Αντί να τον παίρνετε από πίσω, κάντε του μία πίπα. Πίπες Νταϊάνα. Η πρώτη πίπα.
πίπα HERB
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μαλακοκαύλης.
- Ρε Τάκη, αυτός εκεί με τη γκόμενά σου τι κάνει;
- Ποιος ρε; Αυτός; Αυτόν δεν τον φοβάμαι μη μου φάει τη γκόμενα... είναι μούφα και κάμα σούπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μονδέρνα παραλλαγή του «Άει γαμήσου». Από τη στιγμή που έγινε κατανοητό πως το τελευταίο δεν αποτελεί κατάρα αλλά ευχή, τα πράγματα άλλαξαν και η βρισιά βρήκε το ανανεωμένο της πρόσωπο. Ειδικά όταν το άτομο προς το οποίο απευθύνεται είναι καμιά παρτόλα ή πράγματι αγάμητη, βδομάδες, μήνες, χρόνια, δεκαετίες.
Μπα που να μείνεις αγάμητη μωρή κακόγλωσση, τι θες και μιλάς και τα γκαντεμιάζεις όλα!
Got a better definition? Add it!
-Φιλενάδα, μην τα πιστεύεις αυτά που λένε για το Γιάννη. Πρόωρος είναι. Πρώτο πήδημα 2 λεπτά, δεύτερο πήδημα 3 λεπτά, τρίτο πήδημα ενάμισι λεπτό, κι αυτό όχι σίγουρα... δεν κρατούσα και χρονόμετρο. Πρόωρο το τεκνό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βουκολικό πηδύλλιο, κατά την «Ποιμενική Συμφωνία» του Ludwig van Beethoven.
Assist: GATZMAN.
- Πώς περάσατε το σου κου; Σε πήγε στο Μέγαρο να ακούσετε την «Ποιμενική Συμφωνία» του Μπετόβεν;
- Μπα, πήγαμε εκδρομή στον Παρνασσό, και πρωταγωνιστήσαμε στην ποιμενική συμφωνία του Μπαινόβγαιν, δικής μας παραγωγής...
- Α, κατάλαβα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
La pipa e bella.
- Αντώνη, εγώ εχθές πηδούσα όλη τη νύχτα.
- Εμένα μου 'κανε τσιμπούκια η Ρουμάνα. Και να μου το θυμηθείς φιλαράκι. La pipa e bella.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δείτε όμως και τι άλλες ερμηνείες δίνει ένα παλιό λεξικό (Δημητράκου, 1959). Αντιγράφω:
Άνθρωπος αντοχής
Γενναιόκαρδος
Μαλάκα, τερμάτισες τον Μαραθώνιο;! Είσαι και γαμώ τους πουτσαράδες!
Το μόνο σίγουρο που έχω να πω για τον καλό μου είναι ότι είναι μεγάλος πουτσαράς.
Δες και -άρας, -αράς.
Got a better definition? Add it!
Καθαρευουσιανισμός, που χρησιμοποιείται κυρίως όταν περιγράφουμε μήκος πέους με χαρακτηριστική χειρονομία. Συνήθως, συντάσσεται ως: «Μια πούτσα να! (χειρονομία) Μετά συγχωρήσεως...». Κατ' επέκταση και με άλλες σεξουαλικές εκφράσεις.
Ο καθαρευουσιανισμός αρχικά σκοπεύει να αποσπάσει την ευμένεια του ακροατή μας και να δείξει ότι δεν είμαστε χυδαίοι χρήστες της αργκό, αλλά το κάνουμε μόνο και μόνο λόγω περιστατικών αναγκών περιγραφής, ενώ μιλάμε και καθαρεύουσα άμα λάχει. Πάντως, τώρα πια, η έκφραση χρησιμοποιείται περισσότερο για σλανγκικό χαβαλέ.
Ασίστ: Χανκ.
Μια πούτσα να! (χειρονομία) μετά συγχωρήσεως!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι γνωστό το δίλημμα: Πουλχερία ή φιστίκι; Διά χειρός Βαράγκη ή βαθύσκιωτο φαράγγι; Παραδόξως, υπάρχουν και επιχειρήματα υπέρ της μανουέλας, για τα οποία βλ. το λήμμα «σαν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι». Υπάρχει, όμως, κι ένα σοβαρό επιχείρημα υπέρ του γαμησιού: είναι εκ των ων ουκ άνευ στην διαδικασία κοινωνικοποίησης ενός ανθρώπου.
(Needless to say, το χιούμορ στο εν λόγω γνωμικό του λαού μας έγκειται και στο ότι ξεκινά σαν να είναι ισότιμα τα δύο μεγέθη και να πρόκειται για πραγματικό δίλημμα).
Ασίστ: acg.
Επαμεινώνδας: Όλο με κατηγοράει η γυναίκα μου, που τσιλημπουρδίζω. Προσπαθώ να της εξηγήσω ότι καλή κι η μαλακία, αλλά με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Να, τις προάλλες έψαχνα για γραμματέα μέσω αγγελίας, αλλά μάταια. Με το που πήγα στο ρετιρέ της Αμαλίας για το πάρτυ, γνώρισα ακριβώς την γραμματέα των ονείρων μου. Λάουρα την λένε. Έγινε η πρόσληψη στο τάκα-τάκα και τώρα πάμε για μονιμοποίηση.
Φίλος: Δεν ντρέπεσαι στην ηλικία σου εσχατόγηρω!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιδίδομαι σε ερωτικές αταξίες, μπερμπαντεύω, ερωτοτροπώ.
Στο Λεξικό Μπαμπινιώτη δίνεται η εξής ετυμολογία: Από το αρχαίο σιληπορδώ με τσιτακισμό, όπου το β' συνθετικό είναι η λέξη πορδή. Για το πρώτο συνθετικό, άλλοι λένε ότι πρόκειται για τον αρχηγό των Σατύρων Σιληνόν, ενώ άλλοι για το ρήμα τιλώ = έχω διάρροια.
Έχει ηνταρίσει ο Επαμεινώνδας κι ακόμα τσιλημπουρδίζει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified