Το αρχίδι.
Μου πονάει το φιστίκι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Από το τσόντα + βίος.
Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.
-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται από την ιταλική λέξη fermare και σημαίνει σταθεροποιώ. Χρησιμοποιείται όπως το εφαρμόζω.
- Άσε, μας έπιασε ντίρλα ένας τροχονόμος και μας τον φέρμαρε..
Got a better definition? Add it!
Είναι αυτός που λέμε κλασικός γύφτος, λιγούρης.
-Πώ πώ βγήκα χθές βγήκα με τον Κώστα και την έπεφτε σε όποια γκόμενα έβρισκε.
-Αφού τον ξέρεις, ειναι μεγάλος λίμας.
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν γκόμενες που ξυπνάνε βρεγμένες και κοιμούνται ακόμα πιο βρεγμένες. Όταν λοιπόν υπάρχει υπερβολική συγκέντρωση από τέτοιες γκόμενες σε έναν χώρο, τότε πιθανότατα να γλιστρήσεις και να πέσεις. Εννοούμε δηλαδή ότι είναι τόσο βρεγμένες που έχει στάξει στο πάτωμα. Συνήθως όμως λέγεται για ωραίες γκόμενες.
- Άσε, γλίστραγε στο κέντρο σήμερα;
- Πώ πώ τόσο μουνί...
Got a better definition? Add it!
Σε πολύ μάγκικο ύφος, το αντρικό όργανο.
(νοσοκόμα στο μαιευτήριο)
- Συγχαρητήρια κύριε Mητσάρα, είναι αγόρι.
(Mητσάρας)
- Εεμ βέβαια, τι άλλο θα έβγαζε ο μητσάρας με το μπουρί του!!
(νοσοκόμα)
Να το ξεκαπνίζετε όμως το μπουρί σας πού και πού γιατί το μωρό βγήκε μαύρο!!
(από το ΑΜΑΝ)
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός της παλάμης, χρησιμοποιείται στην περιγραφή της πράξης της μαλακίας.
- Καλά, αυτός πως την βγάζει τόσο καιρό;
- Δουλεύει την χείρα με τα πέντε ορφανά!
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για το γνωστό ανδρικό όνομα, το οποίο όμως μεταλλάσσεται και προερχόμενο από τη λέξη «σαβ-ουρογάμης», περιγράφει συνοπτικά το άτομο που πηδάει ό,τι κινείται στον κόσμο τούτο, από γάτα μέχρι τον κακάσχημο γείτονα με το όνομα «Λάκης». Χρησιμοποιείται τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες.
- Αχ, ο Γιωργάκης δεν είναι τέλειος;;;
- Μπορώ να σε λέω Σάββα;;;;;;;;!!!!!!!!!!!!!!!
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified