Selected tags

Further tags

Το στίγμα του αγάμητου, κατά την παράδοση. Όποιος το φέρει υποτίθεται πως προδίδει δημοσίως την αγαμία που του έχει ξεχειλίσει από τους πόρους του δέρματος. Τώρα το αν ισχύει αυτό και από επιστημονικής άποψης, προσωπικά δεν το έχω μελετήσει. Στις γυναίκες όμως το πυώδες μπιμπίκι δηλώνει μεταξύ άλλων προεμμηνορυσιακή φάση. Ορμονοδουλειές, δηλαδή.

– Ε άει στο διάολο, σήμερα βρήκε να μου βγει ένα γαμημένο καβλόσπυρο, που έχω ραντεβού με τον Στέλιο, που είδα κι έπαθα να τον ψήσω να βρεθούμε;! Το κέρατό μου μέσα γαμώ!
– Ωχ, και πρέπει να το αναβάλεις, δεν μπορεί να σε δει έτσι, χάλια είσαι!
– Ε αυτό θα κάνω, αλλά πρέπει πρώτα να βρω μια καλή δικαιολογία, μη με πάρει για τρελή. Τρεις μέρες θα πάρει να φύγει αυτή η μαλακία, και μετά θα μού 'ρθει και περίοδος, γάμησέ τα, πώς να τον στείλω για μια βδομάδα και βάλε, μου λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται και στον γαμώντα αριστοτεχνικά (βλ. Peter North).

- Καλά ρε; Και την Πόπη και τη Μαρία και την Ελευθερία αυτήν την εβδομάδα ο φιλαράκος μας;
- Ε... αφού είναι γαμίστας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη λέξη σφίγγω η οποία δύναται να χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμο του γαμάω.

Τσέκαρε το γκομενάκι, τρελό σφιγξ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεοθηλασμός. Χρησιμοποιείται άλλοτε και για όμορφες κυρίες...

Πωπώ Παναγία μου τι σουσέλ ήταν αυτό;!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να ενοχλήσεις τον διπλανό σου κυρίως όταν έχει να πάει καιρό με γυναίκα. Συνοδεύεται με τσίμπημα στην κοιλιά.

Πάλι χτύπησα γκομενάκι σφιγξ-τσονγκς-σμπρωνξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγαλύτερη συμβολή του Έλληνα πατέρα, θείου κ.λπ. στην επιστήμη της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των νεαρών αρσενικών. Η απαραίτητη εξισορρόπηση της ελληνικής «ars erotica», που κατά τα άλλα συνάδει με το οθωμανικό δίκαιο, φανερώνει τη λεπτότητα του Έλληνα εραστή.

Η βαθιά ποιητική αυτή φράση μαθαίνει -με βαριά καρδιά πάντως- στον πρωτόπειρο νέο που ανοίγεται στα πέλαγα της γυναικείας σεξουαλικής υδραυλικής, ότι δε γίνεται πάντα να τον ρίχνεις κρύο, χρειάζονται και τα ρημάδια τα προκαταρκτικά, που απαιτούν να κουράσεις το χεράκι σου σε παλινδρομικές και πλαγιοστροφικές τριβοειδείς διεισδύσεις, και συνάμα πρεσοειδείς επιπαλαμισμούς περιοδικά αυξομειούμενης έντασης και σταθερά κλιμακούμενης συχνότητας στο/α γυναικείο/α γεννητικό/α σύστημα/τα (μονοεστιακή ή πολυεστιακή μέθοδος).

Το κεφαλαιώδες αυτό μήνυμα, παρά τις πολιτικά μη ορθές του νοηματικές αποχρώσεις -προϋποθέτει ότι ο γιος είναι κρεατοφάγος, καμία πρόβλεψη για τους χορτοφάγους- είναι μια διδαχή που κατά κανόνα διδάσκεται, με απόλυτη υπευθυνότητα και παιδαγωγικό προγραμματισμό, ανεξαρτήτως ψυχοσεξουαλικού σταδίου... ...αν και όποτε κάτσει ο νέος να ντρέπεται να ξεκοκαλίσει με το χέρι το μπριζολίδι σε χασαποταβέρνα και μπροστά σ' όλο το σόι. Ανεκτίμητη.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ως «χέρι» ΔΕ νοείται ΕΔΩ τουλάχιστον ο χάστος, μπορεί όμως να νοείται η πεοθωπεία.

  1. - Τι ντρέπεσαι μωρέ Βαγγέλη, εδώ η ταβέρνα είναι δική μας, πιάσ' το με το χεράκι σου... H μπριζόλα κι η γυναίκα θέλει χέρι, Βαγγέλααα, αχαχαχαουχαχα...

  2. - Και δε μου λες βρε Βαγγέλαρε, με το Λενιώ καλά τα πάτε; Ελένη δεν τη λένε;...
    - Ελίνα... Καλά, καλά...
    - Το κοκό, πως πάει; Πάει καθόλου;
    - Πάει, πάει...
    - Κι όλα καλά;
    - Ε, καλά...
    - Τι «ε καλά...»;
    - Καλά...
    - Λέγε ρε να 'ούμε. Προφυλάξεις, έτσι; Στη μάχη χωρίς κράνος ποτέ... Πιτσιρίκα είναι αλλά δεν ξέρεις, κουκούλωνέ το, κουκούλωνέ το, να μην την κουκουλωθούμε κι όλας...
    - Ναι, ναι... Ε, λέει πως πονάει... Αλλά όλα καλά...
    - Πονάει; Ε, πώς να μην πονάει... Τέτοιο εργαλείο κλερονόμησες!... Ουαχαχχαχαχα, καθίκαρε! Να σου πω, τη χουφτώνεις καθόλου ή έτσι βουρ στον πατσά;... Η μπριζόλα κι η γυναίκα θέλει χέρι, τά 'χουμε πει έτσι; Μέχρι να μπαγιατέψει, μετά... Τά 'χουμε πει έτσι, μην τα ξαναλέμε...
    - Τά' χουμε πει ρε πατέρα, στην ταβέρνα προχθές μου τά 'λεγες... Θένξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γρήγορο, συχνά βεβιασμένο, φίκι-φίκι. Οι υψηλές του ταχύτητες αιτιολογούνται από αντίξοες συνθήκες που παρουσιάζει ο περιβάλλων χώρος, από έλλειψη χρόνου (βλέπε σύγχρονη ζωή) ή τέλος από απλό γούστο ρε παιδάκι μου... De gustibus et fificibus non est disputandum λέγαν οι αρχαίοι Λατίνοι (εραστές). Σύγχρονες θεωρίες συνωμοσίας λένε και ότι η φράση 'στο Π και Φ' έχει προκύψει από γενίκευση της έννοιας του Πίκι-Φίκι.

- Φίλε σου λέω μου έκατσε σκηνικό..! Έπεσε ένα πίκι-φίκι με την αεροσυνοδό στις τουαλέτες του αεροπλάνου..άλλο πράγμα!
- Ίσα ρε Αντρέα Παπανδρέου! Σε πιστέψαμε τώρα...

(από xalikoutis, 18/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται μόνο για μία από τις χιλιάδες εκφράσεις που έχουνε επινοήσει οι Έλληνες για να ρωτήσουν άλλοτε διακριτικά, άλλοτε χιουμοριστικά για το αν κάποιος /-α άλλος /-η είναι ομοφυλόφιλος /-η.

Άλλες φορές πάλι χρησιμοποιούνται αντί κοσμητικών επιθέτων (πούστης, γαμιούνται κλπ.).

Έχουμε λοιπόν μια παρακαταθήκη μεγάλης αξίας με παραλλαγές της φράσης «τρίβεις το πιπέρι» (ασφαλώς προϊόν των ΜΜΕ)

Τα ακόλουθα είναι μόνο ένα μικρό δείγμα.

Βάζεις το ταψί στο φούρνο; Βγάζεις νερό από το πηγάδι; Βουτάς τον κολιό στο λάδι; Γρασάρεις τα έμβολα; Μπαίνει η βάρκα στο λιμάνι; Μπαίνει η κάλτσα στο συρτάρι; Μπαίνει ο σύρτης; Μπαίνει το εκλεράκι στο ταψί; Μπήκε το λίπασμα στη γλάστρα; Πέφτει κρέμα στο γαλακτομπούρεκο; Τα αλατίζεις τα τουρσάκια; Τα αλλάζεις τα λάδια; Τα σπας τα μπετά; Τη ρουφάς τη γρανίτα; Την αλείφεις την μαρμελάδα; Την αλείφεις την μερέντα; Την ανάβεις τη λαμπάδα; Την ανοίγεις την γεώτρηση; Την απλώνεις την μπουγάδα; Την απλώνεις την σφολιάτα; Την αρμέγεις την αγελάδα; Την αρμέγεις τη σαύρα; Την βάζεις καρφωτή την πέμπτη; Την βιδώνεις την τουλούμπα; Την βουτάς την βανίλια; Την γυρνάς την μπετονιέρα; Την γυρνάς την φρυγανιά; Την δουλεύεις την αντλία; Την έβαλες την μπεσαμέλ στο παστίτσιο; Την ξεφλουδίζεις την μπανάνα; Την ξυρίζεις την κότα; Την καθαρίζεις την πατάτα; Την καις την ασφάλεια; Την κουνάς την αχλαδιά; Την κουνάς την καμπάνα; Την κουνάς την παπαρδέλα; Την κουρεύεις την κότα; Την μαδάς την μαργαρίτα; Την μελώνεις την τηγανίτα; Την μελώνεις την τουλούμπα; Την παίζεις την φλογέρα; Την παπαριάζεις την αγγουροσαλάτα με ψωμί ολικής αλέσεως; Την πατάς την γάτα; Την πατάς την κατσαρίδα; Την πιέζεις την μπατονέτα; Την ποτίζεις την γλάστρα; Την σαλιώνεις την πιπίλα; Την σαλιώνεις την τρίχα; Την σπας την φτερούγα; Την στίβεις την ελιά; Την στίβεις την σουπιά; Την σφίγγεις την τανάλια; Την τινάζεις την αμυγδαλιά; Την τινάζεις τη φέτα; Την τρίβεις την λαμπάδα; Την τρως την γομολάστιχα; Την τρως την ντρίπλα; Την χαλαρώνεις την βαλβίδα; Τις μαζεύεις τις ελιές; Τις μελώνεις τις δίπλες; Τις παίζεις τις χορδές; Τις σιγοβράζεις τις φακές; Το αλατίζεις το πιπέρι; Το αλευρώνεις το μπαρμπούνι; Το γεμίζεις το παστίτσιο; Το δαγκώνεις το μπουρίτο; Το δονάς το κινητό; Το εξαερώνεις το καλοριφέρ; Το ζυμώνεις το τσουρέκι; Το ξεφλουδίζεις το ακτινίδιο; Το ξυρίζεις το φραγκόσυκο; Το λαδώνεις το G3; Το ξεσκονίζεις το σκρίνιο; Το ξετυλίγεις το πηνίο; Το ξύνεις το καρότο; Το καβουρδίζεις το αμύγδαλο; Το «καις» το CD;
Το κάνεις γιρλάντα το μουστάκι; Το κουρεύεις το γκαζόν; Το λαμβάνεις το SMS; Το μπουκώνεις το πιροσκί; Το παίζεις το κομπολόι; Το ραντίζεις το οικόπεδο; Το ρουφάς το αυγό; Το ρουφάς το κανελλόνι; To ρουφάς το τρομπόνι; Το σηκώνεις το ράσο; Το σουβλίζεις το αρνί; Το στραγγαλίζεις το γιαούρτι; Το συνδέεις το scart; Το σφυρίζεις το πέναλτι; Το τηγανίζεις το σκορδόψωμο; Το τινάζεις το θερμόμετρο; Το τινάζεις το λάστιχο; Το τινάζεις το χαλί; Το τραβάς το καζανάκι; Το τραβάς το χειρόφρενο; Το τροχίζεις το αμόνι; Το τρως το σαγανάκι; Το τσεπώνεις το πουρμπουάρ; Το τυλίγεις το σουβλάκι; Το φέρνεις βόλτες το καβούρι; Το χαϊδεύεις το ανακόντα; Το χαϊδεύεις το γατάκι; Τον αλλάζεις το φελλό; Τον αρμέγεις τον ταύρο; Τον βάζεις τον φορτιστή στην πρίζα; Τον εκτοξεύεις τον πύραυλο; Toν λιμάρεις τον ξιφία; Τον πνίγεις τον φουνταριστό; Τον σκαλίζεις τον κήπο; Τον τηγανίζεις το σπάρο; Τον φιστικωνεις τον μπακλαβά; Το αλείφεις το βούτυρο; Το ασβεστώνεις το σπίτι; Το γλύφεις το πινέλο; Το γυαλίζεις το καρότο; Το γυαλίζεις το λουστρίνι; Το γυρίζεις το μπιφτέκι; Το γυρίζεις το ταξίμετρο; Το δέρνεις το πιθίκι; Το έριξες το μανίκι; Το ζουλάς το ακτινίδιο; Το ζυγίζεις το λουκουμάκι; Το ζυγίζεις το σύκο; Το θερίζεις το χωράφι; Το ξεδιπλώνεις το κοκορέτσι; Το ξεχωρίζεις το κυδώνι; Το ξύνεις το καρότο; Το ξυρίζεις το κουνάβι; Tο καθαρίζεις το αγγούρι; Το κανελώνεις το ρυζόγαλο; Το κλείνεις το πατζουρόφυλλο; Το λαδώνεις το σαζμάν; Το λέμε το ποίημα; Το μαστιγώνεις το δελφίνι; Το πάμε το γράμμα; Το πεταλώνεις το άλογο; Το πνίγεις το κουνέλι; Το πνίγεις το ποντίκι; Το πλέκεις το καπέλο; Το ρουφάς το κανελόνι; Το σερβίρεις το παστάκι; Το σηκώνουμε το σακάκι; Το σκάμε το δυναμιτάκι; Το στίβεις το βερίκοκο; Το στραγγίζεις το καταϊφι; Το στρίβεις το παξιμάδι; Το σφίγγεις το αυγό; Το σφίγγεις το ξινόμηλο; Το σφουγγαρίζεις το σαλόνι; Το τινάζεις το μαξιλάρι; Το τινάζεις το χαλί; Το τινάζεις το χταπόδι; Το τρίβεις το πιπέρι; Το τρως το μυδοπίλαφο; Το τσιγαρίζεις το κοτόπουλο; Το τυλίγεις το φίδι; Το τυλίγεις το πούρο; Το πνίγεις το κουνέλι; Το στρίβεις το πόμολο; Το σφίγγεις το μπουλόνι; Το φοράς το κιμόνο; Το χτενίζεις το καταϊφι; Το ψήνεις το μπιφτέκι; Το ψήνεις το τσουρέκι; Τον απλώνεις τον τραχανά; Τον βουτάς τον κολιό στο ξύδι; Τον γλύφεις τον λουκουμά; Τον ισιώνεις τον γύρο; Τον ξαλμυρίζεις τον μπακαλιάρο; Τον ξεφλουδίζεις τον γερμά; Τον ξυρίζεις τον καλόγερο; Τον τινάζεις τον λουκουμά; Τον τσουρουφλίζεις τον αστακό; Τον φουσκώνεις τον Αη-Βασίλη; Τον φυσάς τον κουραμπιέ;

- Ρε συ Σάκη, άκουσα ότι εσύ και ο Μιχάλης..
- Όχι, ψέμματα είναι!
- Μα ρε μου είπανε ότι σας είδανε στο πάρτυ..
- Όχι δεν έγινε..
- Ρε σίγουρα δεν το τρίβεις το πιπέρι;
- Όχι
- Μήπως ανοιγοκλείνεις το συρτάρι και δε μας το λες;
- Όχι
- Δηλαδή δεν το χτενίζεις το καταΐφι;
- Φτάνει πια...! Απλά ένα φιλικό φιλί ήτανε. Ντάξει;;
- Α, δηλαδή τον φυσάς τον κουραμπιέ... Στη μάνα σου το 'πες;
...

Το ξεσκονίζεις το σκρίνιο;  (από dipyadip, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό φραστικό, ενδεικτικό για γυναίκες. Ένα μουνιδάκι κάνει ένα γυναικάκι δηλαδή. Χρησιμοποιείται από ξεφτιλισμένα ατομάκια που αναφέρονται στο αυτοκίνητό τους ως «Κορολίδι» αν είναι το Corola κλπ κλπ

Έλα ρε Χελά Καβούρι, πότε θα κατέβουμε για κανα ύπουλο καφεδίδι Αγ. Παρασκευή να κοζάρουμε τίποτα μουνιδάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλαιό ελληνικό απόφθεγμα «ένα ίσον κανένα» που έλεγε ο λαός στα δύσκολα χρόνια της φτώχειας, της ανέχειας και των πολέμων για να σχολιάσει τη μεγάλη παιδική θνησιμότητα και να ενθαρρύνει την αβέρτα κουβέρτα τεκνοποίηση για τη διαιώνιση του έθνους, στην εποχή μας έγινε σχόλιο για το άτοπο της πίστης προς το έτερον ήμισυ.

- Ρε άνθρωπε, άντρας είσαι κι εσύ, έχεις τις ανάγκες σου, δεν πρέπει να τις καταπιέζεις, σέρνονται και ψυχολογικά διάφορα... πρέπει να γαμήσεις, εγώ στο λέω... πρέπει να γαμήσεις. Τελεία.
- Άντε πάλι τα ίδια... μη με τρελαίνεις ρε μαλάκα, εγώ δε γαμώ; Εγώ δε γαμώ; Κι η Σοφία τι είναι, καλοριφέρ; Μουνί δεν έχει η Σοφία; - Μία ίσον καμία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified