Σημαίνει «αυτός που πολεμάει από μακριά», βλ. και τηλεόραση, τηλεκουμάντο κ.ο.κ.

Στην εποχή μας περιγράφει τον δειλό που τσαμπουκαλεύεται να τσακώνεται με όλον τον κόσμο στο Ίντερνετ εκ του ασφαλούς PC του, λ.χ. e-λληνάρα.

Με λίγα λόγια αυτό που ο Χαλικούτης όρισε ως pussy-fighter σε σχόλιο στο λήμμα μουνομάχος.

Σε φόρουμ που πόσταρα, ένας είχε επίτηδες το νικ «Τηλέμαχος», επειδή του άρεσε να γκρινιάζει για τα πάντα και να τσακώνεται επιθετικά με όλον τον κόσμο. Είχε πάντως χιουμοριστική αυτογνωσία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός του όψιμου νεο-Αεκτζή που έμαθε την ΑΕΚ το 2004, την εποχή που έγινε trendy και μόδα απο τον γνωστό κοντοπούτανο κοκάκια.

Ο κομήτης χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι είναι ξερόλας,το παίζει ότι είναι η Δομή στα ποδοσφαιρικά, έχει άποψη επί παντός επιστητού όσον αφορά την ομάδα της ΑΕΚ, παρακολουθεί μόνο ποδόσφαιρο γιατί νομίζει ότι μια ομάδα είναι μόνο η ΠΑΕ και συνηθίζει να συχνάζει πίσω από την οθόνη του υπολογιστή του. Έχει 300.000.000 posts σε γνωστό κομητοφόρουμ και το μόνο που έχει κάνει για την ομάδα του είναι restart στον υπολογιστή του.

Είναι τζάμπα μάγκας, με ύφος σαράντα καρδιναλίων αλλά, κατά βάση, είναι μια κότα που κρύβεται.

Τέλος, να προστεθεί ότι κατά βάση είναι Πανιώνιοι, Εργοτέλης, Λάρισα και ο,τιδήποτε άλλο, έχοντας μάλιστα οι περισσότεροι κομήτες εισιτήρια διαρκείας στις εν λόγω ομάδες.

  1. - Ρε μαλάκα, πάλι ο καρδινάλιος γράφει παπαριές στο κομητοφόρουμ.
    - Έλα μωρέ τώρα, ποιός ασχολείται με τον κομήτη, τον ανύπαρκτο.

  2. - Η ΑΕΚ πάει κατά διαόλου, φίλε.
    - Ναι, αλλά πού θα είμασταν το 2004;
    - Καλά, γάμα το, είσαι κομήτης.

  3. ('Εξω από σύνδεσμο) ΚΟΜΗΤΕΣ ΓΑΜΙΩΣΤΕ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που φοβάται πολύ, ο φοβιτσιάρης, ο δειλός.

- Ρε, πάμε αύριο να κάνουμε Extreme Snowboard;
- Έεεμμ, άστο καλύτερα, δεν...
- Άντε ρε κλανίκουλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ανδρός που απλώς περιφέρεται γύρω από γυναίκα, η οποία αφήνει τεχνηέντως να πλανάται στον αέρα η πιθανότητα του sex, χωρίς όμως να έχει το θάρρος για τα περαιτέρω. Αρκείται απλώς στη μυρωδιά που αναδύεται από την «ευαίσθητη περιοχή»... Σχεδόν πάντα είναι παρατρεχάμενός της και της κάνει θελήματα.

Τον έχει για θελήματα κι' αυτός αντί να την κουτουπώσει, τη μυρίζει μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φοβητσιάρης.

Μα καλά τι χέστης είσαι εσύ; Φοβάσαι να πας στην αποθήκη να σκοτώσεις μια κατσαρίδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κότα λειράτη (απο το λειρί), πολύ δειλός.

-Μόνο κότα; Κότα λειράτη σου λέω, μεγάλος χέστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δειλός άνθρωπος.

  1. - Ααα ρε κότα λυράτη...

  2. - Θα έρθεις ρε μαλάκα να μιλήσουμε στις γκόμενες, ή θα κάνεις πάλι την κότα;

  3. - Τι μιλάς ρε κότα;

μάγκας ή κότα ; (από xalikoutis, 23/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified