Selected tags

Further tags

Η γκόμενα που με την πρώτη ματιά δείχνει καθώς πρέπει, αλλά στο background ξεσκίζεται ασύστολα με κάθε είδος μόριο ανεξαρτήτου μήκους και εθνικότητος.

- Ωραία γκόμενα αυτή ρε μάγκα μου, κόψε ρε περπατησιά, κόψε αξιοπρέπεια... ΚΥΡΙΑ ΡΕΕΕ!!
- Ποια μωρέ εφταμάλακα, αυτή είναι η πρώτη σταχτοπούτσα Αττικής και προαστείων. Καλά, ακόμα τα αγγουράκια από τη πρωινή σου μάσκα ομορφιάς έχεις στα μάτια σου και δεν βλέπεις μπροστά σου; Έεεε... νισάφι πια βρε παιδί μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Gay αρκτικόλεξο που σημαίνει multile anal penetration (πολλαπλή πρωκτική διείσδυση) η οποία είναι σεξουαλική πρακτική κατά την οποία ένας (ευτυχής) κάθεται και τον παίρνει ταυτόχρονα από πολλούς μαζί από το ίδιο (οπίσθιο) μονοπάτι.

Μεταξύ δύο Άγγλων gay (σε πούστικο ύφος) :
- What do you like most Peter? MAP or fist fucking?
(Τι γουστάρεις περισσότερο Πετρούλα, να σου σκίζουν το κωλί 5 μαζί, ή να σε γαμάει 1 με τη γροθιά του;)
- Oh, Ι'd like both, but what Ι favor most is MAP!
(Αχ αχ, κανένα δε με χαλάει, αλλά αυτό που πάω με τα μπούνια είναι το MAP).
- Why?
(Γιατί;)
- Cause Ι like the feeling of multiple ejaculations into my hole!
(Γα δύο λόγους. 1ον : Μου αρέσει να μου κάνουν τον κώλο φινιστρίνι, και 2ον : Προσπαθώ να μείνω έγκυος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η δυσχερής εκείνη κατάσταση, κατά την οποία οι διαστάσεις του πρωκτού επιμηκύνονται κατά τον εγκάρσιο και επιμήκη άξονα, ούτως ώστε να ομοιάζει ωσάν φινιστρίνι πλοίου.

- Λένε ότι ο Βαγγέλης τον παίρνει, αλλά εγώ πιστεύω ότι είναι φήμες.
- Πραγματικά το ίδιο θα πίστευα κι εγώ αν δεν μου έλεγε ο Σάκης ο κωλομπαράς ότι προχθές βράδυ πήγε σπίτι του και τού 'κανε τον κώλο φινιστρίνι.

(από John Kar, 21/05/08)Στο 3:10! (από patsis, 30/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βυζούμπα, οι μεγάλοι βύζοι, τα βυζόμπαλα, τα μπαλκόνια, ο εξώστης, το θεωρείο, οι τορπίλες.

- Τά 'μαθες; Ο Σάββας έγινε Ουρογάμης!
- Γιατί το λες αυτό ρε μαλάκα;
- Αφού γάμησε την Πόπη την άβυζο.
- Καλά, φιλαράκο είσαι νυχτωμένος. Η Πόπη την είδε πλαστική και έφτιαξε τον μεγαλύτερο μπαχταλέ της πιάτσας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μεγάλα, αβυζαλέα κατά σλανγκ, μπαλκόνια...

- Τι τορπίλες είν' αυτές; Βύζους Christ...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τις δύσκολες ώρες... Αφού έχει «φαγωθεί», παραμένει σε κατάσταση σταντμπάι περιμένοντας μήνυμα / τηλέφωνο / σήματα καπνού για το επακόλουθο σέσιον... Μετά απ' αυτό ξαναπερνάει σε κατάσταση σταντμπάι κ.ο.κ...

- Κοίτα μαλάκα να κάνεις σχέση μ' αυτό το πουτανίδιο.
- Ε και τι να κάνω ρε φίλε; Αφού θέλω να γ_ _ _ _ ω.
- Ε, κράτα καμιά καβάτζα τότε ρε μαλάαακααα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πονηρό πορνίδιο, η γυναίκα εκείνη η οποία θα χρησιμοποιήσει όλη την γυναικεία πονηριά και μαεστρία (ακόμα και τον κώλο της) προκειμένου να επιτύχει τον στόχο της.

Σούλα : - Καλά μωρή, για πότε τον γνώρισες, για πότε τον πήδηξες και για πότε τόνε τύλιξες τον Σάκη, είναι να σε θαυμάζουν. Καλά, τελικά είσαι και πολύ πορνηρή γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός του οποίου η μόνιμη σεξουαλική προτίμηση και πρακτική είναι η παρά φύση ηδονή, το γαμίσι από τον κώλο (πάντα σε φυσιολογικά πλαίσια). Σχετική είναι και η έκφραση: Σε γαμώ στον κώλο, και με λες μογκώλο...

Ελένη : - Τι έγινε Μαιρούλα, τα είπατε χθες με τον Γιάννη;
Μαιρούλα : - Τα είπαμε, και τώρα δεν μπορώ να πιάσω καρέκλα από τον πόνο.
Ελένη : - Γιατί, τι έγινε;
Μαιρούλα : - Ο Γιάννης είναι μογκώλος, και δεν του φαινότανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον αδέξιο στις κινήσεις του στόματος, αυτόν που δαγκώνει. Προέρχεται από την έκφραση: «μάστορας, και στα τσιμπούκια κάστορας».

- Τι έγινε ρεμάλ, γιατί κρατάς τ' αρχίδια σου, πέρασε κάνας παπάς;
- Όχι ρεμάλ ναμμ, χθες βράδυ βγήκαμε με την Στέλλα.
- Ποια, την Στέλλα τον κάστορα; Όχι ρε πούστη, καλά να πάθεις. Άλλη φορά να ρωτάς...

Ένας κάστορας ετοιμάζει μία πίπα (από poniroskylo, 24/11/08)Πάστορας και στα τσιμπούκια μάστορας (από Vrastaman, 24/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η συμβασιούχος σε δημόσιο τομέα που πρέπει να πηδηχτεί για να μονιμοποιηθεί.

- Ο προϊστάμενός μου ο Γιαννάκης όλο μου κολλάει. Θα του κάτσω για να μονιμοποιηθώ... Αυτή είναι η τύχη του πηδηχτιούχου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified