Εύκολη γυναίκα, που τον (τα) παίρνει απ' όλους.
Εύκολη γυναίκα, που τον (τα) παίρνει απ' όλους.
Βλ. και ποδήλατο του χωριού, ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα, ψακομούνα
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γκόμενα, το μπάζο.
- Αφού σε γουστάρει γιατί δεν της την πέφτεις; - Σιγά μην την πέσω στην πατσαβούρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η χειρότερη. Απο το «χάλι» και «καλλίτερη».
Πολύ χάλι η γκόμενα -- η χαλίτερη του μαγαζιού.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που λόγω των συχνών σεξουαλικών της επαφών, το αιδοίο της έχει αποκτήσει μέγεθος πηγαδιού. Αλλιώς και πηγαδομούνα.
-Την βλέπεις αυτή; Τρεις τρεις τους παίρνει του άντρες. Πηγάδω κανονική.
%
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για υποτιμητικό χαρακτηρισμό, ο οποίος αναφέρεται κυρίως σε γυναίκες χωρίς στυλ ή απλούστατα χωρίς ίχνος αιτίας για να τις συμπαθήσεις. Συνώνυμο του «τσόκαρο, γκαζιέρα».
- Κάλεσα και την Μέλπω στο πάρτυ, ελπίζω να μη σε πειράζει αγάπη μου, ε;;;
- Εμένα τί να με πειράξει;;; Τους καλεσμένους όμως που θα τη δουν και θα ξαμοληθούν στους δρόμους να τρέξεις εσύ να τους φέρεις πίσω! Και εξηγούμαι από τώρα, δεν θα δικαιολογήσω σε καμία περίπτωση εγώ την παρουσία αυτού του πόμολου στο παρτάκι, οκ;
Δες και πετούγια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα που, λόγω σωματότυπου ή λόγω των χειρονομιών και των κινήσεών της, έχει (ή σε κάνει να φαντάζεσαι ότι έχει) πολύ άγαρμπους τρόπους στο σεξ.
- Πώς ήταν χθες με την μικρή;
- Πολύ αγαρμπομούνα ρε παιδί μου, όταν ανέβηκε πάνω μου κόντεψε να μου τον σπάσει!
Got a better definition? Add it!
Αρνητική έκφραση, δείχνει έντονη αντιπάθεια για κάποιον, υπονοώντας ότι είναι τόσο άτιμος και κακός και λοιπά, με τόση επιμονή και πιστότητα στα αρνητικά αυτά χαρακτηριστικά όσο ένας σκύλος.
- Θα σου δείξω εγώ ρε σκυλόπουστα...
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα. Αυτή που με το τον τρόπο της σε προκαλεί να τη ξεκωλιάσεις. Ιδιαιτέρως έκφυλη!
Ρε το βλέπεις το ξεκωλοπατόμουνο πώς σε κοιτά, θέλει να το ανοίξεις...
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.
- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!
Got a better definition? Add it!
Η αδερφή που δεν το κρύβει.
-Είχα καιρό να δω τον Σάκη.
-Είδες, σκέτη σφυρίχτρα έγινε ο Σάκης μας...
Got a better definition? Add it!