Δεν έχω γκόμενα και βολεύομαι μόνος.
Από τότε που τα χάλασε με την Καίτη κρατάει την κατάσταση στο χέρι.
Δεν έχω γκόμενα και βολεύομαι μόνος.
Από τότε που τα χάλασε με την Καίτη κρατάει την κατάσταση στο χέρι.
Got a better definition? Add it!
Κορίτσι στην εφηβεία.
Σοβαρέψου, είσαι κοτζάμ μαλλιαρομούνα, μεγάλωσες πια.
%
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.
Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ευμέγεθες πέος, συνώνυμο με τη λέξη κρεατόβεργα.
- Και ενώ οι υπόλοιποι κολυμπούσαν, ξαφνικά ο Μάρκος έσκασε μύτη από τη σκηνή κραδαίνοντας το κρεατομάτσουκο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το άτομο που συνέχεια χαλάει τη δουλειά σου. Ο άνθρωπος της ακατάλληλης στιγμής.
Την ώρα που ήμουν έτοιμος να στην βυσματώσω, ο αρχιδογαμιώλαρος χτύπησε το κουδούνι.
%
Got a better definition? Add it!
- Έκανα χτες μια ξεπέτα...
- Καλή η γκόμενα; - Μπα, μόνο για ξεπέτα.
Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.
Got a better definition? Add it!
Ο πούτσος, κωδικοποιημένος ώστε να περνάει το μήνυμα, αλλά και να μην προσβάλλει, μιας και χρησιμοποιώντας το λήμμα δεν λέμε στην πραγματικότητα τη λέξη πούτσος. Που είναι κακιά. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο.
Ε στο φούτσο μου ρε φίλε κι εμένα...
Got a better definition? Add it!
Λεσβιακός σχηματισμός κατά τον οποίο δύο αιδοία φιλιούνται μεταξύ τους.
(«Δυο ζευγάρια σε ταξίδι αναψυχής», διήγημα):
[...] τότε σηκώνεται η Αγγελική και περνάει το ένα πόδι της πάνω από την Χαρά και το άλλο από κάτω και αρχίζουν να κάνουν πλακομούνι...
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε το γιατρικό στην πνευμονία ή στο γερό κρύωμα, ενίοτε χρησιμοποιείται και ως όρος σεξουαλικού περιεχομένου.
Του 'κοψα δυο βεντούζες στην πλάτη και του 'φυγε το κρύωμα...
- Έτσι... έτσι μωρή καργιόλα... βεντούζαααα... Ρούφα τα όλα...
Got a better definition? Add it!