Ή καργιατζουλάκι. Λέξη που την λένε στα μικρά παιδιά στο χωριό μου, ειδικά τα ατίθασα, τα αεικίνητα, χωρίς όμως να είναι ξινά ή κακομαθημένα, τα γλυκοσκανταλιάρικα, αυτά που ο,τι και να κάνουν τους τα συγχωρείς όλα, και αντίστοιχης σωματικής διάπλασης (μικροκαμωμένα με σπινθηροβόλο βλέμμα).
Συνδέεται με το καλικατζαράκι φωνητικά, αλλά και με την κάργια σαν να είναι παράγωγό της. Στα Κρητικά συνδέθηκε με τον σκορπιό, αλλά η καργιατζούλα σε άλλες διαλέκτους του Αιγαίου περιγράφει χλωρίδα, όπως την τσουκνίδα.
Προσωπικά την άκουγα ως περιπαικτική λέξη με διάθεση ειρωνείας, ειδικά στο υποκοριστικό της. Στην κανονική της εκδοχή, όταν δεν αναφέρεται σε παιδιά, σχετίζεται με κάτι κακό που σκαρώνεται από κιανέναν αξανάκωλο και έχει ανησυχητική χροιά.
1.- Γιάλε το, γιάλε το, το καργιατζουλάκι, απού'ναι πέντε πιθαμές, μα έχει γλωσσαράκι... (Γιάλε: μωρουδίστικη εκφορά του "διάλε")
2.- Εγροίκησές το, ίντα γίνηκε οψές;
- Πράμα δε γ-κατέχω.
- Ο Μιχαλιός του κυρ - Θωμά, εκαβαλίκεψε το μουρέλο και μπαλώτεψε τον αυλόγυρο. Φωθιά και λάβρα γίνηκε η εκκλησιά.
- Χίλια καζίκια του κώλου ντου, για καργιάτζουλας.
Επίσης, γράφεται και καριάτζουλας.