Selected tags

Further tags

Η χάλια κατάσταση ενός αντικειμένου ή ατόμου.

Η σερβιτόρα παραπάτησε και μου 'φερε το δίσκο στο κεφάλι και μ' έκανε μουνί καπέλο! Η καριόλα...!

Μουνί capello (από panos1962, 06/11/09)(από Khan, 16/01/14)

Δες και καπέλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ήττα.

- Χτες δεν ήταν ο τελικός; Πώς τα πήγατε; - Άσ' τα να πάνε, πήραμε τον πούλο. Δεν θέλω να το θυμάμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω. Συνήθως λέγεται υβριστικά σε κάποιον ώστε να φύγει, να μας αδειάσει την γωνιά. Πλέον χρησιμοποιείται και χωρίς τον υβριστικό χαρακτήρα. Μερικές φορές λέγεται απλά και παίρνω πούλο.

  1. - Πάρε τον πούλο ρε ηλίθιε που ήρθες να μου πεις πώς θα κάνω την δουλειά μου! Άντε, δρόμο!!

  2. - Παιδιά εγώ παίρνω τον πούλο γιατί πήγε αργά και ποιος την ακούει την Κατίνα στο σπίτι!

Να και η κυριολεκτική σημασία της έκφρασης, από μια καρτ-ποστάλ που βρήκα στην Ολυμπία! :D (από Cunning Linguist, 19/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω, την κάνω. Από το παίρνω τον πούλο.

Εγώ την πουλεύω, γιατί είχα πει στην Τόνια πως θα πάω να δω τους γονείς μου και αν με δει εδώ, θα γκρινιάζει μέχρι αύριο.

(από Khan, 12/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... Από το «ρουφάω» και «κλάνω» -...ευνόητα τα περαιτέρω.
... Αναφέρεται, τόσο ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ (στους αρεσκόμενους στην συγκεκριμένη πράξη) όσο και -κυρίως- μεταφορικώς με απαξιωτική έννοια...

  1. Ωχ... καημένε, αυτή τη ρουφοκλάνα βρήκες και τη βλέπεις και σα γκόμενα;

  2. Καλά... Τι περιμένεις από αυτόν τον ρουφοκλάνη... Τάξε του θέση, και δεν θα 'χει κανένα πρόβλημα...

Ντέλα Ρουφοκλάνη (από Vrastaman, 24/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αμφιφυλόφιλος, ο αρεσκόμενος τόσο να τον «δίνει» όσο και να τον «παίρνει», (με άτομα του ίδιου φύλου, βεβαίως-βεβαίως!).

Στην καθομιλουμένη, κάτι χειρότερο από τον πούστη, υπό την έννοια ότι ο ένας έχει προκαθορισμένα «γούστα», ενώ ο άλλος είναι «απρόβλεπτος».

  1. - Ωχουουου!!!! Άσε με που μου αναφέρεις αυτόν τον μπινέ.

  2. - Ξέρεις τι μπινές είναι αυτός... Μακριά!

Ἀλφρέδος Μπινές (από aias.ath, 03/12/09)Mr Bin (από aias.ath, 05/12/09)Mr Ibn (από aias.ath, 05/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...Ο αυνανιζόμενος με τον κλασικό τρόπο, εκτελών παλίνδρομον κίνησιν!...

(Προφανώς νησιώτικο, που συμπλέκει την«τρόμπα» άντλησης νερού από τη βάρκα, που έχει χαρακτηριστική κίνηση, και «μαρίνα» - το μέρος σύναξης σκαφών..)

... -Άστον τον τρόμπα, ρε...
... -Καλά, μ' αυτόν ασχολείσαι; Αυτός είναι τρομπαμαρίνας!!

Τρόμπα Μαρίνα (από panos1962, 07/11/09)

τρόμπα μαρίνα ονομαζόταν παλιά η μπουρού (τηλεβόας) που διέθεταν τα ναυτικά σκάφη (κυρίως του πολεμικού ναυτικού). Δούλευε με αέρα και μάλιστα στα παλιότερα σκάφη, με μία ειδικού τύπου χειροκίνητη τρόμπα. Ως slang, σήμαινε θορυβώδη (φωνακλού) γυναίκα. Αδόκιμα στο αρσενικό (τρομπομαρίνας), τον θορυβώδη άνθρωπο. Με τον καιρό εξελίχτηκε και συγχωνεύτηκε με τον όρο «τρόμπας» που καμία σχέση δεν είχε μέχρι πρότινος. Χρησιμοποιείται ακόμα από λιγοστούς με την αρχική έννοια, ωστόσο ευρύτερα έχει πια τον ορισμό που έδωσε ο black_hawk.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι τρομερά σπαστικός και λέει τα ίδια και τα ίδια συνέχεια με αποτέλεσμα να εκνευρίζει τους άλλους.

- Έλα ρε μαλάκα, πάμε να φύγουμε!
- Μου το είπες 15 φορές, μην γίνεσαι πρηξαρχίδης, να πιω τον καφέ μου και φεύγουμε σε λίγο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από μια παροιμία των Μάγιας, «τρεις το πούτσο κλαίγανε», που αναφέρεται σε τρεις γκόμενες του μακαρίτη! Σημαίνει στεναχώρια χωρίς ουσία, αφού δεν αλλάζει με κάποιο τρόπο. Και τελικά κάτι ανούσιο, ανάξιο λόγου.

- Να πάμε να διαμαρτυρηθούμε.
- Τώρα μάλιστα, τον πούτσο κλαίγανε...

θα καώ στο εξώτερο πυρ μ\'αυτά τα μύδια!! (από BuBis, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.

Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified