Μουνοπλημμύρα, ένας δρόμος με μεγάλη συγκέντρωση εξαιρετικά όμορφων και ελκυστικών γυναικών.

Μπορεί να είναι:

α) Ένας πολυσύχναστος δρόμος μια πόλης με μαζεμένα τα ρουχομουνομάγαζα. Εδώ θέλει νέο λήμμα, έχω την ισχυρή εντύπωση. Θα φιλοτιμηθώ όταν έχω καμιά ώρα να καθαρίσω! Μπαμ!

β) Ένας πεζοδρόμος ή εκάστοτε και μονόδρομος μιας πόλης με μεγάλη πυκνότητα καφετεριών και αλλών συναφών μαγαζιών που το καθένα έχει κατα πάσα πιθανότητα και τον δικό του καλησπεράκια.

γ) Μπορεί να αναφέρεται και σε μια πολύ μικρότερη κλίμακα. Αυτό στην περίπτωση που μιλάμε για τον διάδρομο ενός σούπερ μάρκετ ο οποίος εκθέτει όλα τα αποκλειστικά ή μη γυναικείας χρήσης προϊόντα. Όπως ξυραφάκια (unisex), αποσμητικά (unisex), αρώματα (unisex), ταμπόν (female), προφυλακτικά (αν έχει γκόμενο ή είναι λίγο κυνηγός) και αλλά πολλά ευρεία κατανάλωσης που μπορείτε άνετα να τα φανταστείτε.

Και δ) όλοι οι διάδρομοι του Whole Foods στην Venice στην California όπου λέει πως ψαρεύει γυναίκες ο πασίγνωστος dating coach David Wygant (ή έτσι θέλει να πιστέυουμε) και που είναι από τα καλύτερα μέρη για να εκπαιδεύει τους πελάτες του.

Αυτά.

- [Φίλε] ήμουν σε ένα μουνόδρομο χθές. Ασε λέμε γνώρισα ένα τρελό μωρό.
Το ρουφάει το μιλκ σεηκ πιστεύω.
- Αντε ρε, καλά γαμήσια.
- Ευχαριστώ ρε. Θα πέσει πολύ όντως αλλα, δεν το βλέπω να κρατάει για αρκετά. Το μερός φίλε έιχε δίπλα μια ένα μαγαζί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκοτεινά σεπαρέ των κωλόμπαρων που βρίσκονται στο βάθος της αίθουσας ή μικρά δωμάτια 120 x 200 εκατοστών μέσα στα κωλόμπαρα, όπου προσφέρεται βίζιτα «του ποδαριού».

Ο πελάτης: - Έχεις κανένα μωρό να κεράσω και να βγάλει κανένα γούστο;
Ο «μπάρμαν»: - Πήγαινε στην τελευταία καβάντζα στο βάθος και θα σου στείλω ένα ουκρανεζάκι, μούρλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται κοινώς για τα μπαρ όπου συχνάζουν ομοφυλόφιλοι, περισσότερο γνωστά ως γκέι μπαρ. Η λέξη προκύπτει από τον συνδυασμό της λέξης κωλομπαράς και κωλόμπαρο, ενα μπαρ με κωλομπαράδες δηλαδή.

- Ρε συ άνοιξε ένα μπαρ εκεί κοντά στη γειτονιά μου, θες να πάμε αύριο να πιούμε κανά ποτάκι;
- Το μπαρ που άνοιξε στη γειτονιά σου, φιλαράκι, είναι κωλομπαρόμπαρο, ούτε να το διανοηθείς.
- Πω πω ρε συ, σοβαρά; Ιδέα δεν είχα.
- Τώρα έχεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το κλαπαρχίδης, είναι η -μούνα με διογκωμένα εξωτερικά χείλη αιδοίου. Θεωρείται σεξιστικώς ότι οφείλεται στην πολλή χρήση και ότι η κλαπομούνα είναι παρτόλα. Δεν έχει εξακριβωθεί σαφώς η σχέση με τα παλαμάκια. Αλλά στην εποχή του Pousti κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο!...

Μένιος: - Της αρέσει τόσο πολύ το σεξ μαζί μου, που να φανταστείς μετά χτυπάει παλαμάκια!
Γιώργος: - Απλά η Λάουρα είναι κλαπομούνα! Αχ βρε Γιώργο, το Φραπέ slangossip τό 'χει βούκινο, κι εσύ κρυφό καμάρι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιφώνημα Λαρισαίου που έχει νοσταλγήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, ύστερα από ένα οπωσδήποτε σύντομο ταξίδι στην Αθήνα ή την γειτονική Αυστρία. Στην (μεταξύ μας, καθόλου απίθανη) περίπτωση που θα είναι τυρόβλαχος θα το προφέρει: «Λάρσα Λάρσα, σε είδα και λαχτάρσα!». Φράση σύμβολο του τοπικισμού.
    Συνώνυμα: Παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας ειν' και μπαλωμένο / Παρθένα απ' τον τόπο σου κι ας είναι και ραμέν η/ Καλλλά, μαλλλάκας Αθηναίος είσαι; (Σαλονικιώτικη προφορά) κ.ο.κ.

  2. Επιφώνημα σλαβόφιλου που το αντικείμενο του πόθου του ονομάζεται Λαρίσσα: Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ρωσικό όνομα που βγαίνει από τον γλάρο (ως γνωστόν, every name has a Greek root!), δηλαδή η γλαροπούλα, - θυμίζει και Τσέχοφ!

Τα σλαβικά ονόματα του θηλυκού ξανθού γένους είναι τεσσάρων ειδών. Τα αναφέρω με αύξοντα αριθμό σλαβόφιλης καύλας ή σλαβολαγνίας:

α) Τα διεθνή ονόματα κορασίδων με ελάχιστο μόνο σλαβικό χρώμα. Βλ. Βερόνικα, Μαρίνα, Γιούλια, Λίζα, Ντανιέλα, Λίλιαν(α) (το τελευταίο, απλή συνωνυμία!) κ.ο.κ.
β) Οι τελείως χαρακτηριστικές σλαβικές εκδοχές διεθνών ονομάτων στο υποκοριστικό τους. Βλ. Νατάσα, Κάτυα-Κατυούσα, Μάσα, Όλια (Όλγα), Σάσα, Σόνια.
γ) Τα Σβετλάνα, Τατιάνα και Ταμίλα, που είναι πολύ ιδιάζοντα, αλλά και πολύ τουριστικά. Ό,τι είναι ας πούμε η Πλάκα για την Αθήνα, η Μονμάρτρη για το Παρίσι, ή το Σόχο για το Λονδίνο. Ανεπανάληπτα, δηλαδή, αλλά δεν θα πας να στοιβαχτείς παρέα με όλους τους τουρίστες.
δ) Μια ειδική κατηγορία ονομάτων, που περιλαμβάνουν πολύ ιδιαίτερα, αλλά και κάπως πιο ψαγμένα ονόματα, που ως τέτοια εγείρουν τον ενθουσιασμό των σλαβόφιλων. Αυτά είναι τα: Ντάρια, Βίκα, Νάστυα, Βλάντα, Μίλα, Λέρα, Ντάσα, και... στην κορύφωση της σλαβολαγνίας, η καλύτερη απ' όλες...

η Λαρίσσα!

Πρέπει να το παραδεχτούμε: Η Λαρίσα είναι για τον σλαβόφιλο ό,τι είναι για τον άνδρα η/το Λίλιαν!

-Μωρούλjι μου, θα πιούμε ένα πουτάκι;
-Είσαι η Λαρίσσα, ή είσαι απ' τη Λάρισα;

Λαρίσσα, Λαρίσσα, σε είδα και λαχτάρησα!

Όπως λέμε:

Μίλα μου για Μίλα!
Η Ταμίλα με τα σέξι μήλα! (βλ. σλαβόφιλος, ο).
Πήρα την κατιούσα με την Κατυούσα!
Κατυούσα, είσαι (πύραυλος) Katyusha!
Η Λέρα είναι σκέτη Λέρα!
Νάστυ με τη Νάστυα!
Στην Σιβηρία σε γύρευα και στη Μύκονο σε Βίκα.
Βικα-παίδεια, έκδωσέ την μόνος σου!
(Κλείνω εδώ γιατί μ' έχει πιάσει σεφερλίτιδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified