Όνομα - παρατσούκλι κατά τους αλογομούρηδες, για το αργό άλογο, που δεν έχει καμιά ελπίδα να κερδίσει. Χρησιμοποιείται και απο τους οδηγούς αυτοκινήτων όταν πρόκειται για αργό - δυσκίνητο ή παλαιό αμάξι.

- Έκανα κόντρα με ένα φτιαγμένο Punto αλλά έφαγα τη σκόνη του. - Εμ τι πας και συ να συναγωνιστείς με τον Αστραχάν!

Βλ. και γαϊδούρι, μουλάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απροσδιόριστο μεταφορικό αντικείμενο το οποίο το «τρώει» κάποιος όταν χάνει σε: κόντρα με αυτοκίνητο / μηχανάκι, video game, αθλητικό παιχνίδι κλπ.

Εν γένει συνώνυμο εκφράσεων του στυλ τρώω πούτσα, τον πίνω, «τη ρούφηξα», αν και κανείς δε γνωρίζει την ουσιαστική σημασία της ίδιας της κλαπάνας.

Τα βάλαμε με ένα Starlet κι εκεί που είχα ετοιμαστεί να τον πατήσω, μου 'ριξε μια κλαπάνα που ήταν όλη δικιά μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσημη μονάδα μέτρησης η οποία δεν έχει μπει ακόμα στο CGS ή στο MKS, άγνωστο για ποιους λόγους, αν και εικάζεται ότι ανθελληνικοί, αλλόθρησκοι δάκτυλοι σε συνεργασία με ξένα, σκοτεινά παράκεντρα εξουσίας είναι στη μέση ως συνήθως...

Η μονάδα μέτρησης κολώνα χρησιμοποείται από τους Έλληνες καυλοτίμονους για να περιγράψει την διανυσματική διαφορά μεταξύ δύο παραλλήλως κινούμενων αυτοκινήτων (Α και Β), τα οποία οι ιδιοκτήτες τους έχουν προηγουμένως «στήσει». Όπου κολώνα, ο παρόδιος στύλος της ΔΕΗ που φωτίζει τον δρόμο - θέατρο των προαναφερθεισών επιχειρήσεων. Δεδομένου ότι η διαφορά από κολώνα σε κολώνα είναι συγκεκριμένη (πχ. 15 μέτρα), αν το αυτοκίνητο Α προπορεύεται του Β κατά 30 μέτρα, λέμε ότι «του 'ριξε 2 κολώνες».

Ενίοτε χρησιμοποιείται και η μισή κολώνα, ως υποδιαίρεση της κολώνας, ενώ για μικρότερες διαφορές είθισται να χρησιμοποιείται ο όρος «αμάξια» ή «καρότσες», όπου το μήκος του μέσου αυτοκινήτου χρησιμεύει ως ένδειξη της διαφοράς. Επιστημονικά πράγματα.

- Στήσιμο;
- aseto...
- Τι άσετο ρε φλωρόκουπα; Κωλώνεις;
- Τι να κωλώσω από το ματρακά σου ρε ληγμένο άτομο; Πέντε κολώνες θα σου ρίξω για να μην το παίζεις τζάμπα μάγκας. Άδειες;

(από acg, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται από κάγκουρες για να αποφύγουν να χρησιμοποιήσουν τη λέξη decat ήτοι ban από κάθε forum.

Συνήθως τα άτομα αυτά είναι κατ'αυλακιώτες γνωστοί στα κοντροστέκια και κυνηγάνε σαξόραλλα...

Άσε φίλε, έστησα ένα παρολί μούρλια... σκάει σα διάολος... ΜΑΥΡΙΛΕΣ σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσίκεν ή τσίκεν γκέιμ είναι ένα παιχνίδι όπου δύο οδηγοί κατευθύνουν τα οχήματά τους ο ένας πάνω στον άλλο προς μία σύγκρουση. Ο ένας από τους δύο θα πρέπει να στρίψει, αλλιώς θα συγκρουστούν και θα σκοτωθούν ή έστω χτυπήσουν άσχημα και οι δύο. Όμως αν τελικά ο ένας κ(ι)οτέψει και στρίψει, σώζοντας τη ζωή και των δύο θα στιγματιστεί ως τσίκεν (=κοτόπουλο στα αγγλικά), δηλαδή ως κότα, ως κλασομέντας, ως δειλός και θα θεωρηθεί ότι έχασε το παιχνίδι και την πρόκληση. Για περισσότερα, δες στη Βικούλα. (Ίσως και να λανθάνει υπαινιγμός στις κοκορομαχίες, αν και πιθανότερος φαίνεται ο υπαινιγμός στο κοτόπουλο ως μεταφορά για τον δειλό άνθρωπο).

Από το παιχνίδι αυτό μεταξύ οχημάτων, το τσίκεν έχει περάσει στη θεωρία παιγνίων, όπου έχει αναλυθεί και μαθηματικώς (βλ. εδώ και εδώ), καθώς και σε εφαρμογές της στην οικονομία και την πολιτική. Δύο παραδείγματα μεταξύ πολλών είναι: Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών μεταξύ Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ., με πιθανή κατάληξη την καταστροφή όλου του πλανήτη (η οποία προς το παρόν ευτυχώς αποφεύχθηκε). Προσφάτως, τη διαπραγμάτευση στην Ευρωζώνη, μεταξύ ισχυρών χωρών, όπως η Γερμανία, και της αδύναμης Ελλάδας, όπου όμως υπήρχε η εντύπωση ότι αν η Ελλάδα εγκατέλειπε την Ευρωζώνη, η ίδια μεν θα καταστρεφόταν, αλλά ενεδέχετο να συμπαρασύρει σε καταστροφικές συνέπειες και την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Το ιδιότυπο αυτό τσίκεν φαίνεται ότι προσπάθησε να παιχτεί από τον σενσέι της θεωρίας παιγνίων Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος φιλοδόξησε να βαρουφακήσει ή βαρουfuckήσει τους ισχυρούς της Ευρωζώνης πλην μάλλον με τον κώλο. Σημειωτέον πάντως ότι το ασύμμετρο τσίκεν όπου λ.χ. ο ένας οδηγός έχει τριαξονική νταλίκα και ο άλλος οδηγός Fiat Punto (πού ν' το;) είναι μία από τις πιθανές μορφές τσίκεν, καθώς ο αδύναμος οδηγός ευελπιστεί ότι ναι μεν ο ίδιος θα κινδυνεύσει να καταστραφεί ολοσχερώς, πλην όμως αν κάνει την καμικαζιά, μπορεί να κιοτέψει ο ισχυρός φοβούμενος τις έστω μικρές ζημιές που μπορεί να του επισυμβούν. Βεβαίως το ασύμμετρο τσίκεν μπορεί να αποβεί μονομερώς καταστροφικό για τον αδύναμο.

  1. Δηλαδή δεν βλεφάρισαν οι Γερμανοί στο τσίκεν γκέιμ του Γιάνη; Ποιος να το φανταζότανε. (Από το Τουίτερ).
  2. Επικοινωνιακό τσίκεν γκέιμ, μήπως φοβηθούν και παζαρέψουμε τίποτα ευρώ απ' τους κουτόφραγκους, γιατί τον Πούτιν κότσο δεν μπορεί να τον πιάσει ένας Τσίπρας. Σχόλιο: τα μόνα τσίκεν εδώ είναι όσοι νομίζουν ότι "οι κουτόφραγκοι" δεν καταλαβαίνουν την ανούσια μπλόφα του Τσίπρα. Πρέπει να είναι πολύ μπουνταλάδες οι "οι κουτόφραγκοι" για να μην κατάλαβαν ότι ο Πούτιν είπε νιετ σε δανεισμό της Ελλάδος, είπε νιετ σε αγορά ελληνικών ομολόγων, είπε νιετ σε αγορά αγοτικών προϊόντων, η δήθεν συμφωνία για αγωγό είναι άνευ αξίας, και ο Λαφαζάνης θα περιμένει του Αγίου Ποτέ να εισπράξει τα €5 δισ. (Πχόρουμ).
  3. Επειδή η κατάσταση που ζούμε δεν είναι λιτότητα για να σωθεί η χώρα αλλά τσίκεν γκέιμ για να τα τσεπώνουν οι τραπεζίτες. (Αλλού στο Διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified