Η κακόγουστα και υπερβολικά ντυμένη γυναίκα, που μοιάζει με καρακιτσάτη λαμπάδα της Ανάστασης. Συνώνυμο: λατέρνα
Καλά, τι φόρεσε η λαμπάδα για νά 'ρθει στην Ανάσταση ρε πστ!... Καθρέφτη δεν έχει σπίτι της;
Η κακόγουστα και υπερβολικά ντυμένη γυναίκα, που μοιάζει με καρακιτσάτη λαμπάδα της Ανάστασης. Συνώνυμο: λατέρνα
Καλά, τι φόρεσε η λαμπάδα για νά 'ρθει στην Ανάσταση ρε πστ!... Καθρέφτη δεν έχει σπίτι της;
Got a better definition? Add it!
Συνήθως γυναίκα που αρέσκεται να καταπίνει το σπέρμα δίχως φειδώ, αιδώ κι αμφιβολίες. Μάλιστα, ο ρυθμός πόσης του είναι αντιστρόφως ανάλογος με την καθαρότητα αυτού που την σπερμοχύνει. Άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει μια καταπιοσπερμιόλα είναι πως ζει για να καταπίνει.
Χμ... μια υπέροχη σύνθετη λέξη αποτελούμενη ουσιαστικά από τις ρίζες των κάτωθι:
ρήμα: καταπίνω (να καταπιώ)
ουσιαστικό: σπέρμα(το... γνωστό παχύρρευστο και κατέχων εξέχουσα και ξεχωριστή θέση στις καρδιές... εχμ, πιο σωστά στα λαρύγγια, αλησμόνητων κυριών-ενίοτε και «κύριων»)
και την κατάληξη του επιθετικού προσδιορισμού γαμιόλα
τουτέστιν ΚΑΤΑΠΙΟΣΠΕΡΜΙΌΛΑ (τα κεφάλαια προαιρετικά προς έμφαση).
Αντώνης: - Και που λες, πάλι σήμερα στη δουλειά κατάφερε να με συγχύσει το πουτανάκι η Έλσα.
Λεωνίδας: - Έλα μωρέ φίλε, ακόμα ασχολείσαι με την καταπιοσπερμιόλα... Πάψε να ασχολείσαι, αυτή πίνει το καταπιόσπερμα.
Got a better definition? Add it!
Γκέι άντρας συμπαθητικός, χαριτωμένος και καλοσυνάτος σαν δελφίνι, όπως δηλαδή επιμένουν να μας θεωρούν κάποιες στρέιτ γυναίκες, οι οποίες σοκάρονται όταν ανακαλύπτουν ότι τα αδερφίνια κάνουν και σεξ και δεν είναι πάντα καλοσυνάτα. Από το Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008.
«Παιδί μου, δεν είμαι αδερφίνι! Βρωμοπουστάρα του κερατά είμαι, βγάλε με από το ροζ συννεφάκι που μ’ έχεις χώσει», φώναξε ο Κώστας στη φιλενάδα του.
Got a better definition? Add it!
Published
Η λυσσάρα που παραμονεύει να σου κλέψει τον γκόμενο την ώρα που σκύβεις να δέσεις το κορδόνι σου. Από το Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008.
Πάμε να φύγουμε από δω, είναι τίγκα στους ορμοφυλόφιλους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έτσι αποκαλείται κακεντρεχώς (ή αυτοαποκαλείται αυτοσαρκαστικά) η κοπέλα μιας κάποιας ηλικίας που παραμένει στο ράφι.
Το κριτικό ηλικιακό ορόσημο που καθιστά μια κοπέλα μεγαλοκοπέλα είναι «μετακινούμενο» και αποτελεί συνάρτηση πολιτισμικών, θρησκευτικών και μορφωτικών παραμέτρων. Στο ένα άκρο κατατάσσονται οι χώρες της Σουηδικής Αραβίας, όπου ισχύει το γνωμικό ότι «ένα κορίτσι πάνω από τα 11 είναι σαν το γάλα που αρχίζει να ξινίζει» και στο άλλο άκρο χώρες της δυτικής Ευρώπης όπου η έννοια έχει πλέον ιστορικό χαρακτήρα. Στην Ελλάδα, που βρίσκεται κάπου στην μέση, η cut-off ηλικία είναι τα 19 για όσους πάσχουν από κνασίτιδα, 25 για παλαιάς κοπής κυρα-περμαθούλες με κόρες, 28 για κοπέλες με κυρα-περμαθούλες για μαμάδες και > 39 για τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Ο όρος προσάπτεται επίσης μεταφορικά σε μη ανθρώπινα είδη (βλ. παράδειγμα 3 και 4)
1.
