Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.

Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.

Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω έρωτα σε κάποιον/κάποια. Το υποκείμενο είναι πάντα ανδρικού γένους και η αντωνυμία τον υπονοεί το ανδρικό μόριο. Μεταφορικά, χρησιμοποιείται με υποτιμητική σημασία.

  1. - Ήρθε από το σπίτι μου το Μαράκι χθες βράδυ...
    - Και τι έγινε; Της τον εσφύριξες;

  2. Σας τον σφυρίξαμε την Κυριακή... Πέντε γκολάκια φάγατε ρε καραγκιόζηδες!

(από jesus, 21/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοείται το ανδρικό μόριο, επομένως η αντωνυμική περίφραση αναφέρεται στη συνουσία από τη μεριά του άνδρα... Συνώνυμη της αντωνυμικής περίφρασης τον ρίχνω (δηλαδή ρίχνω έναν πούτσο).

- Λοιπόν παπάρα, θά 'ρθεις το βράδυ για μπύρες ή θα μας γράψεις πάλι στ' αρχίδια σου;
- Αφού ρε μαλάκα τελευταία στιγμή μου το λες, εγώ φταίω τώρα που κανόνισα να πάω από την Ειρήνη; Τέλοσπαντων, πάω τότε να της τον πετάξω στα γρήγορα κι έρχομαι στο καπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοούμενο για ομοφυλοφιλική δραστηριότητα (είσοδος κρεατικού στον οργανισμό). Χρησιμοποιείται συνήθως μετά από κατορθώματα υπερβολικής τύχης ή απλά για πείραγμα.

Καλά μας δουλεύεις; Πώς γίνεται να έβαλες γκολάκι στο PRO απ΄το κέντρο; Τι έγινε ρε, το τσίκνισες χθες βράδυ; Το τσίκνισες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...

Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.

Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.

  1. -Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
    -Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.

  2. -Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
    -Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!

Βλ. και ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).

  2. Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).

  1. -Πω-πω μπόχ(λ)α!
    -Κάποιος την άφησε, φαίνεται.

  2. -'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
    -Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθαίνω διάρροια βαρέας μορφής.

Μεταφορικά σημαίνει ότι έπαθα κάτι άσχημο ή αντιμετώπισα μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται πιθανότατα από το άνοιγμα των φύλλων του μαρουλιού που προσομοιάζει το άνοιγμα του ανθρώπινου σφιγκτήρα.

- Σ' άρεσαν τα πιτόγυρα που φάγαμε χτες;
- Ουουου! Όλο το βράδυ με πήγε μαρούλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από την χαρακτηριστική κίνηση που γίνεται όταν βαράει κάνεις μαλάκια.

Η χρήση της δεν προορίζεται στην καθεαυτού πράξη του αυνανισμού, άλλα στην βαρεμάρα και την απραξία, συνώνυμο του τα ξύνω.

- Τι λέει σήμερα η δουλειά;
- Τίποτα δεν έχω κάνει. Τον πλάθω απ' το πρωί.

Κουλουράκια (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβίρω το όργανο μου, το δίνω με όμορφο τρόπο. Το κάνω να φαίνεται ελκυστικό, ενίοτε το σερβίρω στο κεφάλι της/του παρτενέρ ή στα μαγουλάκια.

Ήζουρας: Και για πες ρε Τζον τι κάνατε χτές με την ινδιάνα;
Σπέτς: Ε, ξέρεις μωρέ, φασωθήκαμε λίγο και δεν άργησα να της τον δώσω λουκάνικο... τρελάθηκε!
Ήζουρας: Ζαγοραίοοος ο Τζον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified