Selected tags

Further tags

Η εν κραταιά στύσει διατελούσα έγκαυλος ψωλή κατά την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου (πλην ουχί μόνον καθότι και εις το Νέτιον ευρίσκεται).

  1. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἡ ἐξαισία ψωλοπαίς, ἐννοοῦσα τί ἤθελεν ὁ νέος θαυμαστής της καὶ γνωρίζουσα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀνέμενε (ὤ, πῶς!) διὰ νὰ χύσηι καὶ αὐτή, επρόκειτο νὰ λάβηι (καὶ ἀσφαλῶς εἰς μεγάλην ποσότητα) χώραν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν, ἔλαβε τὴν ὑπερσφύζουσαν ψωλάραν εἰς τὸ στόμα της καὶ κλείουσα σφικτὰ τὰ χείλη της γύρω ἀπὸ ὅσον μποροῦσε μεγαλύτερον μέρος τοῦ πελωρίου καυλοῦ ἤρχισε νὰ βυζαίνηι περιπαθῶς τὴν δονουμένην καυλοπούτσαν, ἕως που μετὰ 20 περίπου δευτερόλεπτα τοιαύτης γλυκαντλήσεως καὶ πέντε λεπτὰ μετὰ τὴν ἔναρξιν τῆς πεολειχίας, ἐνῶ ἐσείετο σπασμωδικῶς καὶ ραγδαίως ἐπὶ τοῦ καλύμματος τῆς λεκάνης ὑπὸ τὸ μανιῶδες τρίψιμον τοῦ μεσαίου δακτύλου της εἰς τὴν σπαργῶσαν κλειτορίδα της, προβάλλουσα ταχέως καὶ παλμικῶς τὸ ἀνοικτὸνὡς τριαντάφυλλον αἰδοῖον της, ἡ παῖς, εἰς ἕναν αφαντάστως ἄσεμνον καὶ συγκλονιστικῶς ὡραῖον χορὸν τῆς ἡβικῆς της χώρας, ἐκθλίβουσα ἀπὸ τὸ αἰδοῖον της πολλὰς μικρὰς σταγόνας μουνογάλακτος καὶ πιέζουσα τοὺς βαρεῖς ὡς ὠὰ γαλοπούλας ὄρχεις τοῦ Ἄγγλου εὐπατρίδου, ὁ λόρδος Κλίφφορντ, ὠθῶν τώρα τὸ πέος του ἐμπρὸς καὶ πίσω πολὺ γρήγορα (ἀλλὰ μὲ μικρὰν τὴν παλινδρομικήν, ἕνεκα τοῦ μεγέθους τῆς ψωλῆς του γαμικὴν διαδρομήν) μεταξὺ τῶν ἁπαλῶν χειλέων τῆς Ἔθελ, καὶ συγκρατῶν τὴν κεφαλὴν τῆς ψωλοθηλαζούσης αδιακόπως παρὰ τὴν σφοδρότητα τῶν γαμικῶν κινήσεών του τὸν ποῦτσον του παιδίσκης, ὥστε νὰ μὴν ξεφύγηι τὸ τεράστιον γεννητικόν του μόριον ἀπὸ τὴν τρυφεράν του φωλέαν, λαγνοβοῶν στεντορείως, γαμοῦσε μὲ παραφορὰν ὁ λόρδος τὴν ἀγγελικὴν ψωλομουμούναν εἰς τὸ στόμα... (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 247).

  2. Καυλοπουτσα στο κωλο και χυσιμο θελει το καριολακι. (Από το Φέισμπουκ).

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 21/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσισμός του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου για τα (εγκληματικά για τα χρηστά ήθη) κοριτσάκια που πρωταγωνιστούν στον «Μέγα Ανατολικό».

Βλ. επίσης: μουνίτσα, μουμούνα, μουνάγγελος, ψωλάγγελος, καυλάγγελος, αγγελοπούτα et al.

  1. Μουνέλλα, κούκλα µου, άκουσε... Έτσι που ανοίγει τό βρακάκι σου, αν σταθής όρθια, δεν θα δω καλά τό µουνί σου... Θα κάνουµε λοιπόν κάτι άλλο.. Θα ανεβής στον πάγκο, στα τέσσερα, θα σκύψης µπροστά, θα άνοιξης καλά τά πόδια, µε τουρλωµένον πολύ τόν κώλο σου, και εγώ θα κοιτάξω τό µουνί σου από πίσω.
    (Μέγας Ανατολικός, Τόμος Ι, σ. 108).

  2. Άαα!... Άαααα!... Ώωωχ!... Άααααχ!... Μουνίτσα μου!... Μουνέλλα μου!...Μαλακίτσα μου!... Είσαι ένα πολύ ωραίο... και καλό... πολύ καλό... γλυκό κορίτσι... Μουνάγγελος!...
    (Μέγας Ανατολικός, Τόμος ΙΙ, σ. 19).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσισμός του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου για τις (εγκληματικά για τα χρηστά ήθη) μικρές φραπεδιάρες ψωλοτρομπάρισσες.

Άαα!... Άαααα!... Ώωωχ!... Άααααχ!... Μουνίτσα μου!... Μουνέλλα μου!...Μαλακίτσα μου!... Είσαι ένα πολύ ωραίο... και καλό... πολύ καλό... γλυκό κορίτσι... Μουνάγγελος!...
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος ΙΙ, σ. 19).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευρισκόμενος σε κατάσταση κατανυκτικής γενετησίας μακαριότητας.

Λυρικότατη λεξιπλασία του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ήτο ένα θαυμάσιο γαμήσι. Η γυναίκα στέναζε και βογγούσε από την γλύκα, και, ενώ την ψωλοκοπαλούσε ο εραστής της, εκείνη κουνούσε, κουνούσε με τρομερή λαγνεία τον στρόγγυλο της κώλο, που άσπριζε στο σκοτάδι, σαν χλωμό φεγγάρι (...) Ναι, ήταν μια θαυμάσια σκηνή και ήμουν πολύ τυχερός που βρέθηκα εκεί, για να την παρακολουθήσω, ή, μάλλον, για να την απολαύσω, σαν αλληλέγγυος με τους δυο γαμοπαρμένους μπρος μου, φλεγόμενος οπταστής.
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 65-66).

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ως φλεγόμενος οπταστής τε και φωτογραφίζων. (από Khan, 21/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα σκληρή προσβόλα σε βάρος κυρίως γυναικώνε, but not apoclestically.

Σ.ς.: ένα από τα ελάστιχα μπινελίκια του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου που δεν εμπεριέχει ούτε ένα νανοψήγμα εν δυνάμει γουτσισμού ή χαριτωμενιάς.

  1. « Αχ, είναι πολύ τυχερό τό βρωμοπούτανο ...» έλεγε μέσα της η ζηλότυπος νεάνις, και η καρδία της εξεσχίζετο καθώς εσκέπτετο ότι αυτήν τήν εμέσσουσαν ωραίαν ψωλήν και αυτό τό αφειδώς εκτοξευόμενον εις τό στόμα τής Έθελ παχύ σπέρμα, όπως και τάς πράξεις που ωδήγησαν εις τήν εξακόντισιν τού ψωλοχυμού, τόσας φοράς τήν νύκτα εκείνην, θα ημπορούσε, με ολίγην καλήν τύχην, να τά είχε απολαύσει αυτή ...

2.
Δεν λεω οτι εισαι βρωμοπουτανο,αλλα τα γεγονοτα μιλανε απο μονα τους...

3.
Αντε γαμησου ρε βρωμοπουτανο της δαπ....θα σου παρω το μαλλι και θα σφουγγαρισω με αυτο ολους τους υπονομους της Αττικης...μετα θα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δια χειρός, δια στόματος ή δι' οιασδήποτε ετέρας μηχανικής μεθόδου επαυνάνισις της πούτσης ή του μουνέττου, ίνα προκληθή πυκνόρρευστος πλημμυρίς ερωτικού γλεύκους (βλ. ψωλόχυμα, μουνόχυμα).

Χαρακτηριστικό φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου που εξακολουθεί να πάλλεται, να σφύζει και να δονείται.

1.
Ομιλούμε κύριοι η Ματμαζελίτσα είναι δια μέγιστη ΣΠΕΡΜΑΝΤΛΗΣΗ! @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo @!jo

2.
Σάλιο για γκόμενα δεν υπάρχει... μόνο η χήρα με τα πέντε ορφανά για τη σπερμάντληση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που είναι η ίδια έγκαυλος ή που προκαλεί καύλαν εις τους άλλους. Ανήκει στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, πλην ουχί αποκλειστικώς.

  1. ελα τώρα καυλοκοπέλα μου, αφού όλοι ξέρουμε ότι ο Λαγουδάκης σου έχει δώσει το άντερο στο χέρι πόσες φορές. Αφέσου... (Από μπουρδελοσάιτ).

  2. Ἦτο οπωσδήποτε κρῖμα νὰ χάσω καὶ ἐγὼ καὶ ἡ ὑπηρέτρια μία ἐπιπλέον ἀπόλαυση, καὶ νὰ μὴ χαρῶ ἐγὼ μία ἐπὶ πλέον δόσι μουνοχύματος, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ ἦτο μπόλικη ὅσο καὶ εὔγευστη καὶ ὡραία... Ἀπεφάσισα λοιπὸν νὰ «αποτελειώσω» τὴν καυλοκοπέλλα, κάνοντάς την νὰ χύσηι, πρᾶγμα ποὺ ἤμουν βέβαιος ἀπὸ τὴν κατάστασίν τοῦ μουνιοῦ της ὅτι θὰ συνέβαινε πολὺ γρήγορα ἂν τῆς τὸ χάιδευα ἔστω καὶ λίγο... (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 142).

Υπηρέτρια καυλοκοπέλλα (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο του Ανδρέου Εμπειρίκου σημαίνει ειλικρινώς και ουχί ειρωνικώς τον μικρόν και εισέτι άτριχον καυλάγγελον των παιδοφιλικών ονειρώξεων του ποιητού.

«Μὲ ἄλλα λόγια σᾶς ἀρέσουν πολύ οἱ μικροῦλες ποὺ τὶς ὀνομάζουν μπεμπέκες. .. Δηλαδὴ τὰ κοριτσάκια ποὺ δὲν ἔχουν βγάλει ἀκόμη τρίχες στὰ μουνάκια των». (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 136).

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην Auto/moto σλανγκ είναι ό,τι και η κωλιά ή το κωλίδι, δηλαδή «η αποσταθεροποίηση του πίσω μέρους του αυτοκινήτου πάνω σε στροφή ή σε κυκλική πλατεία με αποτέλεσμα την προσωρινή πλαγιολίσθηση. Επιτυγχάνεται συνήθως με τη χρήση χειροφρένου ή με συνδυασμό απότομης τιμονιάς και παιξίματος με το γκάζι». Παρομοίως και για πλαγιολίσθηση με μηχανάκι.

  2. Στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, αποτελεί γουτσιστική προσφώνηση προς καυλόπαιδα, ήτις έχουσα απωλέσει και την ετέραν αυτής παρθενίαν, ήτοι έχουσα υποκύψει σε πρωκτογάμευσιν τε και πρωκτοσυνουσίαν (κατά τους εμπειρίκειους όρους) δύναται πλέον να αποκληθεί τρυφερώς υπό του σκυλογαμεύσαντος αυτήν ουχί μόνον Μουνίτσα, αλλά και Κωλίτσα και Κωλέττα.

1.α. Από Κηφισιά προς Πολιτεία στη διχάλα Πολιτεία ή Κοκκιναρά παλιά που ήταν πολύ πιο άνετη έμπαινα με ολίγον κωλίτσα (προέκυπτε με το ζόρι με τιμονιά). Μια φορά με κάτι τραγικά Goodyear Allweather στην παλιά Μερσεντές η όλη κατάσταση είχε ξεφύγει ελέγχου (εκκρεμοειδείς κινήσεις της ουράς από απανωτές υπερδιορθώσεις). Βλέπω και κάποιον πεζό με την άκρη του ματιού και λέω ας μην ρισκάρω και παραδέχομαι την ανεπάρκειά μου. Πατάω φρένο ολοκληρώνοντας εντυπωσιακό τετακέ. Βρέθηκα ωραιότατα παρκαρισμένος δίπλα στο πεζοδρόμιο της δικής μου κατεύθυνσης, απόλυτα παράλληλος και χωρίς να χτυπήσω στο πεζοδρόμιο απλά κοιτώντας ανάποδα! Από αυτά που κάνουν κάτι κασκαντέρ!

β. Εκτός κι αν με το μπαντιλίκια εννοούμε καμιά κωλίτσα ίσα να φύγει λίγο η ουρά, ή έχουμε τέτοιες χερούκλες που μπορούμε να ντριφτάρουμε με τη φόρα (κι αρκετα χιλιόμετρα) οπότε τα καταφέρνουμε (σχετικά) και χωρίς μπλοκέ.

γ. πλάκα πλάκα με κανα εξατμισόνι τόγκα ξετάπωτο κάνει μινι-κωλίτσα στο ανοικτό παράθυρο του θύματος κ κολλάς το γκάζι μέχρι να ακούσεις τη φωνή του να καλύπτει το σκάσιμο του κόφτη.

  1. «Ἄααχ! Ὤωωχ!... Μὰ τι ὡραῖα ποὺ τὰ λὲς καὶ ποὺ τὰ κάνεις ὅλα!... Θὰ δεῖς τι ὡραῖα ποὺ θὰ περάσουμε στὴν καμπίνα μου, μαζύ, γλυκειὰ Μουνίτσα μου, πού... ποὺ ἔγινες τώρα καὶ Κωλίτσα μου... καὶ Κωλέττα μου... Θὰ δῆις, θὰ δῆις χρυσό μου κοριτσάκι...» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 240).

(από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου σημαίνει το νεαρώτατον κοράσιον που συμπεριφέρεται ήδη ως πούτα ή, μάλλον, ως αγγελοπούτα λόγω της αγγελικής εμφανίσεως της καυλαγγέλου καυλόπαιδος. Χρησιμοποιείται σε γαμησιάτικα ή αυνανιστικά μπινελίκια, όπου με τον χαρακτηριστικό στον Εμπειρίκο «μίνιμουμ σαδισμόν» εξυβρίζεται η ερωμένη ώστε να επιταθεί η καύλωσις του ερώντος ή της ερώσης. Πέον να σημειωθεί ότι το πουτανοκόριτσο είναι κυριολεκτικά (άνευ λινκ) κορίτσι, ήτοι ανήλικη παιδίσκη, σύμφωνα με τις προτιμήσεις του ποιητού που θα έκαναν τη σύγχρονη κορεκτίλα να φρίξει (δικαίως μάλλον) και τον Αλέξανδρο Αβρανά να γυρίσει δέκα ταινίες για τη νεοελληνική οικογένεια που εκπορνεύει τα νεαρά μέλη της.

Εκτός του Εμπειρικείου λογοτεχνικού σώματος το βρίσκω ως βρισιά για νεαρό κορίτσι.

  1. «Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο...» ἐψιθύρισε σφαδάζουσα εἰς τὴν κρυφήν της σκοπιὰν ἡ βοηθὸς τοῦ ταχυδακτυλουργοῦ Γκρεγκουάρ. Καὶ ἀποταμιεύουσα ἄθελά της, παρὰ τὴν ζηλοτυπίαν της, μὲ ἀπληστίαν τὸ ὡραῖον καὶ συνταρακτικὸν τοῦτο θέαμα εἰς τὴν ψυχήν της, μὲ ἓν εἶδος ἐξάρσεως οδυνηρότατα ἡδονικῆς, ἡ Ὑβόννη ἐπανέλαβε μὲ ψίθυρον φλογερὸν καὶ μὲ μῖσος, ἐνῶ ἡ Ἐθὲλ ἐσείετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς σπασμούς τοῦ ὀργασμοῦ της: «Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο...» καὶ προσέθεσε «Ἀστροπελέκι νὰ πέσηι ἐπάνω σου, νὰ σὲ κάψηι». (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 155).

2. (προσεξτε οταν το άπλυτο πουτανοκοριτσο φωναζει εις διπλουν το «φασιστες κουφαλες ερχονται κρεμαλες») αχαχαχαχαχαχαχαχαχα

3. ΧΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ ΑΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟ ΠΟΥΤΑΝΟΚΟΡΙΤΣΟ ΑΣ ΕΡΘΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΤΟ ΠΕΙ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified