εθνοκρατικής υπόστασης και με αηδιάζουν οι αριστεροφιλελέ φραστικές χυδαιότητες κατά των ''τραγοπαπάδων'', του ''παπαδαριού'' κλπ.
(από το φουμπού)

3.
Ο αναρχοφιλελές παππούς κυνηγά την κοπέλα-κορμοράνο!

4.
Φιλελευθερισμος ή φορομπηξια εγραφε ενας αναρχοφιλελες σε τοιχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλοδώρημα, το πεσκέσι, ο άξιος μισθός. Επί τουρκοκρατίας, η αμοιβή των αρματολών· σήμερα, η μίζα των πάσης φύσεως παρακρατικών.

Πιο αδόκιμα: ναρκοσλάνγκ για τον μεσάζοντα διακινητή. Ο λουφές αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων και κατά κανόνα δεν είναι χρήστης. Καμία σχέση με το βαποράκι που μεταφέρει αλλά δεν διακινεί πράμα.

Εκ του τουρκικού ulufe (αμοιβή μισθοφόρου).

Βλ. και λουφετζής.

1.
«-Καπετάνιε,πάρε κι εσύ το λουφέ σου..» Ο Νικηταράς έπιασε το σπαθί,κοίταξε τα στολίδια του και το πέταξε μπροστά του. Είπε: «-Αυτός είναι ο λουφές της πατρίδας..» Αμέσως ένας-ένας άρχισαν να αφήνουν χάμω τα λάφυρα σχηματίζοντας ένα σωρό ,το πρώτο ταμείο του έθνους. Από τότε έχει να πάρει η πατρίδα λουφέ..

2.
Ποιος όμως είναι ο… λουφές της εξουσίας για τους νικητές; Κανείς δεν ξεχνά τη φράση του Βύρωνα Πολύδωραμ που είχε κάνει αίσθηση λίγο πριν την αναρρίχηση της Ν.Δ. στην εξουσία το 2004, που έκανε λόγο για «δέκα χιλιάδες κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν διορισμένα σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα». Η Νέα Δημοκρατία είχε υποσχεθεί προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους», αλλά δυστυχώς οι «κουμπάροι», οι «κολλητοί» και οι «ημέτεροι» δεν έλειψαν και πάλι...

  1. ♪♫ Περιμένω τον λουφέ μου
    26 ευρά ανά χείρας ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεσκούφωτο λουκάρισμα: όταν κάποιος αναγκάζεται να κρύψει μικρή ποσότητα σταφ στην σούφρα του χωρίς υπόθετο. Το χούσωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική και εφαρμόζεται μόνο σαν έσκατη λύση απελπισίας σε δύσκολη στιγμή. Δεν πρόκειται για μορφή λαθραίας διακίνησης ουσιώνε.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι το λήμμαν ετυμολογείται από τα καλιαρντά όπου η τρύπα λέγεται χους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταραβέρι (κυρίως ουσιώνε) στα ποδανά.

Το λήμμαν δεν δίνει γουγλοχτυπήματα αλλά καταγράφεται στο Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) ως εμβληματική ναρκοσλανγκιά.

- Ζειπαί ποτατί με τον Καυλαγόρα και κλιζιτρεί; Τον πάνε παπί-λοκώ στη λειαδού; Πήρε τον λοσπού από καμιά λατσού μεναγκό; Έχασε γκαφρά σε κακό ραβεριντά;
- Όχι, διάβασε στο σλανγκρρ λήμμα για τον Ντερριντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντζαρόσωστος: Δεν είναι αυτός που είναι σωστός περί το παντζάρι αλλά αυτός που σώθηκε από το παντζάρι. Δηλαδή ο παντζαροσωσμένος ή ο διά κοκκινογουλίου ή τεύτλου σεσωσμένος.

Σ.ς.: Τα τεύτλα σώζουν! Ρίχτε μια ματιά στα σχόλια της φραπελιάς να καταλάβετε.

- Είχα μια αιμορραγία που κόντεψα να πεθάνω. Αλλά η κυρα-Νίτσα να είναι καλά! Με δυο κιλά παντζάρια με συνέφερε!
- Σ' έσωσε θες να πεις!
- Μόνο; Μ' έκανε σωστό παντζαρόσωστο!

Σώζει ζωές (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1α. Μαγειρέματα = Μηχανορραφίες, ύπουλες, «υπόγειες» και δόλιες διεργασίες.

- Οι αποπάνω του ΔουΣου μαγειρεύουν μαζικές απολύσεις με στόχο και καλά την αναδιάρθρωση της εταιρείας.

1β. Μαγείρεμα = Παραποίηση, χάλκευση, νόθευση, αλλοίωση

- Θα μαγειρέψουμε τα νούμερα για να βγει θετικός ο ισολογισμός.

- Οι διαβόητες εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961 αποτελούν κλασική περίπτωση εκλογικών μαγειρεμάτων.

Οι δύο πιο πάνω σημασίες υπάρχουν όμως και στο Μπαμπίνο. Τα καλύτερα έρχονται.

  1. Μαγείρεμα της πρέζας. Όπως η ορίτζιναλ μαγειρική έχει τα διάφορα συμπράγκαλά της (κατσαρόλες κλπ) και υλικά, έτσι και η παραμύθα έχει τα δικά της, που λέγονται as we already know σέα. Και καταρχήν, η πρέζα, η πλέον διαδεδομένη συνθηματική λέξη για την ηρωίνη, είναι όρος της μαγειρικής και σημαίνει την δόση. Ο πρεζάκιας λέγεται και δοσάκιας, ενώ η πρέζα λέγεται και αλάτι, προφάνουσλυ από το πολύ συνηθισμένο «μια πρέζα αλάτι».

Το μαγείρεμα της ζαπρέ και η τελική της κατανάλωση είναι μια καθημερινά επαναλαμβανόμενη ιεροτελεστία, συχνά χρονοβόρα και επίπονη. Η σκόνη τοποθετείται στο κουταλάκι, του οποίου η στραβωμένη συνήθως λαβή προδίδει τη χρήση του. Εκεί γίνεται η επεξεργασία της, η μετατροπή της σε ενέσιμο διάλυμα προς ενδοφλέβια χρήση. Η σκόνη αναμειγνύεται με νερό και κάποιο οξύ: λεμόνι ή το γνωστό ξινό, υποκατάστατο του λεμονιού. Ακολουθεί το βράσιμο, με τη βοήθεια κάποιου αναπτήρα, και ιδού η αχνιστή καραμέλα, έτοιμη να μπει στη φυσούνα προς βάρεμα.

Το λεμόνι επαρκεί για τη διάλυση μόνο της καλά κατεργασμένης πρέζας και είναι φυσικά πολύ προτιμότερο από το ξινό. Το τελευταίο επιστρατεύεται όταν έχουμε σκουρόχρωμες πρέζες, επεξεργασμένες ατελώς, με λιγότερες χημικές αντιδράσεις. Λιγότερο ραφιναρισμένες και με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε όπιο. Λόγω του χρώματός τους, στη διεθνή των ναρκωτικών ονομάζονται και brown sugar. Περισσότερο αρρωστιάρα, η μπράουν σούγκαρ καταστρέφει τις φλέβες, ενώ και η χαρμάνα της (δλδ τα συμπτώματα στέρησης) είναι πολύ πιο επώδυνη. Μετά το μαγείρεμα, αφήνει ημιστερεά κατάλοιπα στο κουταλάκι, τα λεγόμενα μπάζα: μπορεί να είναι όπιο, σε μορφή λάσπης, συνήθως όμως πρόκειται για ουσίες νοθείας που δεν διαλύθηκαν. Γι' αυτό λένε πως ο πρεζάκιας μόνο στο κουτάλι βλέπει τι πράμα ψώνισε... Αν το μπάζο είναι όπιο, εννοείται δεν πάει στράφι. Ξαναβράζεται και ξαναματαβράζεται με ξινό: όλο και κάτι θα βγάλει, του πούστη. Το κάψιμο που προκαλεί είναι απ' τα λίγα.
Αντιθέτως, η περίφημη τάϊ (ταϊλανδέζικη πρέζα που παράγεται στο Χρυσό Τρίγωνο, κάτασπρη και κρυσταλλιζέ) διαλύεται με τη μία, χωρίς σχεδόν καθόλου μαγείρεμα. Αλλά που να βρεις τέτοιο μπερκέτι στην Ελλάδα...

  1. Μαγείρεμα, τέλος, είναι όρος που χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τη δουλειά τους οι ασχολούμενοι με την τέχνη της χαρακτικής, οι χαράκτες. Υπάρχουν πάρα πολλά είδη χαρακτικής, κι αν εξαιρέσεις την απλούστατη ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο (π.χ. Τάσσος), σχεδόν όλα βασίζονται στη χρήση οξέων και άλλων χημικών (aqua-tinta, οξυγραφία, τσιγκογραφία σε πλάκα ψευδαργύρου κλπ). Πολύ συχνά θα ακούσεις χαράκτες να παρομοιάζουν τη δουλειά τους με κουζίνα. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά της χαρακτικής από τις αδελφές εικαστικές τέχνες της ζωγραφικής (πιο εγκεφαλικής, αν εξαιρέσεις αφηρημένους εξπρεσιονισμούς και action painting) και της γλυπτικής (που ενίοτε προσομοιάζει σε βαριά χειρωνακτική εργασία).

«Αδειάζει τη σκόνη σε ένα κουτάλι. Με μια χρησιμοποιημένη σύριγγα προσθέτει νερό και λίγο ξυνό, ένα χημικό παρασκεύασμα που αντικαθιστά το λεμόνι και χρησιμοποιείται στη μαγειρική. Μας εξηγεί ότι είναι απαραίτητο γαι να διαλυθεί η ηρωίνη. Τα ανακατεύει με ένα σουγιαδάκι κι ύστερα ανάβει έναν αναπτήρα κάτω από το κουτάλι. Σε μερικά δευτερόλεπτα το περιεχόμενο του κουταλιού αρχίζει και βράζει. Μια μαύρη ουσία σαν υγρή πίσσα εμφανίζεται στον αφρό. Ο Γιάννης λέει ότι είναι οι βρωμιές με τις οποίες νοθεύουν το ναρκωτικό»
Από εδώ.

  1. Η «κουζίνα» της χαρακτικής χρειάζεται πολλά προαπαιτούμενα που δεν είναι μόνο εικαστικά.
    Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified