Αυτός, συνήθως αριστερός, που περιφέρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τη μελαγχολία του που ο κόσμος δεν αλλάζει ποτέ προς το καλύτερο προς την κατεύθυνση της ουτοπίας. Από το ομώνυμο τραγούδι του Μάνου Χατζηδάκη.

Οι «καληνυχτοκεµαλάκηδες» δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να περιφέρουν τον αυτοθαυµασµό τους στις πλατφόρµες των social media. (Ντοκουμέντο). Καληνύχτα Κεμάλ αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ

Got a better definition? Add it!

Published

Το πατσατζίδικο, όπου μπορεί να φάει κανείς πατσά, λέγεται κι έτσι ως ειρωνικό ψευδογαλλικό, κατά τα σουβλακερί, ουκρανιζερί κ.τ.ό.

  1. Ζήλεψε και παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την ίδια γυναίκα ο μονόφρυδος γόητας συμφοιτητής. Ρε εδώ άλλοι παντρεύονται μία φορά και φτύνονται, εσύ πόσο μαζόχας είσαι; Και εκεί καλά περάσαμε πάντως, με γκεστ σταρ την σαβούρδα του estarian στο πεζοδρομιο (!) την οποία δυστυχώς έχασα καθώς έψαχνα για πατσαδερί. (Εδώ).
  2. Άκου πατσαδερί !!!! Μαλλον ηταν απο κανενα ξενυχτι...& θα πειναγε.... αλλα πατσα???? Δεν υπάρχει λέμε!!!!! (Από Φέισμπουκ).
  3. Τό χαλαρό αυτό πρόγραμμα έκλεισε στην πατσαδερί ''Τσαρούχας'' όπου και καταναλώθησαν γύρω στις 15 σούπες πάσης φύσεως (πατσάδες). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τζόγος, το τυχερό παίγνιο. Εκ του τουρκικού kumar που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Βέβαια το κουμάρι δεν παραπέμπει σε avantgarde καταστάσεις ενός ναού στο Μονακό, ούτε καν σε Πάρνηθα, και ταιριάζει σε άτομα low level, παρακάτω και από έναν απλώς άξεστο τζογαδόρο. Το κουμάρι είναι πιο underground και παρακμή. (Έχω μια μανία με την παρακμή...). Οι διαφορές πολλές:

1. Ο χώρος:
Ο κουμαρτζής δεν πάει κατά κανόνα στο καζίνο, ούτε θα τον συναντήσουμε σε καρέ που παίζονται στα λεγόμενα «καλά σπίτια» με τα μεγάλα σαλόνια, προτιμάει τις παράνομες λέσχες ή τα καφενεία χωριών ξεχασμένων από το θεό και την κοινωνία.

2. Τα παιχνίδια:
Ο κουμαρτζής δεν παίζει με πανάκριβη πλαστικοποιημένη τράπουλα, και κοκάλινες μάρκες σε καινούργια τσόχα, θα παίξει με τη λιγδιασμένη απο απλό χαρτόνι, και πάντα με μετρητά πάνω σε τσόχα μαύρη από τη λέρα και με άφθονες τσιγαριές. Δεν παίζει blackjack, αλλά στούκι, δεν παίζει στα crap tables του καζίνο, αλλά μπαρμπούτι πάνω σε κουβέρτα (βρώμικη) ή τραπέζι του μπιλιάρδου. Δεν παίζει Texas Hold'em, αλλά χαρακίρι, ασανσέρ, κούκο (μονό ή διπλό), νεκροταφείο, το κρυφό μπαλαντέρ, η ψωλή του βασιλέως κ.α. Δεν παίζει καν «πάμε στοίχημα», εννοείται πως έχει δικό του μπούκη (bookmaker) και παίζει παράνομο στοίχημα.

Τέλος, η λέξη κουμάρι δίνει μια ικανοποίηση όταν τη χρησιμοποιούμε, γεμίζει το στόμα, έχει μια δόση μαγκιά παραπάνω.

(Στη γειτονιά):

-κα Ευανθία: Είδα τον Κωστάκη σου κυρα Φωφώ μου, να βγαίνει απ΄του γερο-Φωκά τον καφενέ νωρίς τα ξημερώματα χθες.

-κα Φωφώ: Αχ! Τι να κάνω με τον αχαΐρευτο! Τον έφαγε το κουμάρι. Ως τις τέσσερις τον περίμενα, την ώρα που γύριζε η Λίλιαν με κάποιο αγόρι.

-κα Ευανθία: Η Λίλιαν έξω στις 4 το πρωί; Θεός φυλάξοι! Κάποιο λάθος θα έκανες Φωφώ μου. (Από μέσα της: δεν κοιτάς να μαζέψεις τον κουμαρτζή το γιο σου λέω 'γω...).

-κα Φωφώ: Δίκιο έχεις Ευανθία μου, μπορεί να λάθεψα. (Από μέσα της: Δεν κοιτάς να μαζέψεις το πουτανάκι την κόρη σου που πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα και την έχουν κάνει βούκινο οι Σλάνγκοι Δράκοι σε όλο το internet...).

He-Who-Can-Slang (από Vrastaman, 21/01/09)Ο Κουμαρτζής (Χ. Πιπεράκης 1939) (από HODJAS, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified