Ιδιαίτερα προσβλητικός χαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από πούστηδι (αλλά όχι απαραιτήτως γκέη τοιούτωνε). Πρόκειται για τουμπανιζέ εκδοχή (δια του τουρκομερίτικου υπερθετικού "καρά-") του μπινελικίου πουσταριό.

- Χα! Θυμηθηκα τώρα δα, τον γίγαντα τον Γεωργίου, όταν σε μά εκπομπή του είχε βγεί φρικαρισμένος, σχολιάζοντας κάποια Eurovision, όπου έβγαιναν και σχολίαζαν γιά τη συμμετοχή μας όλοι οι ... ξέκωλοι! “Τι καραπουσταριό ηταν αυτό ΡΕ?” και κατέληγε: “OΞΩ πούστη και άσχημε...” (εδώ)

Επίσης καραπουσταριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα σε ακραίο βαθμό, π.χ.:

- Γαμώ την Παναγία σου αρχίδι, παλιομπινέ, καραπουσταριό, κλπ. κλπ. Ασφαλώς κατάλαβες ότι είμαι ο Κώστας (ρώτα τώρα μη σου γαμήσω, "ποιος Κώστας;") παλιομαλάκα αρχισυντάκτη που βρήκες την ώρα να μας κάνεις πλάκες. Λοιπόν, παλιοκαριόλη άκου και δώσε βάση.... (εκεί)

Βλ. και αντίστοιχες σλανγκιές εις -αριό: αρχιδαριό, ελληναριό, καρακιτσαριό, καράπουταναριό, καραπουτσαριό, λουμπεναριό, φασισταριό, κλπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα σημαντικό επίρρημα της νεοελληνικής, σημαίνει ότι κάποιος κάνει/ παίζει πουστιά, ότι φέρεται με πονηριά, μπαμπέσικα, άνανδρα, ύπουλα, όχι ευθέως αλλά εμμέσως και με τσαλιμάκια. Συνήθως λέμε ότι κάποιος ξηγιέται πούστικα.

Στο 1.35

Επίσης, χρησιμοποιείται ενίοτε και στο πλαίσιο ινσέψιο, όπως "στον πούστη (φέρομαι) πούστικα", "στην πουστιά (απαντώ) πούστικα" κ.ο.κ.

Ετυμολογείται εκ του τουρκικού puşt < περσικό پشت (pošt: πίσω, πισινός).

  1. Στην πουστιά, απαντώ πούστικα.... Τέτοια είμαι. (Από το Φέισμπουκ).
  2. Πούστικα υφαρπάξαμε την ψήφο των πολιτών... (Εδώ).
  3. "Μου άρεσε που ο Πρόεδρος φέρθηκε αντρίκια και οχι "πούστικα" όπως αυτοί". Ο επί δεκαετίες κοντά στον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ αγνός γαύρος παράγοντας Αντώνης Ευδαίμων, του οποίου η άποψη έχει βαρύνουσα σημασία, ζητάει από τον λαό του ΘΡΥΛΟΥ να μην μασήσει από τη λάσπη των βρωμερών σκευωρών αλλά να συσπειρωθεί δίπλα στον Βαγγέλη Μαρινάκη. (Εδώ).
  4. Όπως πάντα.. Πειραιώτικα... Παντελονάτα...Πούστικα...Μια ζωή μες την πουστιά θα είστε και μια ζωή θα σας καρφώνουμε. (Εδώ).

Στο 1.55

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κυριολεκτικά είναι «η πίτα της κυρίας» (τούρκικο). Συνήθως το χανούμ μπουρέκ αναφέρεται σε ένα είδος ατομικού γαλακτομπούρεκου, αλλά πολλές φορές ονομάζονται ως χανούμ μπουρέκ διάφορα φαγητά (είναι γεγονός ότι επικρατεί μεγάλη σύγχυση για το ποιο φαγητό ή γλυκό είναι το χανούμ μπουρέκ και θα μπορούσα να απλώσω σεντόνι αλλά θα κατηγορηθώ ότι δεν είναι σλάνγκ).

  2. Ως χαρακτηρισμός είναι η παχιά και αφράτη γυναίκα συνήθως κοντού αναστήματος και με ιδιαίτερα μεγάλη περιφέρεια. Ο χαρακτηρισμός αυτός υπονοεί ότι το χανούμ μπουρέκ είναι ένα είδος γαλακτομπούρεκου και ως εκ τούτου η γυναίκα χανούμ μπουρέκ είναι παχιά και αφράτη όπως η κρέμα του γαλακτομπούρεκου. Το χανούμ μπουρέκ με αυτή την έννοια δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά αλλά χρησιμοποιείται από άντρες που τους αρέσουν οι γυναίκες με πολύ μεγάλες περιφέρειες για να εκφράσουν θαυμασμό. Πρέπει να αναφερθεί ότι η γυναίκα χανούμ μπουρέκ ΔΕΝ είναι η νταρντάνα ανδρογυναίκα αλλά η, κατά αυτούς που τους αρέσει, ερωτική χοντρούλα.

  3. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει συλλήβδην γυναίκες από την Μέση Ανατολή.

  4. Ο όρος αναφέρεται επίσης και σε τραγούδια ανατολίτικης προέλευσης, συνήθως τσιφτετελοειδούς ρυθμού.

  1. Πήγα χθες στον Χατζή και πήρα ένα χανούμ μπουρέκ, μόλις το είχε σιροπιάσει! Ναρκωτικό σκέτο σου λέω!

  2. - Κοίτα η Μαιρούλα κούνημα, σαν κρέμα τρίζει το κωλομέρι της! - Άστα, χανούμ μπουρέκ είναι η Μαιρούλα. Να τη βάλεις κάτω, να χωθείς μέσα στα βυζιά της και τα κωλομέρια της και να χαθείς μες στον παράδεισο!

  3. ...Τελικά το αποφάσισα, είμαι ανατολίτισσα χανούμ μπουρέκ κι ας με πέταξε η μοίρα μου στα ανατολικά παράλια του Ατλαντικού... (απόεδώ).

  4. Ένα από τα προβλήματα που έχω με την Ελλάδα είναι αυτή η μόνιμη αλλοιθώρια στην ανατολά. Τα χανούμ μπουρέκ κωλοτράγουδα, τα ντέφια και οι λαϊκούρες που τις χαίρεται ο Αμπντούλ στην Βαγδάτη και την Δαμασκό... (από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified