Further tags

Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.

Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.

- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χείλος του γυναικείου αιδοίου. Χρησιμοποιείται και σαν βρισιά.

Κοινώς:
Έχω μια ελιά στο μουνόχειλο.

Βρισιά:
Άμα σε πιάσω ρε μουνόχειλο θα σε σκίσω!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο υπερβολικά γκομενιάρης, αυτός που το μόνο που σκέφτεται όλο το 24ωρο ειναι οι γυναίκες.

-Την είδες την καινούργια του Μάκη;
-Καινούργια; Πότε πρόλαβε ο πούστης;
-Αφού τον ξέρεις ρε, ειναι τρελός μουνάκιας!

Βλ. και φούστης.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρίζει κυρίως άτομα θηλυκού γένους με μειωμένες νοητικές ικανότητες και χαμηλό δείκτη iq... Συνήθως πατώνουν στα μαθηματικά (και γενικότερα στις θετικές επιστήμες) αφού το 1+1 το θεωρούν άλυτο μυστήριο... ενώ κατά έναν περίεργο λόγο διαπρέπουν στα θεωρητικά μαθήματα... Περισσότερες πληροφορίες στα φροντιστήρια «ΠΑΝΝΙΚΟΣ».

Χρησιμοποιείται ακόμα για γυναίκες που είναι απλά χαζές και είναι μουνιά.

Χαζή + μουνί (θηλ.) = χαζομούνα

καθηγητής: Γινόμενο 2 αγνώστων χ και ψ ίσον με -12. Τι συμπεραίνουμε από αυτό, χαζομούνα μου;
χαζομούνα: Ή το χ = -12 ή το ψ = -12...

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει άτομα που δεν έχουν στόχους, οράματα και που δεν προβληματίζονται ούτε για το παρόν ούτε για το μέλλον τους... Γενικότερα έχουν γραμμένους τους πάντες και τα πάντα... Αγαπημένο τους hobby το ξύσιμο των όρχεων... Συνήθως άτομα που δεν αξίζει να εμπιστεύεσαι ή να τους αναθέτεις εργασίες... Αποφύγετέ τους ευγενικά (σας έχουν γραμμένους έτσι κι αλλιώς)...

- Ρε μαλάκα, τέλειωσες με τις δουλειές;
- Μπάαα....
- Καλά ρε μαλάκα, τίποτα δεν κάνεις όλη μέρα; Τόσο γραφαρχιδιστής είσαι;

Βλ. και σταρχιδιστής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγάμητη, αυτή που σου βγάζει το άχτι για να την πηδήξεις (όλο μη και μη είναι). Επίσης χρησιμοποιείται και σαν έκφραση για κάποια που έχει πολύ σεμνό λουκ και μοιάζει με την προαναφερθείσα περιγραφή.

  1. Καλά, άσε μου λίγο να σου πιάσω τα βυζάκια, σαν την μυξοπαρθένα κάνεις!

  2. Πω, πω χάλια είναι αυτή ρε! Αυτή είναι μυξοπαρθένα!

(από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι συνώνυμο του αρχιδόπουστα.

(Αρχιμήδης) - Πόσα πληρώσατε χθες στα Άστρα με τόσα σφηνάκια;
(Ανέστης) - Άσε... το πουτανόσπερμα ο Μπάμπης δεν μας έκοψε ούτε ένα ευρώ.

Δες πουτανόπαιδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει ξεφύγει από τα όρια της επιτρεπόμενης μαλακίας.

Σε αγώνα πινγκ-πονγκ, πάνω στο ματς πόιντ, ένας τύπος πρώτη σειρά σηκώνεται όρθιος γιατί του έπεσε η πορτοκαλάδα πάνω του. Τότε πρέπει να φωνάξεις «ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ ΡΕ ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΣΤΑ!».

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ ωραίος άντρας, αντίθετο του κάγκουρας.

Χρησιμοποιείται και σε συγκριτικό ή υπερθετικό βαθμό.

Συνώνυμα: καυλούρι, καυλιάουρας.

Ο αδερφός σου είναι και πολύ μεγάλος καύλουρας!

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα ελευθέρων ηθών.

Φέρε κανά καρακλανίδι στο πάρτυ να γουστάρουμε.

Got a better definition? Add it!

Published