Διεισδύω με το πέος.
- Την γύρισε μπρούμυτα και της τον φορμάρισε από πίσω.
Διεισδύω με το πέος.
- Την γύρισε μπρούμυτα και της τον φορμάρισε από πίσω.
Βλ. και φερμάρω.
Got a better definition? Add it!
Το γαμήσι (μεταφορικά). Εκ του αγγλικού fist fucking.
Περάσαμε μεγάλη ταλαιπωρία στο αεροδρόμιο. Τι φυστίκωμα ήταν αυτό!
Got a better definition? Add it!
Το γαμήσι (μεταφορικά).
Από το φιστίκωμα (εκ του αγγλικού: fist fucking).
-Φάγαμε έξι γκολ. Πω-πω! Τι φυστίκι ήταν αυτό!
Got a better definition? Add it!
Το γλυκό τουλούμπα, λόγω ομοιότητας (oι τουλούμπες είναι ραβδωτά μακρόστενα γλυκά)...
Κυρ-Βασίλη, βάλε τρεις-τέσσερις πούτσες κοτλέ και τύλιξέ τες για δώρο... Πάω επίσκεψη στα πεθερικά μου!
Got a better definition? Add it!
Ο ομοφυλόφιλος.
-Είναι φαρδυπάπουτσος, αυτός;
-Ου! Τουλάχιστον 49 νούμερο παπούτσι!
Got a better definition? Add it!
Η κρυφή παρακολούθηση ερωτικού περιεχομένου θεάματος, ιδιωτικού χαρακτήρα (π.χ. μιας γυναίκας στο μπάνιο ή ερωτικές περιπτύξεις).
Σε ακραίες περιπτώσεις, όταν επιδιώκεται, θεωρείται βίτσιο.
Έπιασα το παλιόπαιδο στις γυναικείες τουαλέτες να κάνει μπανιστήρι από την κλειδαρότρυπα!
Σχετικά: μπανιζοκοζαρίζω, μπανίζω, μπανιστηροκάμερα, παίρνω μάτι
Got a better definition? Add it!
Συχνές, επίμονες συνουσιάσεις, ιδίως με άμαθες, πρωτάρες ή παρθένες. Στην κυριολεξία το καλαπόδι είναι ένα εργαλείο, στο οποίο τοποθετούν τα στενά παπούτσια για λίγες μέρες με σκοπό να ανοίξουν.
Got a better definition? Add it!
Ο πρωκτός, η κωλοτρυπίδα, η σούφρα.
- Δίνει ροδέλα; (δηλαδή: κάνει πρωκτικό έρωτα;)
Got a better definition? Add it!
Φράση που μεταχειρίζονται οι κομπλεξικές γυναίκες που δεν θέλουν να παραδεχτούν στις φίλες τους πως έκαναν σεξ και δεν είναι πια αγνές όπως τις έκανε η μαμά τους...
- Λέγε!!! Το κάνατε;;
- Εεε... Δεν μπήκε όλο...
Got a better definition? Add it!
γαμιστρώνας, γαμηστρώνας
Γαμιστρώνας είναι ένα σπίτι (συνήθως «γκαρσονιέρα», εκ του γαλλικού γκαρσόν (=αγόρι), που χρησιμοποιείται είτε από έναν εργένη (ο οποίος δεν μπορεί να το κάνει στο σπίτι του λόγω μάνας), είτε από παντρεμένο, για εξωσυζυγικές σχέσεις.
Αυτό το δυάρι το νοικιάζει ένας λεφτάς, αλλά δεν μένει εδώ. Θα το χρησιμοποιεί φαίνεται για γαμιστρώνα.
Got a better definition? Add it!