Selected tags

Further tags

Χημείο / χυμείο:

  1. Περιγράφει μια κατάσταση όπου συναναστρέφεται πολύς κόσμος με διαφορετικές νοοτροπίες και κουλτούρες.

  2. Ο χώρος όπου φυλάει κάποιος τα ναρκωτικά του.

1.- Τι λέει η νέα δουλειά;
- Άστα... εντελώς χημείο η φάση. Τουλάχιστον τα γκομενάκια είναι καλά.

  1. - Ρε μαλάκα μάζεψε το χημείο, θα μπει η μάνα σου και θα πάει ταμπλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιξάκι, η πρέζα που πασάρουν σε κάποιον έχοντας βάλει μέσα δηλητήριο για να τον βγάλουν απ' τη μέση.

«Αγόρι μου, έχεις δει ποτέ να χτυπάνε ψάκι; Εγώ είδα κάποτε τον Κουτσοπόδαρο όταν τ' άρπαξε στο Φίλλυ. Είχαμε μοντάρει στο δωμάτιό του έναν καθρέφτη που βλέπεις από πίσω, σαν εκείνους στα μπουρδέλα και ταρίφα ένα διπλόμουντζο για να τον πάρουν μάτι. Απ' το μπράτσο τη βελόνα δεν την έβγαλε ποτέ.»

William Burroughs - Γυμνό Γεύμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μάγκικη διάλεκτο, το αραίωμα της κοκαΐνης με άλλη ουσία.

Τι μαλακίες είναι αυτές ρε! Ποιος έκοψε την κοκαΐνα μου με χάρπικ;

Δες και κόψιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασμένος στον υπέρτατο βαθμό, κυρίως από ξίδια κι ενίοτε από ντράγκια (βαρβιτούρες κλπ).

Συνήθως καβατζάρει παγκάκι για να βγάλει το βράδυ του.

-Χούφτιασ'τη μαλάκα! Κόκαλο το γκομενάκι!
-(ΦΦΡΡΑΑΠΠ!) Αύριο θα ψάχνει για υμένα και πορτοφόλι. ΔΕ ΜΑΣ ΧΑΛΑΣΕΕ! χεχεε! -χεχεχεχε!...

«Κόκαλο με λένε και είμαι όλο λιώμα απ' το μπουκάλι του κρασιού αφήνω μόνο πώμα»

Νότια Μπάχαλα (lyrics)

(από OstySan, 16/05/10)

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάφος, τσιγαριλίκι. Βγαίνει από το «γάρος» (το οποίο βγαίνει από το «τσιγάρο»).

Τι θα γίνει, θα πιούμε κανα ρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν εχεις πιει τον κώλο σου είτε απο ουσίες είτε απο ξύδια μα περισσότερο απο ουσίες και έχεις γίνει ένα με το πάτωμα.

-Μη συνεχίζεις τρείς-μία με το αλβανό και τα κοκορέτσια, θα κωλιάσεις εγγυημένα ψηλέ!

Got a better definition? Add it!

Published

ΝΟΣ, αλβανικό, σκατά, τόγκα, φτηνόπραμα, αροξόλ.

Το φτηνό χόρτο από Αλβανία που πάντα σε φτιάχνει σκατά και νιώθεις σαν κατσαρίδα που έφαγε τέζα αλλά τι να κάνουμε που δεν είχες φράγκα.

- ΓΚΟΥΧ ΓΚΟΥΧ! πώωω πάλι τσίφσα...; Καλά σκάσ' το.

βλ. και νόζι, Τίρανα Χέιζ (Tirana haze), albanian haze

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυτιά light, για τη γεύση, ίσα να την δεις.

- Κάτσε να δοκιμάσω ρε μαν ενα γιούφ μόνο!
- Είπαμε να δοκιμάσεις μόνο, εσύ το πήρες εργολαβία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκό σανέλ ή αλλιώς κοκαΐνα, την πίνουν πλούσιοι, φτωχοί, celebrities, πιτσιρικάδες, gay, ΟΛΟΙ. Άλλοι φερμάρουν για να την βρουν, άλλοι πουλάνε, άλλοι στήνονται. Ακριβό, καλό και σκληρό ντρόγκι.

-Κολλητέ θα φύγουμε για παραλιακή; Άντε βαρέθηκα!
-Άραγκον ψηλέ, σπάμε τη φρίμπα μας, πίνουμε ενα γιούφ και το ουισκάκι μας και φεύγουμε αλεμάο...

(από Khan, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως μετά το κώλιασμα έρχεται το κόλιαντρο.

Κόλιαντρο γίνεσαι όταν μετά απο πολλά τσιγάρα ξεπερνάς πρός το υπερβολικό το αρχικό κώλιασμα του τσιγάρου που σε έπιασε φυσιολογικά και συνεχίζεις πίνοντας και φτάνεις στο υπέρτατο σημείο που δεν καταλαβαίνεις τίποτα.

Επιθεωρητής κόλιαντρο είναι ο παλληκαράς στην παρέα σου που όταν δεν καταλαβαίνει κανείς πού είναι τα χαρτάκια και τα βλέπετε για βαρκούλες, σκάει απο το πουθενά σα να μην ήπιε όσο εσείς και συνεχίζει να στρίβει και να μην την ακούει με τπτ... Τυχερός; Μπα...

Μαλάκα κόλιαντρα γίναμε πάλι, άντε να δούμε ποιος θα κάνει τον επιθεωρητή αυτήν τη φορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified