Further tags

Κλασική χλευαστική και χαιρέκακη ατάκα απολελέδων προς τους μονιμάδες / καραβανάδες / ΕΠ.ΟΠ. Πραγματική ηδονή να βλέπεις τα μούτρα τους την ημέρα που μαζεύεις υπογραφές.

(βλ. εναλλακτική η ατάκα «ν και σήμερα», όπου ν είναι ένας οποιοδήποτε πενταψήφιος αριθμός ημερών).

ΕΠ.ΟΠ: - Τι κάνετε εσείς εδώ ρε στραβάδια με τα πολιτικά;
Απολελές: - Στην τρύπα σου ρε πόντικα, απολελέ και τρελελέ!
ΕΠ.ΟΠ.(τεθλιμμένος): - Ααα, καλά, καλοί πολίτες…
Απολέλές: - Έλα ρε, μην ανησυχείς, και συ τελειώνεις, μια ζωή και σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούστηκε στο κέντρο εκπαίδευσης στην Τρίπολη όταν οι παλιοί δε μας άφηναν να ξαπλώνουμε με τις αρβύλες στο κρεβάτι για να μην πιάνουνε κοριούς τα κρεβάτια από το βερνίκι.

Ειδικό βάρος δίνεται στον τονισμό του 'κορέους' για να δώσει μάγκικη χροιά (δηλ. κορρρρέεεεουςς).

- Ρε Σιλήρη, κατέβασε τις μπότες από το κρεβάτι, θέλεις να πιάσουμε κορέους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησε ως μέρος της στρατιωτικής αργκό έχοντας την έννοια του παριστάνω τη σαύρα, δηλαδή κρύβομαι κάπου όπου δεν είμαι ορατός (σαν την σαύρα) με σκοπό να αποφύγω οποιεσδήποτε αγγαρείες / εργασίες, ήτοι λουφάρω ασυστόλως.

Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να σαυρίζω ασυστόλως παριστάνοντας ότι ασχολούμαι με κάτι.

Η ίδια έκφραση αφορά και αυτούς που σαυρίζουν σε πλήρη θέα, ασχέτως με το πού βρίσκονται και ποιος τους βλέπει. Κάτι σαν τα ιγκουάνα στην έρημο.

- Ρε σεις, πού κρύφτηκε ο Μελιόπουλος;
- Ε, κάπου θα σαυρίζει πάλι το ψάρι...

- Τι κάνεις ρε εδώ πίσω από τις παλέτες;
- Σαυρίζω και παραμιλώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασσική περίπτωση στρατογκαυλικής μεταφοράς στρατιωτικών τεχνικών στην πολιτική ζωή.

Κάλυψη-απόκρυψη είναι η στρατιωτική άσκηση όπου παραλλάσσουμε την εμφάνιση μας με κλαδιά ώστε να μην γινόμαστε εύκολα διακριτοί και καταλαμβάνουμε θέσεις πίσω από δέντρα ή θάμνους στήνοντας ενέδρα στον εχθρό.

Όταν εφαρμόζουμε αυτή την τακτική στην πολιτική ζωή, σημαίνει ότι εφαρμόζουμε μια τακτική παρακολούθησης των προθέσεων και ενεργειών μιας / ενός γκόμενας /-ου χωρίς να εκδηλωνόμαστε, ενώ παράλληλα περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή για να δράσουμε προς υλοποίηση του ΑΝ.ΣΚ. (αντικειμενικού σκοπού) μας.

Με την Έμιλυ, αν εκδηλωθείς ευθέως, θα φας τα μούτρα σου γιατί πρόκειται για ζόρικο γκομενάκι. Καλύτερα εφάρμοσε κάλυψη-απόκρυψη και περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Στρατηγική, φίλε μου. Άκτε, κνκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Νέμεσις των κινητήρων εσωτερικής καύσης. Ο απόλυτος όλεθρος. Συμβαίνει όταν εισέλθει νερό σε υγρή μορφή στους κυλίνδρους δίχως να το αντιληφθούμε.

Με το μιζάρισμα και επειδή το νερό είναι ασυμπίεστο αν είμαστε τυχεροί θα καταλήξουμε μόνο με κομμένες μπιέλες (διωστήρες).

Μπορεί να ακουστεί στον στρατό και ως απειλή στους νέους.

-Θα πάθετε υδροστατική εμπλοκή νεόπες.
-..............

(από northwind, 12/08/09)Το κάτω είναι η μπιέλα... (από panman_gr, 13/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργασία που εκτελείται από τους ναύτες στα πλοία για συντήρησή τους.

Θα πήξεις στο ματσακόνι, στραβόγιαννε!

Δες και ματσακονιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mάχιμος / μαχιμότητα: Υπάρχουν ήδη 2 ορισμοί, σωστοί πλην τηλεγραφικού χαρακτήρα, οι οποίοι επιβάλλεται όπως ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Μάχιμος είναι:

1α. (Στρατός Ξηράς) Ο υπηρετών σε μονάδα εκστρατείας, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς του, π.χ. μπορεί να είναι και εσχαρέας (μάγειρας). Όπως όμως τα πάντα σ' αυτή τη ζωή είναι σχετικά, έτσι και η μαχιμότητα είναι σχετική: ακόμη και η πιο προβλεπέ και μαύρη μονάδα εντός των συνόρων, δεν συγκρίνεται με το να πας ως Ειρηνευτική Δύναμη σε εμπόλεμη περιοχή (Βοσνία, Αφγανιστάν κλπ). Τότε η μαχιμότητά σου αγγίζει - και ενίοτε ξεπερνά - τα όρια της στρατοκαυλίασης.

1β. (Πολεμικό Ναυτικό) Ο υπηρετών σε πολεμικό πλοίο και όχι σε υπηρεσία ξηράς (γραφειάς/γραφειάκιας). Λέγεται και στολαίος, επειδή υπηρετεί στο Στόλο. Ο όρος αναφέρεται πλέον μόνο σε καραβανάδες (μονιμάδες), καθώς οι ναύτες (κληρωτοί), που έχουν φύγει απ' τα πλοία εδώ και 4-5 χρονάκια, τοποθετούνται για όσο κρατά η θητεία τους μόνο σε υπηρεσίες ξηράς. Οι στολαίοι παίρνουν και κάτι ρημαδολεφτά παραπάνω (επίδομα Στόλου), αλλά τι να το κάνεις αν τρώς στη μάπα τη λαμαρίνα μια ολόκληρη ζωή... Οι στολαίοι κράζουν τους γραφειάκηδες, δε θα τους χάλαγε όμως καθόλου να βρίσκονταν στη θέση τους.

1γ. (Στρατός γενικά) Ο ένοπλος, αυτός που με βάση το χαρακτηρισμό του, μπορεί να κρατήσει όπλο. Το Ι4 π.χ. δεν είναι μάχιμο, συνεπάγεται άοπλη θητεία. Ο κατεξοχήν γιωτάς είναι βέβαια ο Ι5, όμως και με Ι4 σου κολλάν τη στάμπα. Τip: ακόμη κι αν έχεις υπηρετήσει ως Ι4, μπορείς αφού απολυθείς να το αποχαρακτηρίσεις και να το κάνεις ένα πεντακάθαρο Ι1, αν βέβαια έχεις τις σωστές άκρες.

1δ. (Στρατός γενικά) Οι par excellence μάχιμοι είναι ασφάλουσλυ οι άνδρες (εσχάτως και γυναίκες) των Ειδικών Δυνάμεων: καταρχήν Ο.Υ.Κ.άδες (σλανγκιστί βατράχια ή οΰκια), επίσης λοκατζήδες, καταδρομείς, αλεξιπτωτιστές κ.α. Άπαντες πάσχοντες από οξεία στρατοκαυλίτιδα.

1ε. Αυτός που εχει εντρυφήσει στα μυστικά των πολεμικών τεχνών (καράτε, κικ-μποξ κτλ) και ωσεκτουτού είναι επαγγελματίας δείρτης και απεχθάνεται - ωιμέ! - το κλασικό ελληνικό βρομόξυλο. Σημασία που εντάσσουμε καταχρηστικά στις στρατιωτικές.

  1. Γενικά ο ενεργητικός άνθρωπος, ο ακαταπόνητος, αυτός που δεν το βάζει κάτω στις δυσκολίες, αυτός που δε μασάει με τίποτα, αυτός που στίβει τη ζωή και πίνει τους χυμούς της. Ο αεικίνητος (σα να έχει καρφιά στον κώλο του), ο ανήσυχος, ο νεωτεριστής, ο καινοπρεπής.

Η σημασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί δευτερογενής, παράγωγη εκ της πρώτης, της αμιγώς στρατιωτικής. Τα όρια ωστόσο μεταξύ των δύο, κάθε άλλο παρά σαφή είναι: κλασικό παράδειγμα μαχιμότητας εν ευρεία εννοία, οι Αθηναίοι του Χρυσού Αιώνα του Πέρι, για τους οποίους γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εν προκειμένω η περιπτωσιολογία είναι ανεξάντλητη:

2α. μάχιμος είναι ο κοτσονάτος λεβεντόγερος (ενδεχομένως και σεξουαλικά ενεργός, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο).
2β. μάχιμος είναι ο ταρίφας που δεν ανήκει σε εταιρεία και την παλεύει μόνος του.
2γ. μάχιμος είναι ο δικηγόρος που εξασκεί τη λεγόμενη δικηγορία του πεζοδρομίου ή μαχόμενη δικηγορία (συνεχές τρέξιμο σε δικαστήρια κλπ) και δεν είναι βολεμένος σε κανά γραφείο με πάγια αντιμισθία κλπ κλπ

  1. Σε πορείες / διαδηλώσεις / δημόσιες διαμαρτυρίες, μάχιμοι εν ευρεία εννοία είναι βέβαια όλοι οι συμμετέχοντες, όμως εν στενή εννοία είναι ένα πολλοστημόριο του όγκου των διαδηλωτών. Συνήθως πρόκειται για το περίφημο Black Bloc, παίζει όμως και να είναι απλά κάποιοι ανερμάτιστοι μπαχαλάκηδες. Εν προκειμένω διαγράφεται ανάγλυφα το ζήτημα της σχετικοποίησης της μαχιμότητας, στο οποίο τόσο είχε επιμείνει ο xalikoutis εδώ.

  2. Στο χώρο των μηχανοκίνητων, μάχιμος χαρακτηρίζεται οδηγός καυλοτίμονος, συνήθως χεράς, που φτάνει το αμάξι/μηχανάκι στα όριά του, του ρουφάει το αίμα, το λιώνει, του δίνει τα πιστόνια στο χέρι κλπ. Ο μάχιμος κατά κανόνα διαθέτει και μάχιμο εργαλείο, πολεμικό, κωλοφτιαγμένο, χωρίς πολλά λούσα και ανέσεις. Οι έμπειροι του χώρου είναι σε θέση να ξεχωρίζουν από κάποια σημάδια στο όχημα, το βαθμό μαχιμότητας του οδηγού και τις ικανότητές του, π.χ. στις μοτοσυκλέτες μπορείς να καταλάβεις αν κάποιος πλαγιάζει επικίνδυνα - άρα είναι μάχιμος και πολεμιστής - κοιτώντας τα φαγώματα στα πέλματα των ελαστικών.

  3. Μάχιμος είναι και ο τύπος που χώνεται άνετα σε καυγάδες / μανούρες / τσαμπουκάδες, δεν κωλώνει και δεν είναι τζάμπα μάγκας.

Οι κατηγορίες 3-5 είναι στην ουσία υποκατηγορίες της 2., λόγω όμως της συχνότητας με την οποία χρησιμοποιούνται, προτιμήθηκε η αυτοτελής πραγμάτευσή τους.

1α. - Γουστάρω μαχιμότητα ο δικός σου! Τα βρόντηξε όλα και τραβήχτηκε Κόσοβο! Αλλά βέβαια είχε ανάγκη και τα γκαφρά...

1β. - Που υπηρετείς, στολαίος ή ξηρά;
- Στόλο, το κέρατό μου μέσα.
- Φρεγάτα ή Ταχέα Σκάφη;
- Άσος.
- Μάχιμος κανονικά και με το νόμο δηλαδής...

1δ. - Εγώ αγόρι μου μόνο Ειδικές Δυνάμεις πηγαίνω.. Πάντα μάχιμος ήμουνα, σιγά τωρα μην παω να κάνω κανονική θητειούλα μαζί με τους φλωρούμπες.

  1. - Ρε φίλε δουλεύεις κάθε μέρα 12 ώρες, συν Κυριακές, συν αργίες, συν τα έξτρα σου, συν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Νταξ, είπαμε να είσαι μάχιμος αλλά μην ξεχνάς οτι έχεις και μια οικογένεια που θέλει να σε βλέπει καμιά φορά.

  2. (στο φανάρι)
    - Πωω, φάε ρε συ λάστιχο που έχει ο τύπος! Το 'χει λιώσει μιλάμε, κοντεύει να φανεί η ζάντα! - Φαίνεται μάχιμο το παλικάρι, το πολεμάει καλά...

  3. - Φίλε είχαμε τρελό σκηνικό χτες βράδυ στο μαγαζί! Κοίταξε κάποιος τη γκόμενα του Κωστάκη κι αυτός τον έκανε μαύρο στο ξύλο! Το 'ξερα πως ήταν μάχιμος, αλλά όχι κι έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταρίστικες εκφράσεις κατά τις οποίες στην ονομαστική εορτή του πρώτου (γιορτάζει πολλές ή λίγες φορές το χρόνο, αναλόγως το σώμα) είμαι στην τσίτα, ενώ στην εορτή της δεύτερης είμαι χύμα, πολύ ή λίγο και πάλι ανάλογα με το σώμα που υπηρετώ.

βλ. επίσης: χυμαδιό , ρέκλα, χυμείο.

- Σηκωθείτε ρε στραβάδια, ήρθε του Aγίου Εγέρθητου!

- Πλάκα κάνεις ρε μεγάλε; Είμαστε με το παλιό και σήμερα είναι της Αγίας Τανάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Απειλή – κυρίως παλιού προς νέο – ότι, αν δεν συμμορφωθεί προς τας σεπτάς οδηγίας του, θα τιμωρηθεί διά του ξηλώματος της τσέπης του πουκαμίσου ή του παντελονιού του. Λέγεται και ως: «Θέλω τσέπη», «Νέος! Σου περισσεύουν τσέπες;», «θα σε ξηλώσω!», «Ξηλώσου μόνος σου και στείλε μου τις τσέπες» (να μην κουράζομαι) κ.α.

Επίσης οι κακοραμμένοι γιακάδες των ναυτικών πουκαμίσων αγγαρείας, δεν αφήνουν ασυγκίνητους τους συλλέκτες, αφού ο παλαίουρας συνήθως θα κρατήσει την τσέπη ή το γιακά ως σουβενίρ!

Βέβαια, η απειλή αυτή έχει περιεχόμενο, μόνον όταν ο παλιός είναι μεγαλύτερος ή χειροδύναμος, αλλιώς η ιστορία μπορεί να καταλήξει σε φιάσκο εις βάρος του... Ένας ναύτης μια φορά στο ΚΕ/Παλάσκας, ήταν τόσο άγριος (αν και νέωψ) που είχε μαζέψει τόσους γιακάδες, που τους έδεσε κόμπο τον έναν με τον άλλον κι έκανε σχοινί που ακουμπούσε το χώμα απ' το παράθυρο στο δεύτερο όροφο του κτηρίου Διοικήσεως (το έχω δει με τα μάτια μου!).

Άλλο αντικείμενο συλλογής είναι τα κουμπιά του ναυτικού επενδύτη ή του πουκαμίσου, τα οποία ο αφαιρών αρχίζει να τα στρίβει δήθεν αθώα ως διακόπτες παλιού ραδιοφώνου «για να δούμε αν πιάνει» κι έπειτα τα τραβάει απότομα.

Εννοείται ότι τέτοιες πρακτικές, κάθε άλλο παρά συναδελφικές είναι μεταξύ ναυτών και εγκυμονούν μπερντάχι: Κάποιος γνωστός μου από την Αυστραλία, νέος ναύτης, διαπληκτίσθηκε (λέει) σε πλοίο με κάποιον παλαιότερο, που φορούσε στολάρα αποχωρών για άλλη υπηρεσία και που επέμενε να του πάρει τσέπη (διότι δεν του είχε δοθεί μέχρι τότε η δυνατότητα, αφού ο νέος τον είχε χεσμένο). Ο παλιός πήρε σβάρνα τον Πειραιά, να ψάχνει μπελαμάνα στο νούμερό του...

Βέβαια, υπάρχει και η οικειοθελής παράδοση τσέπης σε μπάνικο παλιότερο ή κληρούχα τιμής ένεκεν: Αδειάζεις την τσέπη σου, την ξηλώνεις όμορφα - όμορφα (να μη σκιστεί το πουκάμισο), γράφεις στην πίσω όψη τ' όνομα και το Α.Γ.Μ. σου με αφιέρωση και τη δίνεις στον αποχωρούντα ή όταν εσύ την κάνεις γι' αλλού. Η πρακτική αυτή όμως έχει ένα μειονέκτημα: Στερείται ο άλλος τη γλύκα της αρπαγής, οπότε σε προλαβαίνει και τη βουτάει μόνος του, κατά το «τα φιλιά μου θα στα 'δινα - μα ήθελες να τα κλέψεις» (Γαλάνη).

Επιπροσθέτως, υφίσταται και το οικειοθελές και ολοσχερές ξήλωμα / εκτραχηλισμός των απολυομένων, μόνον από κληρούχες τους: Ο απολυόμενος ανοίγει χέρια-πόδια όρθιος ή ξαπλωτός και οι άλλοι με χαρά κα-τα-ξε-σκί-ζουν τη (μισητή) στολή αγγαρείας του φίλου τους, που ωρύεται «απολύομαι και διαλύομαι»!

Υπ’ όψιν, αν σε κάνουν τσακωτό τα πιλάφια, ακομβίωτο, με σκισμένο γιακά, ξηλωμένη τσέπη ή μπλάνκο στο γείσο του τζόκεϊ (με τους μήνες σου), γενικώς την έχεις γαμήσει, εκτός αν:

1) Είσαι στο μήνα σου (εικοστός = σεβαστός / εικοστός πρώτος = ιερός).
2) Προέρχεσαι από πλοίο (οπότε συμπάσχουν και κάνουν τα στραβά μάτια).

Η συνήθεια, προφανώς προέρχεται από το ατιμωτικό ξήλωμα των διακριτικών, σε περίπτωση αιχμαλωσίας ή καταδίκης σε καθαίρεση, που σημαίνει: «Δεν είσαι πλέον στρατιωτικός!». Έτσι, έκαναν στο στρατηγό Χατζηανέστη το '22 (μετά τη δίκη των εξ) πριν τον περάσουν από μουσκέτο, καθώς και στον ρίψασπη Ιάπωνα στρατηγό του πρώτου παγκοσμίου Παράτα – τα - χαρακώματα...

- Μπά-μπά; Εδώ μου μαζευτήκατε όλοι οι ανοιχτομάτηδες;
- Γιατί σε χάλασε;
- Άμα σου πάρω την τσέπη, θα σου πώ εγώ, στραβόγιαννο!
- Εγώ λέω να πάρεις τ' αρχίδια μου να τα κάνεις καπνοσακκούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Στρατός ξηράς): Σαδιστική έκφραση, που μεταφορικώς δηλώνει ματαίωση σχεδίων του φανταράκου, μετά από σχετική προσμονή και γενικώς άνωθεν αναίρεση ευχάριστης κατάστασης.

Κυριολεκτικώς, προέρχεται από το την αργκοτική λέξη «τσιμπάω» (= παίρνω - λαβαίνω, ισπαν. pillar / ιταλ. pigliare) και το παράγγελμα «άκυρο» (ναυτ. = στον καιρό), που φωνάζουνε οι καραβανάδες, προκειμένου να καταργηθεί προηγούμενη εντολή τους, την οποίαν είχαν ξεκινήσει να εκτελούν οι φαντάροι π.χ. «Τους ζυγούς λύσατε!» (αρχίζουν να φεύγουν οι φαντάροι) – Άκυρο! Ξαναστοιχηθείτε!.

Πολλές φορές, γίνεται σκόπιμα για σπάσιμο, δηλ. ο καραβανάς «ρίχνει» και ο φαντάρος «τρώει» άκυρα, για να σπάσει πλάκα ο πρώτος!

Υποτίθεται ότι τα ατομικά καψόνια στο στρατό απαγορεύθηκαν, ότι εκδημοκρατίσθηκε η ηγεσία για να μην έχουμε πάλι κανά χουνέρι (δηλ. κάθε κυβέρνηση βάζει τους δικούς της) κ.λπ., κ.λπ., πλην όμως το στράτευμα είναι εγγενώς πηγή αυθαιρεσιών και ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας του κάθε καραβανά, περί των μέσων που θα μεταχειρισθεί, προκειμένου να συνετίσει / στρατιωτικοποιήσει / εκπαιδεύσει τους κληρωτούς. (Βλ. σχετικά το μεταχουντικό ντοκυμαντέρ - ταινία ενός Δανού τύπου, με τίτλο «Ο γιός του γείτονά σου», σχετικά με την εκπαίδευση (;) των παλιών ΕΣΑτζήδων).

Ούτω πως, άκυρο κατ' εξέλιξη, πήρε να σημαίνει και βάσανο – ταλαιπωρία, αλλά και την πειθαρχική τιμωρία του φαντάρου, (π.χ. αφού υπολόγιζε να βγει έξω το σουκού και τον έγραψε ποινολόγιο ο δίκας, άραζε χαλαρουίτα στο κα-ψι-μί και τον τσακώσανε και τόνε στείλανε για μπαλάκι κτλ)

Οι καλοθελητές παλιοί τότε, πλησιάζουν τον ακυροφάγο και σαρδόνια προσθέτουν: «Τσίμπησες το άκυρο και δεν σε χάλασε κιόλας!».

Το «δεν σε χάλασε)» στον στρατό ξηράς, δεν έχει την έννοια που έχει επικρατήσει στην καθομιλουμένη και στο ναυτικό, δηλ. σου ‘κατσε θετικό αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα σου γαμεί την ψυχή, δηλαδή, όχι μόνο τον ήπιες στεγνά, αλλά να μη σε χαλάει και καθόλου, μην παραπονιέσαι, γιατί μπορούσε να ήταν (και θα γίνει) χειρότερα. Στο ναυτικό, ανάλογη έκφραση είναι το «δε γουστάρεις;» (δηλ. πρέπει να πήξεις και να γουστάρεις κι από πάνω)...

Θυμίζει το εκμηδενιστικό αμερικάνικο: «Do it and like it» (=θα κάνεις την αγγαρεία «και θα πεις κι ένα τραγούδι» δηλ. υποχρεούσαι να το ευχαριστηθείς κιόλας!), δηλαδή στερεί απάνθρωπα από τον φανταράκο, ακόμα και τη δυνατότητα να στενάξει...

Κατά συνέπεια, σε «άκυρο» μεταφράζεται κάθε εξέλιξη με αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του φαντάρου (και ήδη και του πολίτη - αφού η έκφραση πέρασε στην καθομιλουμένη).

- Σκοπός!
- Διατάξτε!
- Μόλις τελειώσεις απο 'δώ, να πας να βοηθήσεις στα μαγειρεία! (φεύγει)
- Γαμώ τον Αντίχριστό μου! Είμαι οχτώ ώρες όρθιος σερί, έλεγα να την πέσω και με γάμησε ο πούστης! Θα τελειώσω το βράδυ και μετά πάλι έχω γερμανικό...
(πάλιουρας)
- Τσίμπησες το άκυρο και δεν σε χάλασε κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified