Χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι άμαθος σε μία εργασία (για χειρωνακτικές συνήθως) και κατ' επέκταση κουράζεται εύκολα, μέχρι να πάρει το κολάι.

Η λέξη καβελινάκια προέρχεται από το «καβελίνα / καβαλίνα», περιττώματα ζώων δηλαδή (ο όρος χρησιμοποιείται απ' όσο ξέρω μόνο για άλογα / γαϊδούρια / μουλάρια), τα οποία αφότου έρθουν σε επαφή με το φως του ήλιου δεν αργούν να σκληρύνουν (ξεραθούν).

Το δροσιό είναι οι πρωινές ώρες γύρω στις 06:00 - 08:00 και χρησιμεύει ώστε να τονιστεί η αδυναμία αυτού που δέχεται τον χαρακτηρισμό να φέρει εις πέρας την εργασία του ακόμα και υπό ευνοϊκές συνθήκες, μιας και τα περιττώματα δεν ξεραίνονται εύκολα χωρίς παρουσία ήλιου.

- Αχ, γιαγιάκα, είχαμε πάει εχτές να σκάψουμε κάτι αυλάκια για να φυτέψουμε τομάτες με τον πατέρα μου και κοίτα να δεις πως έγιναν τα χέρια μου!
- Εμ, αφού εκεί πάνω στας Αθήνας όλο ξερομαλακώνετε μπροστά από τα λαπιτόπια σας, έχετε γίνει ντιπ για ντιπ λαπάδες... Τα μικρά καβελινάκια με το δροσιό ξεραίνονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω το χοντρό μου.

- Δεν τον ξαναπαίρνουμε μαζί μας διακοπές.
- Γιατί ρε; Πάλι λιάρδα τον σέρνατε όλη μέρα;
- Εκτός από αυτό, με το που πιάσαμε λιμάνι, αρχίζει να έχει κάτι πόνους. Τον πήγαμε κατευθείαν Βοστάνειο.
- Και τι είχε ρε;
- Αφού τον ξέρεις ρε! Όταν πάει διακοπές δε σπάνει με τίποτα! Άλλη φορά μόνο για κάνα τριήμερο μαζί μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα ξιταφάω-ξιταφώ σημαίνει αναδίδω μια εξαιρετικά διαπεραστική δυσωδία, ως από στάβλου.

Χαρακτηριστικός τύπος που ξιταφούσε μονίμως, ήταν (είναι;) ο Μήτρος από το Φ'λί (Φελλίον) Γρεβενών, που πριν από 30 χρόνια ερχόταν τα απογεύματα με μια μπάλα παραμάσχαλα στο γήπεδο του Πυρσού Γρεβενών και τραβούσε τσουκίδες σε κενό τέρμα, πανηγυρίζοντας έξαλλα κατόπιν για τα τέρματα που πετύχαινε.

Αν και βρισκόταν τότε στα 30 φεύγα, αναζητούσε (ως άλλος Βέρθερος) να παίξει μπάλα μαζί με τη μαρίδα, μόνο που δεν το πετύχαινε ποτέ, γιατί κανένας δεν του είχε μιλήσει ποτέ για το Ρεξόνα, και η πιτσιρικαρία ήταν αδυσώπητη στο ποιον αποδεχόταν σαν μέλος της και ποιον απέρριπτε.

Συνώνυμα: ζέχνω, ζωοκοπώ, βρωμώ

— Σε πήρε η μπόχα; Τι είναι αυτό που ξιταφάει; Μήπως ήρθε...
— Ι Μήτρους απ' το Φ'λί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντοπιολαλιά Μακεδονίας που σημαίνει ότι στην ομιλία ξεφεύγουν σάλια απ' τους σιελογόνους αδένες του ομιλούντος.

- Καλημέρα παιδιά!
- Αρά, τι πρατσκαλνάς και μας μούλιασες πρωί πρωί, παλιοσαλιαμούτι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νάουσα Ημαθίας. Ντοπιολαλιά που σημαίνει ρεύομαι. Πιθανόν ηχομιμητικό από τον ήχο (γκρουγκ) που κάνει ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο. Το ρήμα έχει και μέση φωνή, εμφανιζόμενο ως «ρουγκαλνιέμαι», ενώ παράγωγα ουσιαστικά είναι τα
α. ρουγκάλνισμα, πληθυντικός ρουγκαλνίσματα ή / και
β. ρουγκαλνιά (κλίνεται όπως η κλανιά)

- Κοκακόλα παράγγειλες;
- Έσκασα στο φαΐ, και την πήρα να ρουγκαλνίσω λίγο, να ξαλαφρώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή φράση που σημαίνει «χεστήκαμε και τα λερώσαμε». Στη μαρτυρική Μεγαλόνησο το λένε όταν μένουμε άκαρποι μετά από μια προσπάθεια που κάναμε.

- Ίντα νέα ρε; Εγάμησες την μιτσιά, οξά ακόμα;
- Όι, γαμά την άλλος τώρα. Εσιέσαμε τσιε γκρίσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως κολλιάντζα (προφέροντας και στις δυο περιπτώσεις στο -λλιά-, το ι μαζί με το α, όπως το κολιά), και περιγράφει την κατάσταση της ακατάσχετης διάρροιας, ενίοτε και ιδιαίτερα δύσοσμης. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στην περιοχή της Πάτρας.

  1. - Καλά ρε μαλάκα, τι κολιάντζα ήταν αυτή που έκοψες; Σκατά έφαγες χτες;

  2. - Μάγκες δεν ξανατρώμε στου βρωμιάρη, με έπιασε μια κολιάντζα χτες... πήγα να χέσω τ' άντερα μου!!!

(από Galadriel, 13/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διάρροια, η ευκοίλια, σε ορισμένα χωριά της Φθιώτιδας (περιοχή Ραχών).

Κάτι με πείραξε από αυτά που έφαγα. Έκανα ένα σουλγκάνι, άλλο πράγμα. Ακόμη πονάει ο κώλος μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαϊκός ιδιωματισμός για τα σκατουλάκια που κρέμονται επίμονα από τις κωλότριχες.

- Γαμώ την παναγία μου, πάλι λέρωσα το σωβρακό μου, αυτά τα μαλακισμένα τα ταρζανίδια φταίνε πάλι.

(από gizaha, 01/12/08)

Βλ. και ταρζανάκι, ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified