Selected tags

Further tags

Το στοματικό σέξ που κάνει ο άντρας στη γυναίκα με περιστροφική κίνηση της γλώσσας (όπως η προπέλα).

- Και που λέτε την βάζω κάτω και της βγάζω το εσώρουχο και την αρχίζω στην προπέλα...
- Άσε ρε ψεύτη που πήγε μαζί σου η κοπέλα! - Λες και έχεις κάνει ποτέ στοματικό σε γυναίκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τριχωτό και πυκνό αιδοίο. Ο εφιάλτης του προπελάκια.

Η πρώτη μου γκόμενα ήταν πολύ ωραία, αλλά ρε παιδί μου σκαντζόχοιρος από κάτω. Δεν μπόρεσα ποτέ να τη γλείψω και ντρεπόμουν να της πω και να ξυριστεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτριχο αιδοίο ή το εντελώς ξυρισμένο. Ιδανικό για κάποιον που του αρέσει το στοματικό σεξ. Επίσης βολικό για τις γυναίκες που θέλουν να βάλουν ένα εντυπωσιακό και μικρό εσώρουχο ή να βγουν στην παραλία.

-Χτες έκανα στοματικό στη Χριστίνα και της άρεσε πολύ. -Ναι αλλά πόσες τρίχες θα έφαγες... -Τρελός είσαι; Γυαλί ήταν απο κάτω, η κοπέλα είναι αστέρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομερή γκόμενα με μεγάλα στήθη.

Η Δανάη είναι λος τουμπανέιρος!! Αν τη δεις στην παραλία θα πάθεις πλάκα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιομοδίτικη φράση, συνώνυμη με τις εκφράσεις:

  • να χαθεί
  • να πάει στο διάολο
  • να πά' να γαμηθεί
  • να πά' να χεστεί
  • να πά' ν' αυτώσει
  • δεν (μου) γαμιέται

κλπ. Εδώ προφανώς υπονοείται το χρώμα του σπέρματος.

Δεν πά' να γαμηθείς ν' ασπρίσεις, λέω 'γω, που ήρθες να μου πεις ότι δεν οδηγώ καλά... Αν δεν σ' αρέσει, να παίρνεις ταρίφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό πλαστικό εργαλείο το οποίο εξομοιώνει το ανδρικό πέος. Γίνεται χρήση του (σαν έκφραση) για άντρες που κουράζονται εύκολα στο σεξ ή δεν έχουν συχνές σεξουαλικές επαφές, οπότε χρειάζονται βοήθεια.

- Είδες τον Κώστα με την Ελένη; Τσαντισμένη την είδα.
- Άσε ρε φίλε, ο Κώστας δεν την πηδάει καλά, τον βλέπω να πηγαίνει για υπερπέος ρεζέρβα και αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published

τσαχπινογαργαλιάρα, τσακπινογαργαλιάρα /-ης: Ορισμός που δίνεται σε ανθρώπους παιχνιδιάρικους και πονηρούληδες. Πιο πολύ σε γυναίκες που φλερτάρουν με όλους και γελάνε αβίαστα για όλα ενώ τα μάτια τους λένε πως τα κάνουν όλα σε όλες τις στάσεις.

- Την είδες την Κατερίνα;
- Άσε, της μίλησα για λίγο και έσταζε πόθο για το κορμί μου. Όλο υπονοούμενα. Πολύ τσαχπινογαργαλιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φτιαγμένη πουτάνα (όχι αποκλειστικά από πρέζα γενικώς φτιαγμένη με ναρκωτικά).

-Φτιαχτήκαμε χθες και μετά την έσκισα σου λέω...
-Εντελώς πρεζοπούτανο ε;

Got a better definition? Add it!

Published

Παίρνω πίπες, κάνω στοματικό σε άντρα.

-Τι έγινε ρε μαλάκα χθες με την γκόμενα;
-Ε μωρέ με πίπωσε και την έστειλα σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κοπέλα που έχει ειδίκευση στη στοματική ικανοποίηση του αρσενικού και αυτό την ευχαριστεί κι εκείνη.

Βλ. και πιπού.

-Η Ελένη χθες πήρε πίπα και στον Γιώργο...
-Έλεος την πιπόβια σε όλους πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified