Ο μπάτσος, δηλαδή ο αστυνομικός στα ποδανά (=ανάποδα).

Πάμε να φύγουμε γιατί θα σκάσει κανένας τσομπάς και θα μπλέξουμε!

Βλ. και τσοσμπά, τσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός άνθρωπος (συνηθέστερα χρησιμοποιείται για γυναίκες).

Κοίτα πώς έχει παχύνει αυτή!! Έχει γίνει σκέτη ντρόσχω από το πολύ φαΐ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συλλαβικός αναγραμματισμός της λέξης τρε-λός.
λοστρέ=τρελός

-Κοίτα ρε τι πάει να κάνει ο άνθρωπος... Καλά, είναι λοστρέ;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μαλάκας στα ποδανά.

Ρε λακαμά! Ρεπά το λοπού ρε!

«Οταν θα καταλάβεις τί τσαμπουνάς, θα δείς πως είσαι ούφο και λακαμάς...» Μηλιώκας, σε στίχους Παύλου Τάσιου, μουσική Χατζηνάσιου (1986) (από vikar, 02/07/12)

βλ. και σαλάκας, μακάκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραφλός.

Καλώς τον φίλο μου τον ραφλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συλλαβικός αναγραμματισμός της λέξης γκόμενα.

Γνώρισα χθες μια μεναγκό σούπερ!

(από Vrastaman, 27/05/10)αν ο κόσμος ήταν μεναγκό... (από MXΣ, 27/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντετμημένος συνδυασμός του χαζός και βλάκας στα ποδανά (ως έχει και για τα δύο φύλα).

-Ωραίο γκομενάκι ρε συ αυτή η Ναταλί... (sic)
-Ωραία είναι αλλά λίγο ζόσβλα...

-Ζόσβλα είσαι ρε μαλά...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νηφάλιος στα ποδανά, ή κατά το αναγραμμαντείο.

Πηγή: Παυλέας.

Είστε φαλήνιοι, ή τρίπιτο πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός που χρησιμοποιείται για χαρακακτηρισμό γκόμενας.

Πρόκειται για αναγραμματισμό τη λέξεις πουτανίτσα και χρησιμοποιείται αντ' αυτής συνηθως σε καβγάδες.

Aν η γκόμενα ειναι ξανθιά και αναρωτηθεί τι εννοείτε, μπορείτε να την διαβεβαιώσετε ότι πρόκεται για γνωστή κινέζικη φράση με σημασία της επιλογής σας.

Πάλι χωρίς βρακί γύρισες μωρή; E, είσαι τσανιτάπου... πάει τέλειωσε!

Δες ακόμη: τσανιτάπου, ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Λάκης, ο λεμές, ο λιλίκος, κοινώς ο φλώρος.

Ο βλάχος ο μεγάλος, ο μπουρτζόβλαχος.

- Πού 'σαι ρε χοβλά; (ή χοβλί)

- Πούς α χοβλά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified