Selected tags

Further tags

Κατά το «αιμοβόρος», αυτός-ή που ορμάει σαν αρπακτικό μόλις μυριστεί σπέρμα και το κατασπαράσσει σαν καλός νοικοκύρης-ά που είναι.

Σημειωτέον ότι, η λέξη «μοβόρος» μπορεί να παραχθεί και από το «σπερμοβόρος».

Πολύ μοβόρος αυτός ο Πέρι! Έχει χύσει το σπέρμα πολλών ιθαγενών εκεί στο Αμπιτζάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος πέρα από την πρωταρχική σημασία του που αναφέρεται στο φατσοβιβλίο, μπορεί εύλογα να σλανγκιστεί και ως επιτατικό συνώνυμο του μπουκάκι.

Στα αμερικλάνικα Facebukkake σημαίνει τον καταιγισμό ντιριντάχτα ιδεών, ή υπερβολικά ναρκισσιστικών φωτογραφιών, δίκην μαζικής εκσπερμάτισης/ μαλακίας μέσω του Facebook. Μία από τις επιμέρους μορφές Facebukkake είναι όταν, αφού χωρίσεις, «λούζεις» τον μακαρίτη/ μακαρίτισσα με υπερβολικό αριθμό φωτογραφιών του πόσο σούπερ τέλεια περνάς με το νέο σου γκόμενο/ γκόμενα. Γενικότερα, όταν επιμένεις να ποστάρεις αυτοαναφορικές μαλακίες, που δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλο παρά μόνο την αυτοαπορρόφησή σου. Craborg

Ανυποψίαστος Σλάνγκος: Μάγκες, έχω κλείσει ραντεβού σήμερα με ένα τρελό πιπίνι φεϊσμπουκάκι, την γνώρισα στο φατσοβιβλίο, (πολύ καυτές φωτογραφίες), και τώρα είπαμε να συναντηθούμε, αλλά θα φέρει και κάποιους φίλους της.
Μυημένοι Σλάνγκοι: Χα χα χα! Μ.Α.Ο.!
Α.Σ.: Γιατί γελάτε ρε παιδιά, είπα κάτι αστείο;

(από Khan, 21/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναφερόμαστε στον ομώνυμο φόρο που έπρεπε να καταβάλλεται από τούς μη Οθωμανούς υπηκόους κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ούτε μιλάμε ακόμα για τον φόρο που θα πέσει στα κεφάλια του κόσμου λόγω οικονομικής στύσεως.

Αναφερόμαστε στο φόρο, στο τίμημα ντε που πέφτει στο κάτω κεφάλι κάποιου, που εφορμώντας ακάλυπτος στο πεδίο της μάχης, αποκτά παράσημο τιμής και ανδρείας (π.χ: σύφιλη).

Πολλές φορές, αυτός ο φόρος αποδεικνύεται φόρος ζωής και έτσι μπορεί να πέσει μια και καλή στο κεφάλι κάποιου και να τον στείλει να κοιτάει μόνιμα τα ραδίκια ανάποδα.

- Έπεσε στο κεφάλι του Ντίνου κεφαλικός φόρος. Πάει να σκάσει ο άνθρωπος.
- Αφου δεν ψηφίστηκε ακόμα το θέμα ρε εσύ.
- Δε μιλάω ρε εσύ για τη νέα οικονομική εισφορά που πρέπει να δώσουμε.
- Τότε;
- Να, είχε.... πλακωθεί στο ξεσκούφωτο τον τελευταίο καιρό.....ε και πολύ θέλει....
- Δηλαδή;
- Ti δηλαδή; Παρασημοφορήθηκε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης:

  1. Ο πούτσος, ο πέοντας. Λόγω σχήματος. Μεγεθυντικά: λαμπάδα, κολώνα.

  2. Ο σωλήνας γύρω από τον οποίο εκτελούν το χορευτικό τους οι στριπτιζέζ. Βλ. παιδί του σωλήνα. Εννοείται ότι αυτή η δεύτερη σημασία λειτουργεί μεταφορικά ως προς την πρώτη.

  1. Τελικά, μήπως είμαστε όλοι παιδιά του σωλήνα;

  2. Τον χορεύει πολύ καλά τον σωλήνα η Σάντρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όπως λέμε κατάχαμα. Και χωρίς εσώρουχο.
  2. Όπως λέμε καταπρόσωπο. Και χωρίς εσώρουχο.

Πιθανή σχέση και με το Κατάκωλο... (γκμουχ)

  1. - Καλό ψωλί η Νιόβη, ε;
    - Πω πω δεν την μπορώ την βρωμιάρα... Ποτέ δεν φοράει βρακί κάτω από τη φούστα και, όπου και να βρεθεί, κάθεται κατάμουνα...

  2. - ... και την είχα που λές κατάμουνα, και...
    - Καλά, κόψε κάτι...

(από nick, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το πολύ αδύνατο και κοκαλιάρικο άτομο. Εδώ ο όρος, παραπέμπει σε νηστεία και σε αποχή από το φαγητό. Σχετίζεται δηλαδή, με καταστάσεις που παραπέμπουν σε τέτοιους σωματότυπους. (βλ.παράδειγμα 1).

Σχετικά λήμματα: σαμαροποαϊδα, λίγκρος, απ' τα κόκαλα βγαλμένη, τσίρος.

  1. Αναφορά σε κάποιο άτομο, που γενικά ή συγκυριακά έχει κόψει τις επικοινωνίες με τις κάτω χώρες, λόγω εργασιακών συνθηκών, πάρσιμου πινακίδων κλπ. Εδώ ο όρος, παραπέμπει σε νηστεία - αποχή από το σεξ. (βλ.παράδειγμα 2).

  2. Αναφορά σε κάποιο νηστίσιμο άτομο (βλ. παράδειγμα 3).

Συνώνυμη έκφραση (και για τις τρεις αναφερόμενες περιπτώσεις): Τη βγάζω σαρακοστιανά.

  1. - Πώς είναι έτσι η νέα φιλενάδα του Πέτρου;
    - Πώς είναι δηλαδή;
    - Εντελώς σαρακοστιανή μωρ' αδελφάκι μου. Σκέτη ακτινογραφία.

  2. - Ρε Πέτρο πολύ σαρακοστιανός έχεις γίνει τελευταία. Θα σε βαρέσει η αγαμία στο κεφάλι. Και στην κανονική νηστεία, ακόμα επιτρέπεται ανά περιόδους η κατάλυση ιχθύος
    - Δηλαδή;
    - Τι δηλαδή; Βούτα τον κολιό στο ξύδι μωρ' αδερφάκι μου.

  3. - Καλά... πολύ σαρακοστιανή η φιλενάδα του Μάριου.
    - Ναι ρε φίλε. Σωστή φάλαινα όρκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρητορικό ερώτημα που απευθύνεται στον περίγυρο, συνήθως με προέκταση των χεριών (όπως κατά την οδήγηση μηχανής), βραχνή φωνή και μαρσαρίσματα. Συνδέεται με χαβαλετζίδικες καταστάσεις.

Συνώνυμο: «θα γαμήσουμε»;

- Τι θα γίνει ρε παιδιά θα μαρσάρουμε καμιά φορά;;;
- Σβήσε ρε, σβήσε...

Για να σκίζεις...τα κύματα (από nasos, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαμώ και αιθεροβάμων, που προκύπτει από το αιθεροβατώ, δηλαδή περπατώ στον αιθέρα, άρα είμαι ουτοπιστής. Η αρχαιότατη αυτή λέξη μαρτυρείται καμία φορά στον Όμηρο, καμία στον Ησίοδο, σχεδόν μία στον Αισχύλο, και μία στον Βραστάνδρα.

Οι ερμηνευτές εικάζουν ότι η Πυθία του αναγραμμαντείου μπορεί να εννοούσε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

1) Ο ουτοπικός εραστής που θεωρεί ότι τίποτα λιγότερο από ένα θεόμουνο δεν είναι άξιο για τον πούτσο του. Τι λέω; Τι θεόμουνο; Ημιθεόμουνο και βάλε! Του αποδίδεται το Kavli Prize for best Utopia, κι εντέλει μένει με το Kavli στο χέρι. Στην δημοτική σλανγκ λέγεται αερογάμης και ανεμογάμης.

2) Ο αερογάμης με την έννοια ότι δεν γαμεί καθόλου, παρά μόνο αέρα. Ο Στρατηγός Άνεμος της σεξουαλικής ζωής. Σύγκρινε με ανεμογκάστρι.

3) Αυτός που εκτελεί γαμήσι του αέρος.

4) Ίσως κι αυτός που γαμά σε αεροπλάνο/ ελικόπτερο κτλ.

5) Εναλλακτικώς, αυτός που γαμεί αιθέρια ύπαρξη.

Μας έλεγε ο Πέρι ότι «ναι, μεν, καλό το Λίλιαν, αλλά του λείπει κάτι λίγο για να γίνει απόλυτη κλεψύδρα» και νομίζαμε ότι είναι αιθερογάμων. Τελικά αποδείχτηκε ότι το στίλβει το ελεφαντοστό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασσικό ελληνικό γυναικότυπο που θυμίζει μήλο.

Οι μηλαρούδες έχουν το κέντρο βάρους τους πάνω από την μέση: διαθέτουν στιβαρούς ωμούς και πλούσια βυζιά, πλαισιωμένα σε μια δυσανάλογα στενή λεκάνη, έναν επίπεδο κώλο και δύο λεπτά πόδια.

Α. Ασύμμετρες αναλογίες
Η αναλογία μέσης - γοφών μιας μηλαρούς είναι στην καλύτερη περίπτωση 0,80 ενώ η χρυσή αναλογία Fibonacci μιας κλεψυδρομούνας κυμαίνεται από 0,6 έως 0,7 το πολύ.

Β. Ασύμμετρες απειλές και ευκαιρίες
Οι μηλαρούδες έχουν ανδροειδή κατανομή λίπους. Συσσωρεύουν τα περιττά λίπη τους ενδοκοιλιακά, κυρίως στην μέση το στήθος και το πρόσωπο, και ωσεκτουτού είναι πιο ευάλωτες σε καρδιοαγγειακά τραλαλά από ότι οι αχλαδομούνες που τα αποθηκεύουν σε μπούτια και κώλο. Σε αντίθεση με τις αχλαδομούνες όμως, με σωστή διατροφή και γυμναστική οι μηλαρούδες χάνουν τα λίπη τους πιο γρήγορα και πιο ομοιόμορφα και μπορούν να προσεγγίσουν τον χαρακτηρισμό «μουνάρα». Εάν όμως παραμείνουν ανεξέλεγκτες, κινδυνεύουν να μεταμορφωθούν σε μπαζοειδείς ανδρούτσους.

Γ. Ασύμμετρο σεξ
Οι προκρινόμενες σεξουαλικές στάσεις, από οπτικής και απτικής απόψεως, είναι οι αντικριστές π.χ. ιεραποστολική, και μηλαρού-από-πάνω καθώς επιτρέπουν την βέλτιστη οπτική τέρψη και απτική ψηλάφηση των πλούσιων βυζιών της μηλαρούς. Αντιθέτως, κάθε μη αντικριστή στάση (π.χ. σκυλίσιο) συνεπάγεται χαμηλό πιτσιλαμπίλιτυ δεδομένου ότι η τυπικές μηλαρούδες είναι τετραγωνόκωλες ωσάν τον Μπόμπ τον Σφουγγαράκη.

[I]Γνωστές μηλαρούδες:[/i] Catherine Zeta Jones, Κate Winslet, Drew Barrymore, Elizabeth Hurley, Angela Merkel, Ντόρα Μπακογιάννη.

Βλ. επίσης: Αρχοντομούνα, κλεψυδρομούνα, λεβεντομούνα, αχλαδομούνα, πιπινέζα, Φρατζολίνα Ζολί

Πέρι: - Ρε συ το Μαριλού – η φίλη του Λίλιαν ντε! – λέει σαν γκομενάκι! Απίστευτο πρόσωπο, βυζί αναφοράς! Κρίμα που ο κώλος της υστερεί λιγάκι καθ’ ότι μηλαρού...

Μένιος: - Τελέρε! Το Μαριλού μετουσιώνει το όνειρο του κάθε μπάι: από βυζί Dolly Parton και από κώλο, Charlton Heston!!!

Πέρι: - Charlton Heston!!! Μ’ έφτιαξες, φιλαράκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιστροφή του τίτλου γνωστού μυθιστορήματος της Κατερίνας Τσεμπερλίδου «Όχι πια sex, μόνο φίλοι».

Λέγεται συνήθως από απηυδισμένα αρσενικά, που έχουν αποτύχει στις σχέσεις ακολουθώντας τη «φιλική» μέθοδο προσέγγισης και πόρευσης.

- Πάει κι η Ζωίτσα φίλε μου... μου τα φόρεσε. Φταίω εγώ, που την είδα και φιλαράκι της. Από δω και στο εξής όχι πια φίλοι, μόνο sex...

δες την αλλιώς... (από Jonas, 01/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified