Αυτή που χύνει τρελά ή αυτή που προκαλεί μεγάλης ποσότητας και έκτασης εκσπερμάτωση στον άνδρα. Κατά μια παραπλήσια έννοια αυτή που είναι τόσο καυλιάρα ώστε να προκαλεί την ανδρική επιθυμία για εκσπερμάτωση στο μουνί της.

  1. Πο πο, τι χυσομούνα η Καλλιόπη φίλε μου. Με στέγνωσε...

  2. - Τι γκομενάκι είναι αυτό ρε Βλάση;
    - Χμ, την είδες τι χυσομούνα είναι η ψώλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναισθητική ουσία που χρησιμοποιείται και ως επιβραδυντικό.

Εικάζεται ότι χρησιμοποιείται ως επί των πλείστων από τύπους γκραν γαμάω οι οποίοι για να αυξήσουν το χρόνο συνουσίας κατά 2-3 ώρες και καλά αδειάζουν το σωληνάριο πάνω στο ραδιενεργό πέος τους πριν την εισχώρηση και ενώ βρίσκονται σε στύση με αποτέλεσμα να μη νιώθουν και έτσι δεν αισθάνονται την μέγιστη διέγερση που τους αναγκάζει να χύσουν σε χρόνο dt. Αυτό τους επιτρέπει να περηφανεύονται ότι γαμάνε και δέρνουν με τις ώρες και προσφέρουν απεριόριστη ευχαρίστηση στα θηλυκά.

-Τσακαλάκο τι λέει, γαμάς κανένα μουνί;
-Ε, κάτι γίνεται αλλά μέτρια πράματα. Εσύ όμως πώς τα καταφέρνεις και σε παρακαλάνε τα μωρά συνέχεια;
-Ε, μυστικά του επαγγέλματος. Καταρχήν, λούστηκες με ξυλοκαΐνη;
-Όχι, τι είν' αυτό;
-Λούσου με ξυλοκαΐνη και θα δεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified