Αυτός που χέζεται τόσο πολύ που δεν μπορεί να τα κρατήσει
Λέγεται και για τις λούγκρες επειδή εικάζεται ότι λόγο της σεξουαλικής τους δραστηριότητας...απλά δεν μπορούν να τα κρατήσουν.
Αυτός που χέζεται τόσο πολύ που δεν μπορεί να τα κρατήσει
Λέγεται και για τις λούγκρες επειδή εικάζεται ότι λόγο της σεξουαλικής τους δραστηριότητας...απλά δεν μπορούν να τα κρατήσουν.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Το λεσβάκι, η μικρή ή / και μικροκαμωμένη λεσβία.
- Ωραία μωρό η Σήλια.
- Ποιο καλέ, το σβάκι;
- Α ναι;
- Ου καλά είσαι... Πάμε γι άλλα, καλύτερα.
Got a better definition? Add it!
Η λεσβόγκα, η μεγάλη σε μέγεθος ή/και σε ηλικία ή/και σε εμπειρία λέσβω.
Μεγάλη σβόγκα η Ντανιέλα. Είναι και σα γαμώ το χριστό μου, σα φάλαινα. Απορώ πώς τη γουστάρουνε τα σβάκια.
Got a better definition? Add it!
Γνωστό και ώς αντρογύναικο. Χαρακτηριστικός τύπος λεσβίας, συνήθως κοντή με μπυροκοιλιά, αμελητέο στήθος, μαλλί με αντρικό χτένισμα. Παπουτσάκι χωρίς τακούνι ή άρβυλλο τύπου timberland (αλλά όχι timberland) τζην και από πάνω κοντομάνικο τύπου πόλο μπλουζάκι (αλλά όχι Polo ούτε Lacoste) 3 νούμερα μεγαλύτερο (να μη φαίνεται το βυζί), φορεμένο μέσα από το παντελόνι το καλοκαίρι, ή καρό πουκάμισο με αντρικό δερμάτινο (δερματίνη) μπουφανάκι. Καπνίζει Kent ή και Leader. Το καλοκαίρι πίνει μόνο Amstel και πάντα χωρίς ποτήρι, το χειμώνα πίνει Τζόννυ (κόκκινο όχι μαύρο). Στο αυτοκίνητο ακούει πάντα Καζαντζίδη ή και Ζαγοραίο (όταν έχει νταλκάδες). Παίζει κορυφαίο τάβλι, δηλωτή και άλλα παιχνίδια του καφενείου. Είναι ειδική στο γλυφομούνι (προτιμάει να γλύφει παρά να τη γλύφουν), με καλύτερες επιδόσεις από τους περισσότερους άντρες. Έχει μεγάλη αδυναμία στα πιπίνια και άμα πάει να της χωθεί κανένας και να διεκδικήσει το πιπίνι, αρχίζει και τσαμπουκά. Φυσικά βρίζει σαν λιμενεργάτης και άμα τύχει βαράει κιόλας.
- Κοίτα ένα καραλέσβιο ρε μαλάκα που έχει πλευρίσει το γκομενάκι.
- Σκάσε ρε μαλάκα! Αν σε ακούσει ρίχνει και μπουνιές αυτή.
Σχετικά: λεσβολιδοσκοπώ, λεσβία από κούνια, λέσβω / λεσβόγκα, αρσενικιά, τζιβιτζιλού, τριβίδι, μπιφτεκού, αριστεροκάβαλη.
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα η οποία δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στις σεξουαλικές συνευρέσεις με δύο άντρες. Ο όρος προέρχεται από το γνωστό τρόφιμο, στο οποίο τα υλικά τοποθετούνται ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμί.
- Φίλε, γνώρισα μια παρτουζού... Τρέφεται μόνο με σάντουιτς.
- Το βράδυ σπίτι σου;
Got a better definition? Add it!
Εξυπηρετώ, κάνω το χατίρι κάποιου, επιδεικνύω ειδική μεταχείριση. Εναλλακτικά: συστήνω σε κάποιο γνωστό μου άτομα του αντίθετου φύλου.
- Φίλε, γνώρισα μια παρτόλα... τρέφεται μόνο με σάντουιτς.
- Ε, φτιάξε με ρε μαλάκα!
(μετρ σε γνωστό κέντρο διασκέδασης)
- Ρε φίλε, με γαμάς. Τέτοια ώρα που μου ήρθες πώς να σε φτιάξω;
Got a better definition? Add it!
Συνθηματικό για την πράξη του αυνανισμού. Αποτελεί καμουφλάζ του λατινικού «manus» που σημαίνει χέρι, σε όνομα γυναίκας που συναντάται κυρίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής (πολύ δημοφιλές στις βραζιλιάνικες σαπουνόπερες).
- Πού πας Αντρέα;
- Να παίξω με τη μανουέλα...Από τότε που με άφησε η Ερατώ, δεν κάνω και τίποτα άλλο...
- Ρε, άκουσα ότι ο Βαγγέλης βρήκε γκόμενα. Αληθεύει;
- Σιγά μην βρήκε ο Βαγγέλης άλλη...Αφού ξέρεις πόσο πιστός είναι στη μανουέλα...μπουχαχαχαχαχα!!
- Άσ' τα... και σήμερα καμία γκόμενα δεν χτυπήσαμε γαμώ την τύχη μας μέσα!!
- Μην ανησυχείς αγόρι μου...Αφού μας περιμένει σπίτι η μανουέλα, τι στενοχωριέσαι..;
Got a better definition? Add it!
Μέγιστο αξίωμα του Πολεμικού Ναυτικού, που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για να δηλώσει τον άντρα που πηγαίνει με οποιαδήποτε γυναίκα.
Συνηθισμένο συνώνυμο: σαβουρογάμης, ο
Πιο εξεζητημένο: Σάββας Ουρογάμης
- Καλά ρε μαλάκα, μέχρι και το τρίμπαζο την Ελένη πήδηξε ο Μήτσος; Τόσο σαβουρογάμης είναι;
- Ρε, δε βλέπεις τα γαλόνια; Ναύαρχος είναι ο άνθρωπος.
Βλ. και σχετικό λήμμα Σάββας (ο)
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται όταν μια γυναίκα συμπαθεί ιδιαιτέρως έναν άντρα. Προέρχεται από τη μορφολογία του γυναικείου γεννητικού οργάνου. Καλό είναι όταν μεταχειριζόμαστε τον όρο αυτόν να εκτελούμε και τη χαρακτηριστική κίνηση με τα χέρια.
- Μαλάκα, μου φαίνεται ότι η Μαρία σε γουστάρει.
- Μόνο ρε; Λιώνει για μένα το μωρό. Όποτε με βλέπει ακούγονται παλαμάκια.
Got a better definition? Add it!
Ο έχων την επιμονή εις το να κάνει πιστευτές προς τους άλλους τις όποιες τυχόν απόψεις του, ανεξαρτήτως της ορθότητας τους. Ενίοτε μάλιστα μη αφορούσες καν τους άλλους.
Ο πολύ παραγωγικός άντρας (γαμιάς) που τίποτε δεν αφήνει αγάμητο έστω και αν πρόκειται στο μέλλον η άλλη να κυοφορήσει με τις όποιες νομικές συνέπειες / επιπτώσεις.
- Άσε μας ρε Νικόλα, μας τα έχεις τα έχεις πρήξει εδώ και μια ώρα με την Σούλα και τι σου είπε και τι της είπες... γκαστρώνεις γαϊδούρα στον ανήφορο ρε μαλάκα, δεν με αφορά το θέμα σου.
Εγώ ρε μαλάκες δεν γαμώ... Εγώ έχω κάτι σηκωμάρες τώρα που γκαστρώνω και γαϊδούρα στον ανήφορο.
Βλ. και σχετικό λήμμα γαμάω γαϊδάρα στον ανήφορο, γαμάω γάιδαρο στην ανηφόρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified