Selected tags

Further tags

Διεισδύω με το πέος.

- Την γύρισε μπρούμυτα και της τον φορμάρισε από πίσω.

Βλ. και φερμάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμήσι (μεταφορικά). Εκ του αγγλικού fist fucking.

Περάσαμε μεγάλη ταλαιπωρία στο αεροδρόμιο. Τι φυστίκωμα ήταν αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμήσι (μεταφορικά).

Από το φιστίκωμα (εκ του αγγλικού: fist fucking).

-Φάγαμε έξι γκολ. Πω-πω! Τι φυστίκι ήταν αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλυκό τουλούμπα, λόγω ομοιότητας (oι τουλούμπες είναι ραβδωτά μακρόστενα γλυκά)...

Κυρ-Βασίλη, βάλε τρεις-τέσσερις πούτσες κοτλέ και τύλιξέ τες για δώρο... Πάω επίσκεψη στα πεθερικά μου!

Δυο τουλούμπες κάνουν πλακοπούτσι (από poniroskylo, 30/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος.

-Είναι φαρδυπάπουτσος, αυτός;
-Ου! Τουλάχιστον 49 νούμερο παπούτσι!

Got a better definition? Add it!

Published

Η κρυφή παρακολούθηση ερωτικού περιεχομένου θεάματος, ιδιωτικού χαρακτήρα (π.χ. μιας γυναίκας στο μπάνιο ή ερωτικές περιπτύξεις).
Σε ακραίες περιπτώσεις, όταν επιδιώκεται, θεωρείται βίτσιο.

Έπιασα το παλιόπαιδο στις γυναικείες τουαλέτες να κάνει μπανιστήρι από την κλειδαρότρυπα!

(από Khan, 13/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνές, επίμονες συνουσιάσεις, ιδίως με άμαθες, πρωτάρες ή παρθένες. Στην κυριολεξία το καλαπόδι είναι ένα εργαλείο, στο οποίο τοποθετούν τα στενά παπούτσια για λίγες μέρες με σκοπό να ανοίξουν.

- Καλά ε; Την ξεπάτωσε την γκόμενα. Την έχει βάλει στο καλαπόδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωκτός, η κωλοτρυπίδα, η σούφρα.

- Δίνει ροδέλα; (δηλαδή: κάνει πρωκτικό έρωτα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που μεταχειρίζονται οι κομπλεξικές γυναίκες που δεν θέλουν να παραδεχτούν στις φίλες τους πως έκαναν σεξ και δεν είναι πια αγνές όπως τις έκανε η μαμά τους...

- Λέγε!!! Το κάνατε;;
- Εεε... Δεν μπήκε όλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμιστρώνας, γαμηστρώνας

Γαμιστρώνας είναι ένα σπίτι (συνήθως «γκαρσονιέρα», εκ του γαλλικού γκαρσόν (=αγόρι), που χρησιμοποιείται είτε από έναν εργένη (ο οποίος δεν μπορεί να το κάνει στο σπίτι του λόγω μάνας), είτε από παντρεμένο, για εξωσυζυγικές σχέσεις.

Αυτό το δυάρι το νοικιάζει ένας λεφτάς, αλλά δεν μένει εδώ. Θα το χρησιμοποιεί φαίνεται για γαμιστρώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified