Η κόκα, το γαμήσι, το χρήμα.
- Τίγκα στο κοκό ήταν η Νίτσα χτες.
- Σήμερα δεν έχει κοκό, έχω πονοκέφαλο.
- Τέρμα το κοκό. Πρέπει να βρω καλύτερη δουλειά.
Η κόκα, το γαμήσι, το χρήμα.
- Τίγκα στο κοκό ήταν η Νίτσα χτες.
- Σήμερα δεν έχει κοκό, έχω πονοκέφαλο.
- Τέρμα το κοκό. Πρέπει να βρω καλύτερη δουλειά.
Got a better definition? Add it!
Ο μεθυσμένος.
Χτες πάλι σηκωτό τον έβγαλαν τον Μήτσο απο το μπαρ. Είχε γίνει σκνίπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο μεθυσμένος.
Όταν τα χάλασα με την Άννα, καθε βράδυ ήμουν στα μπαρ και γινόμουν πίτα. Μου κόστισε πολύ αυτός ο χωρισμός.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο μεθυσμένος.
Πήγα τις προάλλες στο μπάρ με τον Σταύρο, αλλά δεν το σηκώνει το ποτό ο καημένος. Στα 3 ποτήρια είχε γίνει στουπί.
Got a better definition? Add it!
Published
Μαστουρώνω και είμαι σε εγρήγορση.
- Ξενερώσαμε χτες με τον Σάκη, όλοι ήμασταν ντάγκλα και αυτός είχε μαστουρμπιάσει και μας τα ζάλισε...
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος που καπνίζει υπερβολικά πολύ.
Μου είπε ο γιατρός πως πρέπει να σταματήσω να καπνίζω σα φουγάρο και να ξεκινήσω γυμναστική αν θέλω να βελτιώσω τη φυσική μου κατάσταση.
Βλ. και Τούρκος, τσιμινιέρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Όπως και το φουγάρο δείχνει το άτομο που καπνίζει παρα πολύ.
Δεν τον αντέχω τον καινούργιο συνάδελφο στο γραφείο. Καπνίζει σαν τσιμινιέρα και μυρίζει όλος ο χώρος.
Βλ. και Τούρκος.
Got a better definition? Add it!
Published
Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».
Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!
Got a better definition? Add it!
Ιδίωμα χρηστών ναρκωτικών για το ηρεμιστικό ιδιοσκεύασμα «vulbegal».
- Ψηλέ, παίζει κάνα φάρμακο;
- Ναι, μπούμπλε και πράσινα...
Got a better definition? Add it!