Κανονικά (βλ. παράδειγμα 1) σημαίνει «εκ των πραγμάτων» και προέρχεται από το λατινικό de facto. Για να μην κουράζω με τις κυριολεξίες που δεν μας αφορούν, ιδού και ιδού πιο πολλά για την έκφραση.

Στην αργκό όμως (βλ. παραδείγματα 2 κέ) χρησιμοποιείται αντί του 100%, οπωσδήποτε, μες το νερό, σίγουρα, για τα καλά, κλπ.

(να σημειωθεί ότι πολλές φορές και η ελληνική έκφραση «εκ των πραγμάτων» παραποιείται με την έννοια του οπωσδήποτε κλπ).

  1. Όταν ανατρέπεται μια δημοκρατική κυβέρνηση με πραξικόπημα, ο επικεφαλής των πραξικοπηματιών είναι ο ντε φάκτο πρωθυπουργός της χώρας κι ας μην εκπροσωπεί τη νόμιμη κυβέρνηση.

  2. Ο Μ.χθες μου είπε «Ο,τι είναι να γίνει θα γίνει» και είχε δίκιο,διαπιστωμένο αυτό, ντε φάκτο.

  3. Είπε δε ότι «εάν υπάρξει δημοψήφισμα, ντε φάκτο θα συμπορευτούμε σε μια νέα πλειοψηφία με πυρήνα τις δυνάμεις της Αριστεράς».

  4. ...ουσιαστικά επιλέγει τη μια άποψη και την προβάλλει λογοκρίνοντας ντε φάκτο την άλλη...

  5. Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η Ελλάδα είναι εδώ και ένα χρόνο ντε φάκτο μια χρεοκοπημένη χώρα

  6. Η αντιπροσωπεια ειναι υποχρεωμενη να σε καλυψει απο θεμα
    εγγυησης,ακομη κι αν ειναι παραεισαγωγης το μηχανακι σου. Είναι νομικά υποχρεωμένη αλλά δεν το κάνει ούτε το έχει κάνει ποτέ. Μόνο αν τους πας στα δικαστήρια μπορεί να δικαιωθείς μετά απο πολλααααά χρόνια. Ντε φάκτο αυτό που σου λέω δεν πρόκειται να καλύψει κανέναν!!! Μόνο η ευρωπαική εγγύηση σε καλύπτει δηλαδή ο dealer που πούλησε το μηχανάκι στον παραεισαγωγέα.

(όλα διχτυωτά)

(από Khan, 02/12/11)

βλ. και de fuckto σχέση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει ότι κάτι είναι προφανές, πασίδηλο, εμφατικό. Κάτι που δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, κάτι που ακόμη και οι τυφλοί το βλέπουν.

Επίσης, σημαίνει ότι κάποιος πετάει σπίθες, κάνει εκπληκτικά πράγματα, κυριολεκτικά αγγέλους και παπάδες.

- Καλά, πάλι κατάπιε το στραγάλι ο αρχιδόπουστας; Το μπέναλ έβγαζε μάτια!

- Μιραλάς με Πάντελιτς στην επίθεση του Θρύλου, βγάζουν μάτια στα τελευταία ματς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι γαμάτος σε κάτι, το παίζω επιδέξια στα δάχτυλα μου, έχω το μότζο μου τούμπανο, όλοι οι άλλοι τρώνε τη σκόνη μου.

1.
- Το 'χει ακόμα ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Τα χρόνια πέρασαν, τα μαλλιά άσπρισαν, πλέον δεν φοράει φόρμα αλλά κοστούμι. Παρόλα αυτά ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς δεν ξέχασε το μπάσκετ που ήξερε.

2.
- Δεν το χει με την τεχνολογία ο Βενιζέλος. Ένα καθημερινό... μποτιλιάρισμα βιώνουν στη ροή τους στο Twitter όσοι ακολουθούν τον λογαριασμό του Ευάγγελου Βενιζέλου και αυτόν του ΠΑΣΟΚ.

3.
H Ελένη Φουρέιρα «το ‘χει» με το twerking

4.
Το παιδί σας δεν «το χει» με το διάβασμα;; - Αυτά είναι τα μυστικά να το κάνετε να διαβάζει για το σχολείο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σου το προσυπογράφω με πόδια και με χέρια

Έκφραση που ακούγεται όταν είμαστε τόσο σίγουροι για κάποιο γεγονός ή κατάσταση που χρειαζόμαστε ό,τι άκρο έχουμε διαθέσιμο - το πέμπτο των ανδρών δεκτόν - για να επικυρώσουμε με την υπογραφή μας γραπτώς, εν είδει συμβολαίου αυτά που ισχυριζόμαστε, έντονα και με τρόπο που δε χωρά αμφιβολία. Αντίστοιχες εκφράσεις είναι το "κόβω το κεφάλι μου", "βάζω το χέρι μου στη φωτιά" θυσιάζοντας μέρη του σώματος σε μορφή όρκου για ό,τι ισχυριζόμαστε ενώ εδώ την τιμή που έχουμε χτίσει στο όνομά μας που είναι ακόμα πιο σοβαρή υπόθεση για την υπόσταση μας σε περίπτωση που κλονιστεί η εμπιστοσύνη των άλλων σ'αυτό, καθώς "κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ'όνομα" που λέει και το ρητό. Διότι ανάπηρος ζεις, χωρίς κοινωνική υπόσταση όμως η ζωή είναι ανυπόφορη. Είναι η ύστατη επιβεβαίωση αληθείας που αφορά στην τιμή του ατόμου.


- Και είσαι σίγουρη μωρή πως τον είδες;
- Καλέ, ναι σου λέω! Την είχε παλαμαριάσει και της ψιθύριζε στ'αφτί...Βάζε τώρα με το νου σου τί της έλεγε.
- Ρε, τον κοίταξες καλά; Ήταν όντως αυτός; Σίγουρα δεν έχει δίδυμο αδερφό, κάποιον ξάδερφο να του μοιάζει διαβολεμένα;
- Όχι, όχι, όχι! Αυτός ήταν! Σου το ξανάπα. Ξανθός, πρασινομάτης, κατσαρομάλλης, με μύτη μεγάλη ίσια σουβλερή κι εκείνη την ελιά στο δεξί του μάγουλο! Σίγουρα αυτός ήταν, είναι πολύ χαρακτηριστικός, σαν ξένος, δεν μπορεί...
- Καταλαβαίνεις τώρα τι πάμε να κάνουμε; Να βάλουμε γιαγκίνι στα καλά καθούμενα; Πριν να της το πούμε, πρέπει να βεβαιωθούμε. Σπίτι πάμε να διαλύσουμε! Κι επειδή σε ξέρω... Λέγε. Ορκίσου! Ορκίσου ότι ένιωσες σωστά ό,τι είδες και δεν ήταν πάλι φαντασίες της αφηρημάδας σου.
- Ορκίζομαι... Να φάω τα κόκαλά μου...
- Η Βλαχοπούλου δε δεχόταν αυτόν τον όρκο. Ούτε κι εγώ, είναι γελοίος.
- Βάζω το χέρι μου στη φωτιά.
- Τίποτα πιο εκλεκτόν;
- Εεεε, κόβω το κεφάλι μου!
- Μπφ... Όλα αυτά γίνονται στο μιλητό. Δε θα ακρωτηριαστείς κι όλας...
- Ε, τότε σου το προσυπογράφω με πόδια και με χέρια! Να μην μπορώ να βγαίνω απ' το σπίτι αν είναι αλλιώς από τις ντοματιές που θα με περιμένουνε!
- Τώρα μάλιστα!... Άιντε πάμε να της πούμε το χαμπέρι, να δούμε τι θα βγει. Για να δέρνεσαι έτσι, κάτι ξέρεις εσύ...
- Δόξα σοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified