Έτερος όρος του Τουίτερ -ρήμα αυτή τη φορά- από το αγγλικό mention (= αναφέρω κάποιον). Σημαίνει κάνω αναφορά (μένσιο) σε κάποιον ή σε κάτι.
Όταν ο τουιτεράκιας, ο τουιτεράς, τουιτάρει και δεν μενσιώνει, πάει στο αμένσιοτο (Khan).

Απ' το ... τουίτερ

  1. Σπύρο τόσο καιρό σε μενσιώνω και δε τσιμπάς να σπάσουμε λίγο πλάκα, δλδ μόνο μέσω τούρκογλου έρχεσαι;
  2. Ο άλλος μενσιωνει τον εαυτό του και κάνει ερώτηση. Ξεκολλάτε ανάψτε κλιματιστικό και πέστε για ύπνο να χαλαρώσετε θα γίνετε τζημεροι

  3. Αυτο που βρίζετε εδω μεσα χωρις να μενσιωνετε, δεν σας κανει έξυπνους, αρχιδια σας κανει.

  4. μου προκαλείτε το ενδιαφερον που μου προκαλεί μια κατσαρίδα. Μη βαυκαλίζεστε, δεν θα σας μενσιωνα ποτε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κάνω download, βλ. και κατεβαστήρι. Αντίθετο: ανεβάζω.
    Από τις λίγες μεταφράσεις ξένων όρων της τεχνολογίας, οι οποίες έγιναν αβίαστα και προτιμήθηκαν από τις ξένες ή τεσπα χρησιμοποιούνται εξίσου.

  2. πίνω / τρώω τον άμπακο, χλαπακιάζω.

  3. χώνω μπουνιά: κατεβάζω / μου κατεβάζουν ένα μπουκέτο

  4. ρήμα πασπαρτού ως πρώτο συνθετικό εκφράσεων: κατεβάζω μούτρα, κατεβάζω ασφάλειες, γατοκέφαλα, καντήλια, παροχή, ρολά, τη μάπα κάποιου, τον γενικό.

  1. Τι θα γίνει ρε Στέλιο, κόφ' το να κατεβάζεις, σέρνεται το γαμίδι, δε μπορώ να κάνω τη δουλειά μου.

  2. - Τόφαλος έγινε πάλι ο Νώντας.
    - Εμ δεν είδε χθες τι κατέβασε το άτομο; Αν τρώει κάθε μέρα έτσι...

  3. Μουνάς, γελάκι; Θα σου κατεβάσω καμία και θα δούμε αν θα γελάς μετά.

(από Khan, 14/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά με τον άλλον ορισμό, ανεβάζω (upload στα αγγλικά) σημαίνει μεταφορτώνω ένα αρχείο ή μια πληροφορία από τον δικό μου υπολογιστή σε κάποια θέση ενός δικτύου, κυρίως του ίντερνετ, κάνοντάς το διαθέσιμο για θέαση, ακρόαση ή κατέβασμα.

Κατεβάζω (download στα αγγλικά) σημαίνει:

  1. Μεταφορτώνω τα προαναφερθέντα σε δικό μου αρχείο που αποθηκεύω τοπικά, στον υπολογιστή μου, ώστε να τα έχω διαθέσιμα χωρίς να καταφεύγω στο δίκτυο.
  2. Κάνω κάτι να μην είναι πια διαθέσιμο, το αφαιρώ από την κοινή χρήση, το βγάζω από το σάιτ.

Τόσο κοινά ρήματα τώρα πια, κι όμως, ο Τριανταφυλλίδης αγνοεί αυτές τις σημασίες.

Στον μικρόκοσμο του slang.gr, ανεβάζω στα σχολιασμένα σημαίνει σχολιάζω έναν ορισμό με συνέπεια αυτός να εμφανίζεται πρώτος, πάνω από τους υπολοίπους, όταν κλικάρουμε το κουμπί «Σχολιασμένα». Συνηθισμένο παιχνίδι αργκόσχολων σε απόγνωση.

  1. - Τι φωτογραφίες ανεβάζεις στο facebook ρε μαλάκα;
    - Απ' το πάρτυ λες; Γιατί τι έγινε;
    - Γιατί εσείς χαμογελάτε σα μαλάκες μπροστά, με τα μπουκάλια αγκαλιά, κι από πίσω φαίνεται ο Τζίμης να καπνίζει, ο Τάσος να μπαλαμουτιάζεται με την Μαίρη, την γκόμενα του Βαλάντη και ν' απλώνει χέρι ταυτόχρονα και στην Ντέπυ κι όλα αυτά μόνο από την δεξιά μεριά της φωτογραφίας. Το μυαλό στην κωλότσεπη τό 'χεις;
    - Στ' αρχίδια μου. Ας πρόσεχαν.
    - Το ότι φαίνεται που φοράς στριγκάκι δε σε χαλάει;
    - Και δεν μου λες, πώς κατεβαίνει τώρα αυτό το πράμα;

  2. Από εδώ:
    [Το aDSL] είναι μία από της μορφές της οικογένειας τεχνολογίας Dsl. Σημαίνει Asymmetric ή Asynchronous Digital Subscriber Line. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι η ταχύτητα κατεβάσματος δεδομένων (download speed) είναι πολύ μεγαλύτερη από την ταχύτητα της αντίθετης κατεύθυνσης - ανεβάσματος δεδομένων (upload speed). Το γεγονός ότι είναι η πιο διαδεδομένη είναι λογικό επακόλουθο της επιθυμίας - συνήθειας των χρηστών που πιο πολύ τους ενδιαφέρει να λαμβάνουν δεδομένα (σερφάρισμα - κατέβασμα αρχείων ή προγραμμάτων) παρά να ανεβάζουν δεδομένα.

  3. Από εδώ: > Και, να, ο εφιάλτης ξανα-ανεβαίνει ψηλά στα «σχολιασμένα» αχααχου! Ποιος να το 'λεγε πάντως αυτός ο ορισμός ότι θα γίνει οθονιά από τα σχόλια...> Mes

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαδίζω με την ταχύτητα του φωτός υψωμένη στη δύναμη -100. Ο διπλανός που βαδίζει, με ακολουθούσε στο προηγούμενο και θα προηγείται στο επόμενο βήμα. Έτσι όπως πάω θα φτάσω σπίτι του χρόνου.

Βέβαια, τα πάντα είναι σχετικά όπως μας επισημοποιεί ο Αλβέρτος. Έτσι λοιπόν στην αυτοκίνηση το σούπερ ντούπερ αυτοκινητάκι μου σέρνεται μπροστά σε μια μερσέντα η οποία με τη σειρά της σέρνεται μπροστά σε μία λαμποργκίνι.

Στην κομπιουτερική, ένα μηχανάκι (υπολογιστής) σέρνεται όταν το έχουμε φορτώσει με 224 προγράμματα, εκ των οποίων χρησιμοποιούμε ταυτόχρονα τα 199, έχουμε γεμίσει τον δίσκο με τις 55 πιο πρόσφατες ταινίες που κατεβάσαμε από τα torrents και κάνουμε επικοινωνία με web cam. Προσπαθούμε δε να ανοίξουμε το κοίτα έξω (outlook) για να στείλουμε e-mail. Αν ανοίξει, χέσε με.

Ας πάρουμε ένα ταξί, δε βλέπεις; Σέρνομαι (χικ)

(από Stravon, 04/09/09)

Βλ. και σέρνεται

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified