Selected tags

Further tags

Για τις δύσκολες ώρες... Αφού έχει «φαγωθεί», παραμένει σε κατάσταση σταντμπάι περιμένοντας μήνυμα / τηλέφωνο / σήματα καπνού για το επακόλουθο σέσιον... Μετά απ' αυτό ξαναπερνάει σε κατάσταση σταντμπάι κ.ο.κ...

- Κοίτα μαλάκα να κάνεις σχέση μ' αυτό το πουτανίδιο.
- Ε και τι να κάνω ρε φίλε; Αφού θέλω να γ_ _ _ _ ω.
- Ε, κράτα καμιά καβάτζα τότε ρε μαλάαακααα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πονηρό πορνίδιο, η γυναίκα εκείνη η οποία θα χρησιμοποιήσει όλη την γυναικεία πονηριά και μαεστρία (ακόμα και τον κώλο της) προκειμένου να επιτύχει τον στόχο της.

Σούλα : - Καλά μωρή, για πότε τον γνώρισες, για πότε τον πήδηξες και για πότε τόνε τύλιξες τον Σάκη, είναι να σε θαυμάζουν. Καλά, τελικά είσαι και πολύ πορνηρή γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός του οποίου η μόνιμη σεξουαλική προτίμηση και πρακτική είναι η παρά φύση ηδονή, το γαμίσι από τον κώλο (πάντα σε φυσιολογικά πλαίσια). Σχετική είναι και η έκφραση: Σε γαμώ στον κώλο, και με λες μογκώλο...

Ελένη : - Τι έγινε Μαιρούλα, τα είπατε χθες με τον Γιάννη;
Μαιρούλα : - Τα είπαμε, και τώρα δεν μπορώ να πιάσω καρέκλα από τον πόνο.
Ελένη : - Γιατί, τι έγινε;
Μαιρούλα : - Ο Γιάννης είναι μογκώλος, και δεν του φαινότανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον αδέξιο στις κινήσεις του στόματος, αυτόν που δαγκώνει. Προέρχεται από την έκφραση: «μάστορας, και στα τσιμπούκια κάστορας».

- Τι έγινε ρεμάλ, γιατί κρατάς τ' αρχίδια σου, πέρασε κάνας παπάς;
- Όχι ρεμάλ ναμμ, χθες βράδυ βγήκαμε με την Στέλλα.
- Ποια, την Στέλλα τον κάστορα; Όχι ρε πούστη, καλά να πάθεις. Άλλη φορά να ρωτάς...

Ένας κάστορας ετοιμάζει μία πίπα (από poniroskylo, 24/11/08)Πάστορας και στα τσιμπούκια μάστορας (από Vrastaman, 24/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η συμβασιούχος σε δημόσιο τομέα που πρέπει να πηδηχτεί για να μονιμοποιηθεί.

- Ο προϊστάμενός μου ο Γιαννάκης όλο μου κολλάει. Θα του κάτσω για να μονιμοποιηθώ... Αυτή είναι η τύχη του πηδηχτιούχου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός αποκλειστικά παθητικού ομοφυλόφιλου από άλλους ομοφυλόφιλους οι οποίοι είναι ή μόνο ενεργητικοί ή, το πολύ πολύ, βερς.

Η λέξη προκύπτει από το αγγλικό bottom = ο από κάτω, με την προσθήκη της κατάληξης -ιέρα. Ωσεκτουτού κλίνεται όπως π.χ. τα ψωμιέρα, σιφονιέρα και μπετονιέρα.

  1. (Από http://the-wrong-guy.blogspot.com)
    Σιχαινόμαστε στους άλλους πράγματα που ενδόμυχα γνωρίζουμε πως βρίσκονται μέσα μας. Εκνευρίζομαι πολύ με τους ψυχαναγκαστικούς γιατί και εγώ σε μερικά πράγματα θέλω να υπάρχει μια σειρά. Πάρε για παράδειγμα αυτές τις σιχαμένες τις ομοφοβικιές. Γιατί ταράζονται τόσο όταν αντιλαμβάνονται ένα γκέι; Διότι κατά βάθος αντί για αντρουά μάγκες όπως αυτοχαρακτηρίζονται είναι μποτομιέρες του ελέους.

  2. (Από http://raptusr.blogspot.com)
    Με τους κοιλιακούς μου και το παραμύθιασμα μου τους έχω γαμήσει όλους. Κώλο για κώλο δεν άφησα. Μπορώ να πω, είμαι ο γαμιάς της Θεσσαλονίκης. Όπως επίσης και ο καλύτερος στο να αποφεύγω τις σχέσεις. Όλες οι μποτομιέρες θέλουν σχέση τόσο απεγνωσμένα, που με το παραμικρό χάδι και με λίγα γλυκόλογα σου κάθονται ασυζητητί. Η Θεσσαλονίκη είναι ο παράδεισος μου. Άσε που έχει περισσότερους bottoms από tops, το αντίθετο με την Αθήνα δηλαδή, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός φίλου μου, που σημαίνει πως θα έχω να γαμάω εις τον αιώνα τον άπαντα.

(από Khan, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ταυτόχρονη πράξη του ρουφήγματος και του δαγκώματος, όπως όταν τρώμε ψωμί βουτηγμένο σε τσάι ή γάλα.

- Πώς τα πας με την Μαιρούλα ρε λακαμά, την πήδηξες; Έχω ακούσει ότι είναι και η πρώτη πιπέτα η δικιά σου.
- Άσε, δεν σου λέω τίποτα. Με έβαλε κάτω χθες και με πήγε ρουφοδάγκα όλη νύχτα. Μιλάμε, μού 'κανε τον πούτσο κοτλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος ο οποίος είναι και ενεργητικός και παθητικός.

Είναι σύντμηση της αγγλικής λέξης versatile που σημαίνει προσαρμόσιμος, ευέλικτος.

Συνώνυμο είναι η λέξη ενεργοπαθητικός. Αντιδιαστέλλεται με τον τοπ = γκέι ενεργητικός (από το αγγλικό top, αυτός που είναι από πάνω, δες και κωλόμπα, πισωκέντης) αλλά και με τον μπότομ = γκέι παθητικός (από το αγγλικό bottom, αυτός που είναι από κάτω, δες και πισωγλέντης, την τρίζει την όπισθεν).

Σχετικό λήμμα: εμ σαμπού εμ κοντίσιονερ

  1. (Από αγγελία στο http://www.gayworld.gr)
    ΑΠΟ ΛΑΡΙΣΑ 25/170/80 ΨΑΧΝΩ ΕΝΑΝ ΑΠΟ 37-47 ΤΟΠ Η ΒΕΡΣ ΑΠΟ ΛΑΡΙΣΑ ΜΕ ΧΩΡΟ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΣΤΑΘΕΡΟ ΟΧΙ ΕΥΣΟΜΟΙ

  2. (Από http://gayprofusion.wordpress.com)
    Καλό κι άγιο το βερς, δε λέω αλλά έχει γίνει και λίγο καραμέλα. Στην πραγματικότητα θα σας απαντήσει πως είναι βερς μόνο και μόνο για να μη χάσει το κρέας, αφόσον του αρέσει. Γιατί, αν σας πει από την αρχή ότι είναι μπότομ και είστε κι εσείς το ίδιο, μοιραία δεν μπορεί να γίνει κάτι μεταξύ σας. Κορόιδο είναι;

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που τον παίρνει σε υπερθετικό βαθμό, ο γκέουλας, το καραπουσταριό, η κραγμένη αδερφάρα.

Στο κλαμπ ο γκέι βλέπει ένα τεκνό και νιώθει την ανάγκη να του μιλήσει:
- Καλέ πώς σε λένε χρυσό μου, εσένα κάπου σε ξέρω...
- Άει γαμήσου ρε τομπαίρνουλα, που θα μου την πέσεις μέσα στο μαγαζί εμένα, τον πρώτο γαμιά της Πετρούπολης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία πιο σεξουαλική εκδοχή της πασίγνωστης ρήσης «το πάθημα μου 'γινε μάθημα». Οι κωλοραφές μπορεί να είναι κυριολεκτικά το αποτέλεσμα της τυχαίας ή / και απότομης εισόδου κάποιου αντικειμένου στον πρωκτό, χωρίς να έχει προηγηθεί η σχετική διαδικασία προετοιμασίας διά της λιπάνσεως, αυτό που ο πάνσοφος λαός λέει «μας σκίσανε τον κώλο».

Μεταφορικά οι κωλοραφές είναι τα επώδυνα μαθήματα που έχουμε πάρει από κακές επιλογές ή γενικότερα εμπειρίες του παρελθόντος.

- Μην τρελαίνεσαι μεγάλε. Εύκολο είναι: μπαίνεις στο κατάστημα απότομα και φωνάζεις «ληστεία, μην κουνηθεί κανείς καριόληδες, σας έφαγα».
- Πολύ Pulp Fiction βλέπεις μαλάκα. Αλλά επειδή έχω κωλοραφές από τέτοια, άκου με και μένα. Δε δουλεύει έτσι το πράγμα τόσο απλά. Εγώ δεν πάω πάλι στη στενή. Κάν' το μόνος σου αν θες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified