Further tags

Λέγεται όταν διαφαίνεται ζόρι, αποτυχία, χασούρα στον ορίζοντα και, γενικά, όταν υπάρχει αρνητικό προαίσθημα.

Δηλαδή = θα φάμε πούτσα (μεταφ.).

-Τί έγινε ρε; Πώς τα βλέπεις με την καινούρια δουλειά;
-Πούτσα το μενού φίλε. Το αφεντικό είναι μουλάρι του πυροβολικού. Θα μου αργάσει το τομάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπήδηκτη μαθήσεως: σύνθετος επιθετικός προσδιορισμός αποτελούμενος από την πρόθεση «ανά» και το ρήμα «πηδιέμαι».

Διαφέρει ελαφρώς νοηματικά από την γνωστή φράση «ανεπίδεκτη μαθήσεως» και χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις μαθητριών που είναι τόσο στόκοι, ώστε παρόλες τις συνεχείς αναπηδήσεις τους σε πέη καθηγητών τους με αντάλλαγμα τα θέματα των τελικών εξετάσεων, μένουν στην ίδια τάξη.

-Αμάν ρε παιδί μου, αυτή η Λίτσα μέχρι και τον επιστάτη είχε πάρει, πώς έμεινε στην ίδια τάξη; Είναι ανεπήδηκτη μαθήσεως!
-Και καραπουτανάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση με κυριολεκτικό περιεχόμενο και ελαφριά δόση υπερβολής που χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό πολύ κοντής γκόμενας. Δηλαδή, ότι είναι τόσο κοντή που για να σου πάρει πίπα δεν χρειάζεται καν να σκύψει.

Βέβαια η φράση αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αρσενικά που έχουν ύψος ένα κι ένα milko (δηλαδή εξίσου κοντοί) για ευνοήτους λόγους.

Η πίπα όρθια είναι το ακριβώς αντίθετο της αλόγας.

Με την ίδια λογική θα μπορούσε να υπάρχει και η φράση γλύφομούνι όρθιος.

- Πόπο ρε παιδί μου, αυτή η Βαρβάρα είναι τόσο κοντή.
- Πίπα όρθια δηλαδή, αλλά τι μιλάς και εσύ; Ένα μέτρο και ένα μίλκο είσαι!

Βλ. και Π.Τ.Ο., Π.Π.Ο., όρθιο τσιμπούκι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χειρίζεται την μπάμια στο μπουρντέλο, δηλαδή ο λεκανατζής, το πουστρόνιον το λεκανηφόρον.

Α να χαθείς, ρε μπαμιάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαπωνική τέχνη, κατά την οποία η γυναίκα παίρνει το γεύμα της με λίγο σπέρμα ή το πίνει σαν το γαλατάκι.

Αυτό το μωρό εκεί πέρα, θέλει ένα γκοκούν να στρώσει!

Got a better definition? Add it!

Published

Αφιερώνομαι σε μονογαμία.

Έχω ρομαντική / συναισθηματική σεξουαλική επαφή.

Μην μουνογαμιέσαι πολύ γιατί θα βαρεθεί το γκομενάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.

Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.

Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.

  1. Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;

  2. Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!

(από proteas1992, 29/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος που κυνηγά νεότερους για να πνίξουν κουνέλια.

Το είδες το πουρό τον 68ρη! Κυνηγά την Εμμανουέλα, τον Μανωλίνο μας! Για τη WWF είναι η αρκουδίτσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ξεχνάς τα προφυλακτικά στο αυτοκίνητο και κάνεις χωρίς αυτά τη φάση.

- Τι έγινε χτες με τη Χαρά;
- Τι να σου πω! Ξέχασα τα προφυλακτικά στο αυτοκίνητο και το κάναμε μπέρμπακ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όμορφος άνδρας ανεξαρτήτου ηλικίας χωρίς να είναι κατ' ανάγκην αρρενωπός. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι, πως οι γυναίκες που έχει σχέση, τον θέλουν, παρότι δεν είναι πιστός. Σημειωτέον ότι συνήθως έχει ταυτόχρονες σχέσεις και όχι ξεπέτες.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: επίφαση τρυφεράδας ρομαντισμού και μεγάλου έρωτα. Επίσης δεν εκμεταλλεύεται τις γυναίκες για οικονομικό ή κάθε άλλου είδους όφελος.

- Μα τι βρίσκουν οι γκόμενες του Κώστα; τί έχει ο πούστης και εχει καψουρέψει την Νίκη και την Γιάννα;
- Μάλλον είναι γλυκοπούτσης.

Βλ. και γλυκοψώλης, γλυκοτσούτσουνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified