Selected tags

Further tags

Οι όρχεις, τα αρχίδια, τα καλαμπαλίκια. Χωρίς αυτά, κοκό γιοκ!

«...οι μονίμως ανικανοποίητοι δημόσιοι υπάλληλοι απεργούν γράφοντάς μας στα κοκόβια τους, ζητώντας αυξήσεις και προνόμοια που θα πληρώσει ο φορολογούμενος που δεν βγάζει ούτε τα μισά για διπλή εργασία...»
Από forum

Πρώην μον-άρχης, νυν Κοκός. (από Vrastaman, 26/08/08)Αντίο κοκόβια (από Vrastaman, 26/08/08)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα φαινόμενα απατούν. Το περιτύλιγμα, το σασί δεν δείχνει το ερωτικό καθαρόαιμο άτι και την τεράστιας ορμής ερωτική τίγρη, που κρύβει μέσα του. Η βιτρίνα δηλαδή λειτουργεί δυσφημιστικά, ωστόσο η έκπληξη έρχεται μετά. Ο τύπος είναι τίγκα στις κλινικές αρετές. Σπάει κάθε λιμπιντόμετρο. Λάβα το σπέρμα του.
Ωστόσο η ατάκα αυτή μπορεί να λεχθεί και με ειρωνικό τρόπο. Υποδηλώνεται τότε πως κάποιος που είναι ατάλαντος και γραφικός σε έναν τομέα θα μπορούσε να είναι δυναμίτης στον ερωτικό τομέα. Αυτή η μορφή της χρήσης της συγκεκριμένης ατάκας έχει ειπωθεί και ως κοροϊδευτικό πολιτικό σύνθημα από παρέα πλακατζήδων για κάποιον γνωστό πολιτικό, πριν αρκετά χρόνια, κάτω από την εξέδρα όπου μιλούσε. Μισή ώρα πριν την επίσημη έναρξη του λόγου του, το κοινό του ήταν ελάχιστο, τα αυτοκίνητα διέρχονταν κανονικά κάτω από το μπαλκόνι του ομιλούντος, ωστόσο για λόγους μπούγιου οι δικοί του άφησαν τους πλακατζήδες να περιφέρονται ανάμεσά τους. Σε λίγο ξέσπασε το γέλιο της αρκούδας.

- Καλά τι κάνει η Μαρία, 2 μέτρα καλλίγραμμη κοπελάρα με αρκετό μαϊντανό στις τράπεζες και με τόσα ακίνητα, με αυτόν τον κακομούτσουνο, κοντό, χλέμπουρα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα;
- Απ' ό,τι ψιθυρίζεται ο τύπος είναι μικρός στο μάτι, μεγάλος στο κρεββάτι.

Στο κρεββάτι μέγκαφλιξ. Στο μάτι μέγκαφαξ. (από Galadriel, 25/02/09)Ο πολιτικός του ορισμού (από GATZMAN, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον πούτσο, στην τοπική διάλεκτο της Μάνης.

- Κουμπάρε, πάω για κυνήγι.
- Θα πιάσεις ένα μπουλούκι πόντσους!

Υπτάμενος πόντσος (από Vrastaman, 26/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ανωμαλιάρα γκόμενα. Από την ομώνυμη σταρ του ιταλικού πορνό που όσοι έχουν δει ξέρουν τι εννοώ.

Εδώ δεν χρειάζεται παράδειγμα. Πρέπει να δεις για να καταλάβεις.

Jeff Koons και Τσιτσιολίνα, έργο τέχνης του πρώτου. (από Khan, 21/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ομοφυλόφιλος.

Άσε τον Λάκη και κοίτα κανένα άντρα. Αφού είναι γνωστό ότι τον ψιλοκολατσίζει!

Δες και ψιλο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντοπίζω γκομενάκια.

Μπήκε στο μπαρ και σκάναρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματική λέξη για τον στοματικό έρωτα, και ιδιαίτερα τις πίπες μεταξύ ομοφυλόφιλων στον χώρο της μόδας.

Πιθανώς παραφθορά του Γαλλικού sucette, γλειφιτζούρι (βλ. σχόλια της karolinetto παρακάτω).

Τρίτη 10:00 - 10:20 πμ. Σουσέλ με τον Τάκη...
(Από το ημερολόγιο γνωστού μόδιστρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυρετός που πλήττει κάθε πύρκαυλο, έγκαυλο, ή οιονδήποτε έχει απολέσει τα ωά τε και τα πασχάλια λόγω ερωτικής ή άλλης διεγέρσεως.

Η λόγια αυτή έκφραση χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Α. Εμπειρίκο στο αριστουργηματικό του έργο Μέγας Ανατολικός.

«Καυλοπυρέσσων ων, πήγαινα στο κρεβάτι κι έκανα πλονζόν ανάμεσα στη Τζένιφερ και την Βίβιαν. Πέφτανε πάνω μου και με ξεζούμιζαν οι καριόλες. Το δωμάτιο είχε καθρέφτες παντού – όπου και να κοιτούσα έβλεπα βυζιά, μουνιά και κώλους.»

Από το blog του Πιστιρίκου

Spring fever (ξανά-μανά) (από HODJAS, 03/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή έκφραση, που χρησιμοποιείται σε αντικατάσταση της λέξης «πούτσος». Χρησιμοποιείται ευρέως για όλες τις εννοιολογικές σημασίες της αντικαθιστώμενης λέξης.

  1. - Τι έγινε χτες με την Μαρία;
    - Super, της έριξα έναν μπέκο, θα της μείνει αξέχαστος!

  2. - Ρε, είναι καλή η γκόμενα που θες να μου γνωρίσεις, ή είναι για τον μπέκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεαρή κοπέλα που έχει πολλές και αχόρταγες σεξουαλικές ορέξεις. Η νυμφομανής, το νυμφίδιο.

- Όλα καλά με την Κούλα;
- Στην αρχή ναι ήταν όλα καλά στο κρεββάτι, όμως όταν κατάλαβα με τι καυλόμουνο έμπλεξα ήταν αργά γιατί είχα πάθει ήδη λουμπάγκο.

βλ. και αμαρτωλό, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified