Στα καλιαρντά είναι το λαρύγγι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τσαρούχι (<τουρκικό çarık) στη λογική ότι λέμε και η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι.
Στα καλιαρντά είναι το λαρύγγι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τσαρούχι (<τουρκικό çarık) στη λογική ότι λέμε και η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι.
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή λέξη εκ του γαλλικού bonbon. Σημαίνει την καραμέλα και μεταφορικώς την πεολειχία.
Μπουτ λατσό το τσόλι.. Σαρμελιά γδούπα... Κουραβέλτες... και απανωτές κουραβέλτες... Λατσάαααα... Άβελα πιασμάν στην μπάρα... και μπομπόνα μπουτ... Γδούπα φιλενάς... Γδούπα.... Αχχχχχχχ.... Θέλω να τον αβέλω συνέχεια..... (Από το Μπου).
Άσχετο: Είναι και μια ποικιλία φασολιών που το μικρό στρογγυλό σχήμα τους θυμίζει καραμέλες (δες εδώ) καθώς και είδος άνθους αγριοτριανταφυλλιάς.
Σχετικοάσχετο: Είναι και γουτσωνύμιο παλαιάς κοπής (δεκαετία 1950 κιέτσ' κατά τον Σφυρίζοντα) τύπου μπουμπού.
Δεν την συνιστω σε κανεναν, ειναι μια ξανθια μπομπονα, κατι σαν τριτοκλασατη τραγουδιστρια σε σκυλαδικο της εθνικης. (Σχετικοάσχετο παράδειγμα από το Μπου).
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς το ροντοσόλ στα καλιαρντά, δηλαδή το γλείψιμο. Το ροντοσόλ ταιριάζει με το κοντροσόλ (=φιλί και γλείψιμο), ενώ το ροσολιμαντέ ταιριάζει με το πιασμαντέ (=μπαλαμούτι και γλείψιμο). Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το ροσόλι (=σάλιο), που πιθανόν (όχι σίγουρα) ετυμολογείται από το ομώνυμο ιταλικό ηδύποτο (ιταλιστί rosolio).
1. Εισαι θεόλατσος και μπενάβεις μεσίκ. Τζάσε την καθε καλιάρντω, λούγκρα, και ανεμιαρα και άβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσόλ και μπιεσμαν. Αβέλω ροσολιμαντε σε καθε διαθεσιμη μπαροτάτη σερμέλα και πούλη, κουραβέλτα, και να πισελουμε μεχρι πρωιας. Με ντέζι, ο τζασλός για εσενα και νταλκαρέτεκνο.
Kουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; (Από μπουρδελοσάιτ).
Τζασλός ο Λάτσα μαζί με τον Επιτάφιο και έβαλαν τον Λατσολίθαρο να παίρνει τηλ και να λέει ότι εάν ισάντες κάνετε Σωματείο ιμάντες θα σας κυνηγήσουμε στον γιαγκούλα. Και άρχισαν και μπενάβουν ανθυγιεινά κατσίκα και προβάτα ο βλαχοντάνας γιδοσυντηρητής και η ψαμοσκελού ότι θα βάλουν τα τρόκια να τους περιδρομιάσουν.
Δικέλεις άμα γίνει άλλο Σωματείο θα χάσει ο Φίφα τα τιντέλη τα τουρκόζουμα και την σουλάτσα με το τζους λέσι γιατί θα μειωθούν τα ντουλά. Έτσι τους άναψε χαρχάρα όταν έμαθαν τα Χαρχαρότεκνα ότι δεν θα χαλεματούν όπως πρώτα και ότι θα τζάσουν πολλά μέλη τανάκα να δώσουν τον μπερντέ για τις συνδρομές. Διότι τους έχει γίνει μπαρό και ντέζι το καλάμι και τους βγαίνει όλη η λούγκρα τώρα που δικέλουν ότι χάνουν το σουγκρό.
Τους φαίνεται κουλό ότι κάποιοι που ήταν ατζινάβωτοι και μέχρι τώρα τους αβέλαν μπιεσμάν την πούλη ξύπνησαν και θέλουν να τζάσουν.
Άρχισαν και το ροσολιμαντέ στο Πρόεδρο ότι έγιναν λατσά τεκνά και ότι δεν θα πουν άλλα μουσαντά στους Χαρχαροτεκνούς για αυτόν. Όμως με αυτό το πλευρό να πισελάσται. Τα μουσαντά το καπί και το μη μπενά Τέλος. Από εδώ και πέρα θα έχει ντουπ και νταπ για αυτό μαζέψτε τα λυσαγμάν γιατί θα έχουμε μεγάλες κέντες.
(Καλιαρντογράφημα που αναλύει την πολιτική ζωή του τόπου σε στυλ ένας πούστης να μιλήσει αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Πεολειχία στὴ ντούρα λιάρντα.
Πρόκειται ἴσως γιὰ τὸ μόνο σημεῖο ὅπου ὁ σεβαστὸς Πετρόπουλος δὲν εἶναι ἀκριβής, μεταφράζοντάς το ὡς αἰδοιολειχία. Πιστεύω ὅτι πρόκειται περὶ κεκτημένης ταχύτητος ἢ τυπογραφικοῦ παροράματος, μιᾶς καὶ τὸ ἁπλὸ πομπόν (ἢ πονπὸν) ἦταν σὲ εὐρεῖα καλιαρντοχρῆσι μὲ τὴ σημασία τῆς αἰδοιολειχίας (μὲ τὴ σύγχρονη ἔννοια τοῦ αἰδοίου, ἐννοουμένου ἀποκλειστικῶς ὡς ὀργάνου τοῦ θήλεος, ἐνῷ παλαιότερα τὰ αἰδοῖα ἐσήμαιναν τὰ γεννητικὰ ὄργανα ἐν γένει).
Ὁ Πετρόπουλος προτείνει δύο πιθανὲς ἐτυμολογήσεις γιὰ τὸ πομπὸν ἢ πὸν-πὸν (καὶ κατ´ ἐπέκτασιν γιὰ τὸ ὑπ´ ὄψιν λῆμμα):
Μεταξὺ τῶν δύο θὰ ἔκλινα ὑπὲρ τοῦ πρώτου ἐτύμου, διότι παριστάνει πολὺ καλὰ τὴν πρᾶξι καθαυτήν, ἐνῷ τὸ δεύτερο παριστάνει μόνο τὸ ἀντικείμενο (τοῦ πόθου), καὶ εἶναι γι´ αὐτὸ λιγότερο παραστατικό. Ὅμως θὰ ἄξιζε νὰ δοῦμε καὶ μιὰ τρίτη ἐκδοχή, αὐτὴν τῆς γαλλικῆς λέξεως pompe (ρῆμα pomper), ποὺ σημαίνει:
Ἡ λέξις πομπίνο μοιάζει ψευδοϊταλικὸ ὑποκοριστικὸ τοῦ πομπόν. Δὲν θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ bonbon, καὶ ἀκόμη λιγότερο ἀπὸ τὸ pompon. Συμβατὴ μὲ τὴν ἐτυμολόγησι α. τοῦ Πετροπούλου καὶ τὴ β. δική μου εἶναι καὶ ἡ λέξις πομποτάμπακο, ποὺ σημαίνει τσιμποῦκι (τοῦ καπνίσματος), εἴτε διότι καὶ αὐτὸ γλείφεται, εἴται διότι ρουφιέται, ἀντλεῖται.
Σημειωτέον ὅτι τὸ γλείψιμο λέγεται ροντοσόλ καὶ ροσολιμαντέ (<ροσόλω=γλῶσσα)· τὸ δεύτερο χρησιμοποιεῖται περισσότερο ὡς ἐπίρρημα. Τὸ γλειφιτζοῦρι, ζαχαρωτὸ λέγεται κοντυλομπομπόνι (bonbon).
Καπιάζει τὸ πακέτο τοῦ κατὲ ἡ Γεωργία καὶ τοῦ μπενά μποὺτ σουκρατζέ:
- Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Χορχόριασα γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
Καὶ κοντραστάρει ὁ σπαριλόμπεης:
- Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ!
Got a better definition? Add it!