Μεγαλοκοπέλα.
Φύλο: Γυναίκα
Για Μένα: Τι να σας πω; Γεννήθηκα σαραντάρα!
Αγαπημένες Ταινίες: Περηφάνια και Προκατάληψη
Αγαπημένη Μουσική: Περηφάνια και Προκατάληψη - OST
Αγαπημένα Βιβλία: Περηφάνια και Προκατάληψη
(από εδώ)
2.
- Όταν ερωτήθηκε από τον δημοσιογράφο «πώς θα χαρακτηρίζατε την εν λόγω κυρία;» απάντησε υποτιμητικά «μεγαλοκοπέλα». Ενώ ο ίδιος, Εφηβος των Αντικυθήρων και βάλε!
(Πασχάλης Αρβανιτίδης, για την μητέρα του εξώγαμου παιδιού του, από εδώ)
3.
- Από νύμφη του Θερμαϊκού σε μεγαλοκοπέλα που δεν θέλει κανείς. O μύθος της πόλης που παρακμάζει
(από εδώ)
4.
- Όσο η «Ολυμπιακή» ήταν «στα πάνω της» και ο κόσμος δεν είχε βυθισθεί σε μια κρίση που παράγει καθημερινά ανθρώπινες τραγωδίες και απελπισία, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να υπονομεύσουμε κάθε προοπτική πώλησης του εθνικού αερομεταφορέα. Τώρα, κάνουμε και το σταυρό μας που βρέθηκε ο κ. Βγενόπουλος, να προσφέρει κάτι λιγότερο από εκατόν ογδόντα εκατομμύρια ευρώ για την ...μεγαλοκοπέλα μας που έμεινε στο ράφι μετά την αποτυχία και του τελευταίου διαγωνισμού.
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Αυτός που:
και πιο κλασσικά:
Κοινώς ο «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου».
- Ρε! Τσέκαρε τη λούγκρα!
- Μαλάκα, ντιντής!
Σχετικό: την τρίζει την όπισθεν
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σαφώς βαρύτερο μπινελίκι από το απλό «τράβα και γαμήσου», καθώς ενώ στο «τράβα και γαμήσου» υπονοούμε ότι ο συνομιλητής τον παίρνει, προσθέτοντας και το «...και φέρε μας και τις εισπράξεις», εννοούμε ότι το έχει κάνει επάγγελμα.
- Πιο ψηλά τη σέντρα ρε μαλάκα άμπαλε, πώς θες να πιάσω κεφαλιά έτσι γαμώ το φελέκι μου;
- Ρε τράβα και γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις. Πόδια δεν είχες να σουτάρεις;
Σχετικά: άι γαμήσου, άντε και γαμήσου, γαμήσου παραπέρα, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα
Got a better definition? Add it!
Το «γκέο βαγκέο» ήταν παιδικό παιχνιδιάρικο επιφώνημα όπως το «Αμπεμπαμπλόμ τουκιθεμπλόμ», ή το «πού θα πας εκεί στην Βόρειο Αμερική, να δεις και τον Ερμή, που παίζει μουσική» κ.ο.κ. Λεγόταν συνήθως όταν ένα παιδί «την έφερνε» σε ένα άλλο, είχε κάτι που το πρώτο παιδί ζήλευε κ.ο.κ. Λόγω της ομοιότητας με την λέξη« γκέι», σλανγκίζεται για να δηλώσει τον ομοφυλόφιλο. Ιδίως, τον πούστη που λέγεται και Βάγγος, Βαγγέλης, Βάγγελας ή Βάγγουρας, όπως ο γνωστός γκέι ήρωας του the Slang & the Restless. (Παρεμπίπταμπλυ, ένα σύνηθες όνομα για γκέουλες).
Ασίστ: Πανούλης.
Πέρι (προς Βάγγουρα): Γκέο βαγκέο, Βάγγο, εγώ έχω γκόμενο απ' το Αμπιτζάν κι εσύ δεν έχεις! Γκέο βαγκέο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πούστης, ο πισωγλέντης.
- Μωρή εξάτμιση, πάλι τον έφαγες;...
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που πνίγει το κουνέλι, αλλά έχει μια αξιοθαύμαστη προτίμηση στο τσιμπούκι.
Μην τη βλέπεις έτσι σεμνή... τσουτσουνοπνίχτρα είναι η Αλέκα. Άμα σε βάλει κάτω θα σε στραγγίξει.
Got a better definition? Add it!