1. Βασίλης Σαλέας. Ο γνωστός Τσιγγάνος λαϊκός κλαρινοπαίχτης. Επίσης με το ίδιο όνομα και επίσης κλαρινοπαίχτης δημοτικών τραγουδιών (και το γνωρίζουν λίγοι) ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος-Σαλέας (1929-1972).

  2. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε γυναίκα, η οποία έχει μεγάλη εξειδίκευση, πολύ υψηλή τεχνική στον στοματικό έρωτα, αλλά και αγάπη σ'αυτό που κάνει. Παίζει τόσο αριστοτεχνικά το αντρικό μόριο στο στόμα της που πραγματικά θυμίζει το κλαρινοπαίξιμο που μαγεύει μικρούς και μεγάλους του γίγαντα Βασίλη Σαλέα. Είναι επαγγελματίας, καταξιωμένη και με μετάλλια στον χώρο της πίπας.

- Φτηνό πολύ το 'ρδέλο που πήγαμε χθες και λίγη ώρα κάτσαμε αλλά περάσαμε καλά τουλάχιστον.
- Ναι ρε φίλε. Τι πίπα ήταν αυτή που έκανε η τανάπου, ένα τέταρτο μου τον είχε στο στόμα. Ο Σαλέας ήτανε;

(από Mpiliardakias, 03/04/14)(από Mpiliardakias, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισπανικά και κλαρίνο, δηλαδή, βυζομαλακία και τσιμπούκι, είναι το δίπτυχο μόρφωσης και καλλιέργειας των θηλέων νέας κοπής που βρίσκεται στον αντίποδα του «γαλλικά και πιάνο» (ενώ είναι συνώνυμο του σλανγκοπολιτογραφημένου ειρωνικού με γαλλικά και πιάνο). Στα διαδίχτυα η φράση κυκλοφοράει κυρίως σε συμφραζούμενα μιζερομίζερων ανδρών που ξιφουκλούν επειδή τα καλά κορίτσια όταν μεγαλώσουν εξελίσσονται εις πουτάνας.

Αυτό που μου αρέσει στην έκφραση είναι ότι ακόμα κι αν αφαιρέσεις τα σεξουαλικά νοήματα μια χαρά στέκει ως περιγραφή ενός λατέρνατιβ λαϊφο-στάιλ.

- Αυτή μεγάλωσε με γαλλικά και πιάνο αλλά με το που πήγε φοιτήτρια το γύρισε σε ισπανικά και κλαρίνο. - Θες να πεις ότι όταν πέρασε Γιάννενα ανακάλυψε την ηπειρώτικη ρίζα μέσα της, αλλά πήγε εράσμους για να βελτιώσει τη γλώσσα;

(από Khan, 01/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα όφωνο αλλιώτικο απ' τ' άλλα. Με αυτό, ορισμένες αξιέπαινες κυρίες που ζουν ανάμεσά μας, δίνουν κανονικά ρεσιτάλ. Ο λυτρωτικός και καθαρτικός χαρακτήρας μιας υψηλής τέχνης απαιτήσεων.

Το πέτσινο μικρόφωνο θέλει να το πονάς, θέλει να το ματώνεις. Η επιτυχία στο άθλημα επ' ουδενί πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Απαιτείται μακροχρόνια τριβή με το αντικείμενο, στοχοπροσήλωση, συνέπεια και συνέχεια. Πάνω απ' όλα πρέπει να το αγαπάς το άθλημα. Όχι «πιάσαμε όλοι από 'να μαρκούτσι και την είδαμε τραγουδιστές». Όχι αγάπη μου, δεν είναι τόσο απλό.

Όροι επομένως όπως πέτσινο μικρόφωνο, κλαρίνο ή βουκολική φλογέρα, υπογραμμίζουν τον εξόχως συναγωνιστικό χαρακτήρα της εν λόγω αγαθοεργού και θεαρέστου πρακτικής. Δεν είμαστε όλες ίσα κι όμοια, πώς να το κάνουμε. Άλλες το 'χουν, άλλες δεν το 'χουν. Όπως σημειώνω και στα παραδείγματα εδώ, η πεολειχία ελάχιστα απέχει από την αναγόρευσή της ως επισήμου ολυμπιακού αθλήματος. Τα όργια (διαγωνισμοί τσιμπουκιού) που έκαναν οι αγγλίδες σε θέρετρα όπως Φαληράκι Ρόδου, Λαγανάς Ζακύνθου, Κάβος Κερκύρας κ.ο.κ., δεν σοκάρουν όπως παλιά την ελληνική καθημερινότητα.

Και μια τελευταία βελτσιά, έτσι να μην ξεχνιόμαστε: οι πεολειχιάστρες αποτελούν τους σύγχρονους συνεχιστές μιας μακράς και αγλαούς προφορικής παράδοσης, εκπρόσωποι μιας αειθαλούς κουλτούρας προφορικότητας. Παράδοση που ξεκινά απ' τον Όμηρα, τους ραπ-σωδούς και τους αοιδούς, την αρχαϊκή ποίησις της Σαπφούς και του Αλκμάνα, συνεχίζεται εν τη Ρωμανία με τον Διγενή Ακρίτα και τα λοιπά άσματα του ακριτικού κύκλου, περνάει κι απ' τα Δημοτικά Τραγούδια. Με τις υγείες σας.

- Θυμάσαι κάτι χαρακτηριστικό που σου έχουν πει για τον κώλο σου;
- Πολλά έχουν πει: «Ποπο κωλάρα!», «Τι κωλάρα είν' αυτή!», «Να σε σκίσω!» κλπ. Δεν μ' αρέσουν όμως αυτές οι ατάκες...
- Τραγουδάς στο μπάνιο σου;
- Όχι, δε μ' αρέσει.
- Έχεις τραγουδήσει ποτέ στη ζωή σου με πέτσινο μικρόφωνο;
- Τι εννοείς; (σ.σ.: γέλια) Σα δε ντρέπεσαι!

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από συνέντευξη μιας κάποιας κιουρίας Μάρσιας Αλεξάνδρου, η οποία φωτογραφίζεται με αδαμιαία περιβολή στο MAXIM Δεκεμβρίου (αυτό με τη Σάσα Μπάστα). Όποιον ενδιαφέρει, ας ρίξει μια ματιά εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified