Further tags

Αρχικά, κάτοικος των Σπάτων. Πλέον αναφέρεται σε τύπο που οδηγάει πειραγμένο αμάξι με σπόιλερ, αεροτομές, μπλάκ λάιτ και ηχοσύστημα το οποίο παίζει στη διαπασών σκυλάδικα. Αγαπημένα θέματα συζήτησης: το αυτοκίνητό του, κόντρες στη Βούτα, μπάλα, γκόμενες. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τον παρατηρήσεις ... εξάλλου, αυτός είναι ο σκοπός του.

Βλ. και κάγκουρας.

-... Άσε με μωρέ με το σπατάνι ...τι με νοιάζει εμένα πόσα άλογα πιάνει τ' αμάξι του.

ρατσιστικό αλλά, damn, αυθεντικά καγκούρικο (από xalikoutis, 09/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον δρόμο, αυτός /-ή που οδηγεί αργά και παρεμποδίζει.

(αφού πατηθεί η κόρνα για κανα λεπτό) - Άντε μωρή κότα προχώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής. Από την «ταρίφα», το κόμιστρο δηλαδή της «κούρσας». Συχνά αναφέρεται και ως Κίτρινη Φυλή (από το κίτρινο χρώμα των ταξί στην Αθήνα), ταριφόπουλος και ταρίφογλου.

  1. Καθώς οδηγούσα στην Αλεξάνδρας πετάγεται ο ταρίφας από το στενό χωρίς καν να κοιτάξει. Του 'χωσα δυο φάσκελα και κάτι μπινελίκια και ηρέμησα.

  2. Αύριο έχουν απεργία οι ταρίφες, άδειοι θα είναι οι δρόμοι.

Ο Ταρίφας, με τον Σωτήρη Τζεβελέκο (από mpiftex, 05/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O οδηγός ταξί. Ακούει πάντα σκυλάδικα, επίσης ανταποκρίνεται στο savoir vivre του Έλληνα οδηγού και σε όλους τους χαρακτηρισμούς που επιβάλλει αυτό. (Λέγεται και Κίτρινη Φυλή)

- Κοίτα τι κάνει ο μαλάκας ο ταρίφας, ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλογομούρης. Αυτός με μακρόστενη φάτσα. Χαρακτηρίζεται από μεγάλο, μακρύ πηγούνι: το μήκος από το κάτω χείλος μέχρι την άκρη του πηγουνιού ισούται ή είναι μεγαλύτερο του μήκους από το κάτω χείλος μέχρι την κορυφή της κεφαλής. Βγαίνει από το γνωστό προπονητή με αντίστοιχο προσωπότυπο.

- Κοίτα το γκομενάκι με τι αλογομούρη είναι....!
- Γκμοχ σκέτος ο δικός σου, χαχα!

(από Cunning Linguist, 07/06/08)Και η περιφερειάρχης Ρένα Δούρου αποκαλείται μειωτικά ως γκμοχογκόμενα. (από Khan, 26/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση μέθης. Προέρχεται από παρομοίωση της χαρακτηριστικής γυαλάδας ματιών μετά από κατάχρηση ουσιών, αλκοόλ κλπ, με την αντίστοιχη μιας καλογυαλισμένης ζάντας 21''. Συντάσσεται και με το ΦΕ. Εξαιρετικά δόκιμη χρήση στα πέριξ Θεσσαλονίκης.

Πίναμε, πίναμε, πίναμε, ζάντα γίναμε. ζάντα ΦΕ, σου λέω.

Κάποιος έγινε ζάντα χτες βράδυ... (από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της γνωστής φίρμας με φορτηγά, εδρεύουσας στην Αθήνα, αποτελεί και μειωτικό χαρακτηρισμό για παχουλή γυναίκα που έρχεται με φόρα.

Μιχάλη στη μπάντα, θα σε περάσει κοντοσούβλι ο γιαμαρέλλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βολιώτης νεαρός, αναγνωρίσιμος από ιδιόμορφη εξωτερική εμφάνιση, συμπεριφορά και τρόπο διασκέδασης.

Εμφάνιση:
Ασυνήθιστη κόμμωση με βασικό γνώρισμα την μεγάλη ποσότητα τζελ και ενίοτε μερικές τούφες βαμμένες σε άλλο χρώμα.
Το πιο συνηθισμένο ρούχο είναι το «trendy» εφαρμοστό αμάνικο μπλουζάκι.

Συμπεριφορά:
Ο σωστός ο κάγκουρας δε σηκώνει ούτε μύγα στο σπαθί του, και αν κάποιος τον προσβάλει μπορεί ακόμη και να καταφύγει στην βία... αλλά βασική προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι να έχει μαζί του μερικούς ακόμη κάγκουρες ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να δεχτεί κάποιο χτύπημα!

Τρόπος διασκέδασης:
Κάθε κάγκουρας που σέβεται τον εαυτό του, τα βράδια καβαλάει το παπάκι του και πηγαίνει να συναντήσει τους κάγκουρες φίλους του έξω από το Cocoon για να φάνε πεϊνιρλί με ουγκαρέζα. Στις 23:00 θα έχει ήδη επιστρέψει στο σπίτι. Το παπάκι του φυσικά και είναι βελτιωμένο: χωρίς σιγαστήρα στην εξάτμιση, μαύρη ζελατίνα στα φώτα και πράσινες λάμπες.

-Αμάν πια, βαρέθηκα να περνάω από αυτόν τον δρόμο, έχει γεμίσει κάγκουρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο την λέξη «βροντή». Αυτός που πέφτει ή τρακάρει με μοτοσυκλέτα. Κατά το πέσιμο ή το τρακάρισμα παράγεται ένας δυνατός ήχος. Μια βροντή. Εξ ου και το βρόντακας.

-Ο βρόντακας πήγε και βρόντηξε πάνω στο πεζοδρόμιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χεράς είναι ο πολύ καλός και γρήγορος οδηγός, αυτό που οι περισσότεροι αποκαλούν πιλότος.

Αναφέρεται κυρίως για οδηγούς μηχανών και αυτοκινήτων. Κύριο χαρακτηριστικό του χερά είναι ότι ό,τι και να οδηγεί πάει ΠΟΛΥ γρήγορα, ενώ παράλληλα δεν έχει διδαχθεί την τέχνη και είναι εκ φύσεως γρήγορος.

- Μιλάμε, πέρασε «φίλε» από το τοιχάκι γλιστρώντας και βγήκε στην ευθεία με τους τροχούς ίσιους. Πολύ «χεράς» το παλληκάρι.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified