Selected tags

Further tags

Αι εκτοξευόμεναι κατά ριπάς ρουκέτται παχύρρευστου ψωλόχυματος.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Η απαλή ως μαγνόλια παις, καίτοι επνίγετο σχεδόν από τας επα΄΄ηλους ορμητικάς σπερμαρορουκέττας, κατέοιε όλον τον γλοιώδη αρσενικόν οπόν, αγβνιζόμενη απεγνωσμένως να μη της διαφύγη ούτε μία σταγών...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 139)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ογκώδης και σφύζων ερωτικός σωλήν, η χονδροπούτσα.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...η χαρίεσσα κορασίς, αγαλιώσσα, εξετόξευσε πάλιν την γλώσσαν της και ήρχισε να γλείφη γρήγορα, ως έγκαυλος σκυλίτσα, το προ αυτής λιμνάζον σπέρμα, φανταζόμενη ότι το έγλειφε και το κατέπινε από την εμέσσουσαν αυτό μεγαλοπούτσαν του Μακ Γκρέγορ...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 133)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλιδερό, έγκαυλο τε και καυλωτικό.

Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά που χρησιμοποιούσε κι ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας ο Εμπειρίκος.

  1. Τι θα έλεγε άραγε ο κύριος Μακ Γκρέγκορ,εάν εμάνθανε ότι προ μιας και ημισείας ώρας, η μαμά της, αυτή η σοβαρή και ευγενική κυρία, είχε κάμει και αυτή μ α λ α κ ί α ν, όπως τα μικρά καυλιάρικα κορίτσια;
    (Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 129)

2.
Ένα ξανθό καυλιάρικο MILF που θα ήθελες να πηδήξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμιάς, ο επιβήτωρ.

Ο σύζυγος στα αρχαία (εκ του γαμέω, νυμφεύομαι).

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ο ευτυχής τετράπους γαμέτης, βατεύων αυτήν με οίστρον φλογερόν, εξέπεμπε από καιρού εις καιρόν συντόμους αλλά εξάλλους υλακάς ηδονής καθώς εκέντριζε με το αιχμήεν πέος του το εξαίσιον γυναικείον μουνί εις το οποίον είχε πλέον λυσιτελώς εισδύσει.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 16, σελ. 123)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαρτυρικώς καυλοσφαδάζων και καυλοπυρέσσων.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Μόλις ετελείωσε ο τριπλούς οργασμός, η Τζέην εξ οίκτου δια τον λαγνοσφαδάζοντα ανικανοποίητον μολοσσόν της... (ΛΟΓΟΚΡΙΝΕΤΑΙ!)
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 16, σελ. 122)

Αισθητοποίησις της κυνογαμευθείσης κορασίδος. (από Khan, 01/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κωλογαμήσι εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...η βατευόμενη μικρούλα Λαπωνίς, με τα μάτια της υπερμέτρως ανοικτά και γουρλωμένα, από την πίεσιν των ισχυρών και ανενδότων, των καυστικών, σχεδόν, εισδύσεων της πελωρίας και αιχμηράς κυνοψωλής, απελάμβανε τώρα βαθέως την υπό του ωραίου ζώου πρωκτογάμευσίν της.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 16, σελ. 121)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρός καυλάγγελος, η ψωλήνα, η καυλομουμούνα, η χαρίεσσα γητεύτρια του πέοντος καυλόπαις. Άλλη μια ανωμαλία του καυλοπυρέσσοντος lyrical gangsta Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Να μην συγχέεται με τις σύγχρονες μορφές ψωλόπαιδο ή ψωλοπαίδι που σημαίνουν κωλόπαιδο ή ψωλαράς.

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἡ ἐξαισία ψωλοπαίς, ἐννοοῦσα τί ἤθελεν ὁ νέος θαυμαστής της καὶ γνωρίζουσα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀνέμενε (ὤ, πῶς!) διὰ νὰ χύσηι καὶ αὐτή, επρόκειτο νὰ λάβηι (καὶ ἀσφαλῶς εἰς μεγάλην ποσότητα) χώραν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν, ἔλαβε τὴν ὑπερσφύζουσαν ψωλάραν εἰς τὸ στόμα της καὶ κλείουσα σφικτὰ τὰ χείλη της γύρω ἀπὸ ὅσον μποροῦσε μεγαλύτερον μέρος τοῦ πελωρίου καυλοῦ ἤρχισε νὰ βυζαίνηι περιπαθῶς τὴν δονουμένην καυλοπούτσαν...
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 247).

Φωτό του Εμπειρίκου (από σφυρίζων, 21/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο του αγγλικού payroll, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί δια την αναφορά σε εφήμερο σεξουαλικό παρτενέρ (fuckbuddy), με την/τον οποία/ον συνευρίσκεται σε τακτά διαστήματα ο αναφερόμενος. Η πράξη γίνεται ίσως και από υποχρέωση, για να μην χαθεί η/ο παρτενέρ από την διαθεσιμότητα.

Άσε, μου έστειλε η Άντα να πάω σπίτι της απόψε και βαριέμαι απίστευτα. Έλα όμως που την έχω στο πέηroll και πρέπει να την πηδάω μια φορά τη βδομάδα, μη λακίσει και βρει άλλον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγιωτατισμός του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου για το πρωκτικό σεξ, το γνωστό μας κωλογαμήσι.

« Ένα λεπτό άκόμη », είπε ό Ναθαναήλ Λαίην εις την φρικιώσαν Μαρκελίνην, ένώ έν ρίγος ίσχυρόν διέτρεχε και τό ιδικόν του σώμα, διότι, έχων επιτέλους μαστιγώσει σήμερον τήν Μαρκελίνην και μάλιστα 11 φοράς από της μεσημβρίας, επρόκειτο τώρα νά την ξυλοκοπήση διά 12ην φοράν, αφού ή συμπεριφορά της Γαλλίδας τυχοδιώκτιδος έν τη αίθούση της εκθέσεως τον είχε λυτρώσει από την πέδην και του έπέτρεπε νά συνενώση, τάς μέχρι τούδε χωριστάς έν τη συνειδήσει του εννοίας —της τιμωρού Αγριότητας και της ηδονής— εις μίαν μοναδικήν έννοιαν και μίαν μοναδικήν παρώθησιν, τήν άλγολαγνικήν. Ούτω ή άνηλεής μαστίγωσις δέν ήτο παρά είς πρόλογος, ένα προοίμιον μιας συνουσίας σαδιστικής, μιας πρωκτοσυνουσίας, ενός σοδομισμού πού αι διαστάσεις του πέους του περισσότερον ακόμη από τήν αιμάσσουσαν κατάστασιν των φλεγομένων γλουτών του θύματός του καθίστων έπόδυνον δια τήν Μαρκελίνην.
« «Ενα λεπτόν άκόμη», άνεφώνησε, μέ φωνήν προδίδουσα τήν φοράν ταύτην όσον και ή καύλα του και ή λάμψις των ματιών του τήν λαγνικήν του έξαρσιν.
« Μη! . . . Μή!...», εκραύγασε ή Μαρκελίνη άλλόφρων. « Μή! . . . Μή και υπόσχομαι νά κάνω ο,τι θέλεις . . . νά είμαι καλή σάν άγγελος, υπάκουη σάν δούλη ...»
Σάν δούλη! ... Η τελευταία λέξις έδιδε περισσότερον άνάγλυφον εις τήν άρχέτυπον των παιδικών του χρόνων εικόνα, εις την άνάμνησιν του ξυλοδαρμού καί του βιασμού της μαύρης νεάνιδος, και εξομοίωνε άκόμη περισσότερον τήν Μαρκελίνην μέ τό θύμα του μαστιγίου του πάππου του και της χονδρής ψωλής του έπιστάτου . . Ω, πόσον μεγάλην ήδονήν θά έδοκίμαζε έντός ολίγου δέρων άκομη μίαν φοράν την έρωμένην του καί έπειτα γαμών αυτήν είς τον πυρέσσοντα κώλον της! .. . (Εμπειρίκος και BDSM).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην Auto/moto σλανγκ, είναι η πλαγιολίσθηση του πίσω μέρους του οχήματος (κώλος) πάνω σε στροφή, η οποία επιτυγχάνεται με παίξιμο με το γκάζι και με ξαφνικές τιμονιές, συνήθως και με χρήση χειροφρένου (χειροφρενιά). Αγγλιστί fishtailing είναι η καθαυτό κωλιά (και καλά η κίνηση μοιάζει με το πλάγιο πηγαινέλα της ουράς του ψαριού), ενώ drifting είναι η συνολική πλαγιολίσθηση (δες εδώ αναλυτικώς για την ορολογία του drifting και εδώ για την πλαγιολίσθηση). Στη Λεξιλογία βλέπω ότι το fishtailing στα ελληνικά λέγεται και φιδάκι ή και ψαράκι. (Ανάλογα ισχύουν και για τις μηχανές).

  2. Κάπως πιο κυριολεκτικά, είναι ένα χτύπημα που δίνουμε με τον κώλο μας, λ.χ. για να κλείσουμε την πόρτα. Μια ειδική περίπτωση αποτελεί η κωλιά στο μπάσκετ, που πρόκειται για ένα αντικανονικό σκριν, όπου ο αμυνόμενος προσπαθεί να μπλοκάρει με τον κώλο τον επιτιθέμενο ή και να τον γαμήσει με τον κώλο. Είναι φάουλ, αλλά δεν δίνεται πάντα. Εδώ το δίνει και με τη σημασία του «χτυπήματος της παλάμης στους γλουτούς», πρόκειται δηλαδή για το γνωστό μας κωλοσκάμπιλο ή κωλοχτύπα, που συνηθίζουν οι καφροσέξουαλ επίδοξοι γαμαωδέρνουλες, όμως δεν το έχω ακούσει ή βρει στο γούγλη με αυτή τη σημασία.

1.α. Και του φεύγει μαλάκα πάνω στην κωλιά, και καρφώνεται στην κολόνα μπροστά στο καφέ. Να μας έχει φύγει όλους το κλαπέτο μιλάμε... (Βικάρειο παράδειγμα στα σχόλια στο κωλίδια).

β. Ο νεοέλλην και το αυτοκίνητο – Σπουδή. Οταν το αυτοκίνητο εισέβαλε στη ζωή του νεοέλληνα ( με κωλιές, παντιές, και τούμπες και σπιναρίσματα…).

γ. (Ινσέψιο εδώ):
Ο Κόλλιας κάνει «κωλιές». Όλα τα είχε τούτη η χώρα, δήμαρχο-καμικάζι όχι. Ο λόγος για τον πρώτο πολίτη της Τριφυλίας Κώστα Κόλλια, ο οποίος κάθε βράδυ, αφού βγάλει το κομψό και σικ δημαρχιακό του «κοστούμι», πετάξει και τη γραβάτα, βάζει κάτι πιο ανάλαφρο και τρέχει στους δρόμους του δήμου του για να δώσει την εκκίνηση σε κόντρες μηχανόβιων. Απορία στήλης: Αν συμβεί κανένα δυστύχημα (ατύχημα με νεκρό, Κώστα μου), θα πάρετε καμιά ευθύνη, ή από δήμαρχος-καμικάζι θα το παίζετε «Κινέζος»;

δ. Δείτε το σπάνιο βίντεο με τις κωλιές του διαστημικού οχήματος στη σελήνη. Έτσι εξηγούνται τα αποτυπώματα ρόδας που βλέπουμε με το τηλεσκόπιο.

2.α. Το ότι πετάει κωλιές ο Μπατίστ δεν αθωώνει τους υπόλοιπους παίκτες να κάνουν ό,τι θέλουν στα σκριν. (Από μπασκετικό φόρουμ).

β. Τον πλάκωσε στις κωλιές.

γ. -Αηδίαααα, αυτή δεν τρίβει τον κώλο της, του ρίχνει κανονικιές κωλιές στα μούτρα!! Θα συμφωνήσω με την Μπέτυ, παρακινδυνευμένος ο χορός. :lol: -Υπαρχουν και κοπροφιλοι,να σεβαστουμε την ιδιαιτεροτητα τους.

Διαστημικές κωλιές (από Khan, 03/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published