Further tags

Ο παθητικός ομοφυλόφιλος.

Οι κλανοκαποτες Άγγλοι γύρισαν πίσω στη δυστυχία τους ή έμειναν Βραζιλία να δουν την Ελλάδα και τις υπόλοιπες 15 καλύτερες ομάδες του κόσμου; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες:

- Ποινική δίωξη στην Τζ. Αλεξανδράτου μετά από έρευνα του ΣΔΟΕ (...) ο επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης της εταιρίας κ. Σειρηνίδης, (...) προσκόμισε ιδιωτικό συμφωνητικό από το οποίο προέκυπτε ότι η Τζούλια Αλεξανδράτου έλαβε αμοιβή 150.000 ευρώ.
- 150 χιλιάρικα πήρε το χυσοσακί ?
(εδώ)

Συνώνυμα: χυσοκανάτα (σπερματοκανάτα), χυσοκουβάς (σπερματοκουβάς), χυσοθήκη, χυσοκανάτα, σπερματοδοχείο, χυσολουλού.

Αγγλικανιστί: spermbag, cum bucket.

- το γαμημενο χυσοσακι εβαλε κοπυραητ (εκεί)

Αγγλικανιστί: scumbag, ratbag, douchebag.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα (ή κόρη) που κάνει (ή θεωρείται ότι κάνει) σεξ με πάρα πολλούς άντρες, οπότε εντέλει θεωρείται σεξιστικώς ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και δεν έχει κάποια άλλη σημαντική ανθρώπινη πχοιότητα. Προφάνουσλυ χρησιμεύει και ως γενική βρισιά. Στα αγγλικάνικα λέγεται cum bucket, sperm bucket ή spunk bucket και είναι πιο διαδεδομένο σαν έκφραση. Στα ελληνικά δίνει ελάχιστα χτυπήματα στον γούγλη, ίσως λοιπόν να μας έρχεται από τα αγγλικάνικα πιθανόν με την επίδραση της πορνογραφίας, όπου η αγγλική έκφραση είναι πολύ συχνή. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι αναγκαίο, καθώς η λέξη κουβάς είναι εξαιρετικά σλανγκενεργή, όπως δείχνουν τα πολλά λήμματά μας που την περιέχουν.

  1. Η μάνα σου είναι ΚΑΡΙΟΛΑ, ΝΥΜΦΟΜΑΝΗΣ, ΠΕΟΛΙΓΟΥΡΑ, ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΡΑ, ΣΠΕΡΜΑΤΟΚΟΥΒΑΣ και ΒΡΩΜΙΑΡΑ. (Από βρις-οφ κάπου στο Διαδίκτυο).
  2. Εχω δει παππου πανω απο 70 ετων στανταρ με τσαντα απο τη λαικη να διαλεγει ενα πετίτ teeny ξέκωλο στη Φυλής πριν κανα 2μηνο, τα συμπερασματα το ΠΩΣ (οκ με βιαγκρα ας πουμε) πήδηξε αυτο το λουλουδι που αποφασισε να γινει ΄΄δημοσια τουαλετα΄΄ ή σπερματοκουβας. (Από μπουρδελοσάη).
  3. ΚΟΥΚΛΑ!!!!!!!!!! Η Μις Νότια Γαλλία έχει δύο ελαττώματα: Τεράστιο στήθος και πολύ κοντή. Σχόλια: -Μούναρος!/ -Γυναίκα χωρίς βύζους, εκκλησία δίχως Tζίζους/ -Σπερματοκουβας απο τους λιγους, μεγαλη καβλάντα/ -Γυναικα χωρις tits baywatch διχως Mits. (Διάλογοι στο Φέισμπουκ).
  4. Γκουίνεθ Μοντενέγκρο: Έχω κοιμηθεί με πάνω από 10.000 άντρες. Σχόλιο: Με λίγα λόγια σπερματοκουβάς. (Από Φέισμπουκ).

Η Γκουίνεθ. Σπαλιάρα φάε τη σκόνη μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).

  1. Ρε παπάρα που δεν σε χωράνε τα ρούχα απο το πάχος, που έχεις να γαμήσεις από την εποχή που ο Νώε μάζευε τα μαϊμούδια για να διασώσει το είδος σου, πας να το παίξεις γαμιάς και πλούσιος ρε ρετάλι από τελευταίο ύφασμα μαγαζιού σε εκποίηση στα παιδάκια εδώ μέσα και να αποδείξεις ότι αν έχει κάποιος λεφτά πηδάει κάθε παρταλογκόμενα ξεκωλοδευτεράντζα, σαν αυτές που συναναστρέφεσαι και βαπτίζεις "μουνάρα" στα βαθιά σου όνειρα μετά από χρήση των ψυχοφαρμάκων που ρουφάς; Ζώο!. Ούτε αυτές δεν σου κάθονται, που είναι οι φώτο ρε ταμτάκο που έταζες; (Από βρις-οφ στο μπου).
  2. Είναι μια παρταλογκόμενα που μόνο αν ήσουν 10 χρόνια ναυαγός σε νησί του Ειρηνικού θα σκεφτόσουν να την πηδήξεις. (Από βρισ-οφ σε σόσιαλ μήδεια).
  3. Η καθε παρταλογκόμενα που την κάνει από την Φλώρινα και πάει Ξεσσαλονίκη ειτε για Σ/Κ είτε για να σπουδάσει και μας σπάει τον πούτσο με Check Ins και φωτογραφίες από το πόσο γαμάτα περνάει και πόσο χαίρεται που είναι στην γαμώπολη, ας της πει κάποιος ότι πρώτον είναι σαν να την έκλασε δεινόσαυρος όταν κάνει ντάκφεϊς και γράφει από πάνω "με τα φρεντουλίνιαζ μου" (καλά μακράν χειρότερο είναι όταν βγάζει φωτό με φόντο τον Λευκό Πύργο και γράφει "Εμένα αγάπη μου, δεν θα με κάνεις ποτέ να κλάψω") και δεύτερον, να μην δείχνει πόσο αγάμητη παρθένα είναι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη να γαμηθεί από το χωριό της το αρμενο-αμμοχώρι και κάθε φορά που βλέπει γκόμενο που δεν βρωμάει σαν στάβλος, στάζει το μουνί της μέλι. Γκόμενα της πούτσας που νομίζεις ότι έγινες κάποια, τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο μωρή αρκουδιάρα. (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πισωκόλλης, πισωκώλης

Βρισιά χυδαία για τον παθητικό ομοφυλόφιλο ή για τον θεωρούμενο υβριστικώς και σεξιστικώς ως τέτοιο. Νταξ, το πισωκώλης το λες και πλεονασμό και κοινό τόπο, όλοι πίσω μας τον έχουμε τον κώλο μας, προφ εδώ εννοείται ότι ο υβριζόμενος τον παίρνει από πίσω, από τον κώλο. Το βρίσκω σπανιότερα και με την ορθογραφία πισωκόλλης, προφ από τη σεξουαλική στάση πισωκολλητό. Ως βρισιά μπορεί να έχει τις διάφορες σεξιστικές σημασίες που έχει η βρισιά πούστης.

  1. «Εσύ θες να πας να δεις το έργο; Τον Χριστό μας από τους πισωκώληδες τους Αλβανούς; Εσύ; Έχει έρθει η οργή του Θεού. Μας χτύπησε η οργή του Θεού για σας, τους προδότες, τον Χριστό μου. Γιατί αν είχαμε την εύνοια του Θεού, κανέναν δε θα είχαμε ανάγκη. Η Ελλάδα είναι πλούσια χώρα, την εύνοια του Θεού δεν έχει. Ζώα, ζώα — ε, ζώα. Σαν τα ζώα, ρε, να πηδιέστε». Είναι περίπου 45 χρονών, μαυροφορεμένος, πλησιάζει απειλητικά μια γυναίκα: «Κι εσύ θες να δεις το αμαρτωλό έργο; Ζώο. Ζώο, μωρή. Ζώο!». (Από τις σκηνές απείρου κάλλους που είχαν εκτυλιχθεί έξω από θέατρο στο Γκάζι όπου χρυσαύγουλα και χριστιανοταλιμπάν διαμαρτύρονταν για βλάσφημη παράσταση χρησιμοποιώντας οι ίδιοι μερικές βρισιές απάδουσες μεν προς χριστιανούς πλην όχι χωρίς σλανγκικό ενδιαφέρον, δες).
  2. Εννοείται χρυση αυγή μεσα στη ΜΥΚ! Τί θα ήταν, πισωκώληδες αριστεροί; (Μακελειό).
  3. Έκαψαν ζωντανό τον Μπρούνο το «καμάκι»! – Ένα από τα μεγαλύτερα greek καμάκια της Ελλάδας. Σχόλιο: κανένας πισωκώλης Πακιστάνος θα τον έφαγε… (Μακελειό).
  4. Έκτακτα μέτρα παίρνει η Βρετανία αποφασίζοντας να σχεδιάσει κλείσιμο των συνόρων για τους Έλληνες, σε περίπτωση που η Ελλάδα βγει από την ευρωζώνη. Σχόλιο: αλλη ορεξη δεν ειχαμε να παμε στους πισωκολληδες στην υγρασια στην μουχλα και να αφησουμε τον ηλιο μας τα νησια μας τα χωρια μας τον φραπε μας. (Ενικός).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικός χαρακτηρισμός που συνδυάζει τους χαρακτηρισμούς ξινή και καριόλα. Ξινιόλα είναι η γυναίκα που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της παράλληλα ξινίλα και δηθενιά με συμπεριφορά καριόλας. Ο συγκεκριμένος τύπος είναι πιο ύπουλος από την καριόλα, αφού δρα πιο κεκαλυμμένα. Εξωτερικά αναγνωρίζεται από την έφεση στο να ξινίζει την μούρη.

1) Νομίζω η Μάρα παίρνει άνετα το βραβείο της ξινιόλας... Μαλάκα το παίζει φίλη μας και μας σκάβει το λάκκο...
2) - Μα γιατί δεν τη συμπαθείς τη Γεωργία;;
- Έλα ρε είναι ξινιόλα η τύπισσα. Όλη τη μέρα μας μίλησε μόνο και μόνο για να μας πει πόσο ανώτερη είναι από εμάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του πουτάνα, έχει όμως ορισμένες σημασιολογικές αποχρώσεις που δικαιολογούν κττμγ μια ξεχωριστή ανάρτηση.

  1. Ως υποκοριστικό εἰναι πιο γουτσιστικό από το πουτάνα, βγάζει μια τρυφερότητα, μπορούμε να φανταστούμε να το λέει κάποιος λαγνοβοών γαμησιάτικα μπινελίκια, νταξ σεξιστικό και προσβλητικό μπορεί να είναι, αλλά είναι λιγότερο βαριά προσβόλα από το πουτάνα.

  2. Παραπέμπει σε νεαρό ξέκωλο, ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, τσουλάκι, τσιμπουκοϋβρίδιο, δηλαδή σε λολιτοειδές που ξεσηκώνει με την προκλητική του εμφάνιση, νάζια, καμώματα και λοιπή συμπεριφορά.

  3. Επειδή εδώ μας ενδιαφέρει η γλώσσα, να σημειώσω ότι το καίριο είναι ότι συνοδεύεται συχνά από μια Γενική Κτητική. Κάποιος είναι το πουτανάκι κάποιου. Το οποίο σημαίνει μια σχέση απόλυτης υποταγής, διαθεσιμότητας, συχνά εξευτελισμού και διαθεσιμότητας στον εξευτελισμό, μια σχέση πάγια εντέλει που πολλές φορές μάλιστα πανηγυρίζεται από την πλευρά του πουτανακίου ως απόλυτη ερωτική αυτοπροσφορά. Άλλο τώρα ότι συχνά δημιουργούνται διαλεκτικές τύπου Εγελιανής διαλεκτικής κυρίου-δούλου ή διαλεκτικής μπότομ φρομ δε τοπ. Αυτός που έγινες πουτανάκι του είναι συχνά και αυτός που σε έκανε πουτανάκι εν γένει.

  4. Η Γενική Κτητική μπορεί να αφορά και σε τόπο. Παραμοσχάρι το πουτανάκι του νησιού. Το πουτανάκι της Φιλοσοφικής. Σημαντικό ρόλο παίζουν εδώ και τα οριστικά άρθρα.

  5. Ένα κλικ πιο μεταφορικά μπορεί να σημαίνει άνθρωπο εθελόδουλο που εκχωρεί το αυτεξούσιον, την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του για να γλείφει τους ισχυρούς και τα συμφέροντα. Και πάλι έχει σημασία η Γενική Κτητική, ποιανού πουτανάκι έχεις γίνει. Και πάλι μπορεί να πανηγυριστεί ότι "ναι θέλω και γίνομαι το πουτανάκι τους αλλά για τον τάδε σκοπό".

  6. Ταυτοχρόνως δεν παύει να έχει και τις διάφορες υβριστικές σημασίες του πουτάνα, λ.χ. αφερέγγυα, προδότρα, μπιτσάρα σε ένα πιο χαριτωμένο κλικ.

  1. Ευρωπαία μουνάρα πουτανάκι γαμιέται για λευτά με άγνωστο στον δρόμο. (Από σάιτ για ενήλικες).

  2. Αγαπητό Cosmopolitan: όλο με καλεί στο σπίτι του για ταινία και όλο με φιστικώνει! Tελικά είμαι σινεφίλ ή πουτανάκι; (Εδώ).

  3. Είχα γίνει το πουτανάκι του πεθερού μου. (Από το flock.gr, στήλη: Απιστίες).

  4. Ο θειος μου Γιαννης με εκανε πουτανακι...... (Από το kseskisteme.blogspot.gr)

  5. Ελένη: “Με γαμούσε ασταμάτητα! Είχα γίνει το πουτανάκι του!” (Από σάη με ερωτικές ιστορίες).

  6. Το αρσενικό πουτανάκι της Αφέντρας Όλγας. (Από το Greekfoot.gr).

  7. To πουτανάκι των Αλβανών. (Aπό το gayworld.gr)

  8. Η Κορίνα Βασιλοπούλου αποκάλεσε «πουτανάκι των δανειστών» έναν δημοσιογράφο του capital.gr. Και ξεσηκώθηκε σάλος. (Εδώ).

  9. Η Ελλάδα είναι το πιο πιστό πουτανάκι της Δύσης. (Εδώ).

  10. Το πουτανάκι του νησιού. Το πουτανάκι της Φιλοσοφικής. (Τίτλοι ερωτικών ιστοριών αλλού στο ιντερνέτι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως εξ άλλου τέρμα Θεού πάνω έχει αναφερθεί, το λjjήμμα τούτο, εκτός από την απεριποίητη, αντισεξουαλική γυναίκα σημαίνει και το ταγαροκνίτικο στιλ, το οποίο με τη σειρά του υπάγεται στο ευρύτερο ρεύμα κνιτγουέρ, της ημέτερης οτ κουτύρης.

Την σήμερον, χρησιμοποιείται πλέον ευρύτατα και ως συνώνυμο του βλάχου, της βλαχούτσας, και γενικότερα του κιτς, πάντα κατά τη λεπταίσθητη γνώμη της εκάστοτε υπερκαλλιεργημένης σνομπαρίας και με την υποψία ότι κάπου, δεν μπορεί, ο εν λόγω καλός απόγονος των Αφελίμ, έχει κάνει μια μαλακία.

ι. Δραχμή, ζαγάρι και Hermès ταγάρι!

ιι.
Μια φορά Κνίτης μια ζωή ταγάρι

ιιι.
Γιαυτό πέθανε η κλασική μουσική. Δεν είχαν ντράμερ. Που πας χωρίς ντράμερ ρε ταγάρι;;

ιν. Ο Δήμαρχος και το ταγάρι!...
(...) »Καταγγέλλουμε το γεγονός και δηλώνουμε ταυτόχρονα την αντίθεσή μας σε συνήθειες που θυμίζουν κοινοτάρχες της παλιάς εποχής, οι οποίοι κουβαλούσαν την σφραγίδα της κοινότητας στο ταγάρι τους», καταλήγει στην ανακοίνωση/καταγγελία η Λαϊκή Συσπείρωση

ν.
Σόρρυ που σας χαλάω το αφήγημα, αγαπητό αγράμματο ταγάρι αλλά ο όρος low cost αφορά τους χαμηλούς ναύλους των εταιρειών αυτών

νι.
Ποιος είναι η «λατέρνα» του ζωδιακού κύκλου και ποιος το «ταγάρι» του αστρολογικού χάρτη;

νιι.
Βγαίνει η άλλη η περπατημενη σελέμπριτι με μπουφάν γυαλιά ηλίου γοβά και ταγιέρ μαζι με 2 δρομείς κ λέει ούαου μαραθώνιος Ουστ ταγάρι !!

νιιι.
Θα κρατάω ένα κόκκινο γαρύφαλλο για να με γνωρίσεις. Εσύ πάρε μαζί το ταγάρι σου για να σε γνωρίσω κι εγώ.

(ιx.)
Δεν θα ξεχάσω την σοφία της γιαγιάς μου που με τόση καλοσύνη με συμβούλευε «Πρόσεχε ρε ταγάρι μην στα φάει κανα βρωμοπούτανο και τρέχεις»

Elie Tahari εσείς, Elie Tagari εμείς! (από Khan, 02/04/15)Elie Tahari εσείς, Elie Tagari εμείς! (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συνέχεια της προσπάθειάς μας να ορίσουμε το κωλαράκι, επεκτεινόμαστε τώρα και στο κωλάκι. Πρόκειται για άλλο ένα υποκοριστικό του κώλος (νταξ το κωλαράκι θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως υποκοριστικό του κωλάρα, μα μην το κοσκινίζουμε πολύ). Αλλά:

  1. Στην κυριολεκτική του σημασία, ήτοι ζουμερός, πεταχτός, σφριγηλός, τουρλωτός κ.τ.ό. πρωκτίσκος είναι πολύ πολύ πιο σπάνιο από το συνώνυμο κωλαράκι, όπως φαίνεται κι από μια βόλτα στον γούγλη. Λέγεται πάντως και αποτελεί την κυρίως σημασία του όρου. Συνήθως στον πληθυντικό κωλάκια και ως αντικείμενο ρημάτων γαμεύσεως σημαντικών όπως τα (ξε)σκίζω, σφαλιαρίζω κ.τ.ό. Για άλλα υποκοριστικά βλ. κωλί, κωλίτσα, κωλίδι.

  2. Αντιθέτως προς το κωλαράκι, χρησιμοποιείται επίσης και μεταφορικώς ως χαρακτηρισμός προσώπου. Σύσσλανγκος είχε προσφυώς ορίσει ότι η κατάσταση κώλος είναι η κατάσταση που είναι εντελώς τελείως μουνί. Μπορούμε να πούμε παρομοίως ότι κωλάκι είναι το άτομο που είναι εντελώς τελείως μουνάκι. Πρόκειται δηλαδή για κάποιον που η καθ' υπερβολήν κυριολεκτική ή μεταφορική πρωκτογάμευσις ή πρωκτολειχία τον έχει καταστήσει μουνάκι με την κακή έννοια, πούστη με τη σεξιστική έννοια, δηλαδή γατάκι, πονηρό, ύπουλο, εκθηλυμένο, αναξιόπιστο πλην αξιόπουστο, ανάξιο λόγου, μηδαμινό κ.ά.

  3. Ελεμένταρι το ότι όπως ακριβώς και το κωλαράκι, το κωλάκι μπορεί να σημάνει συνεκδοχικώς όλη την εύκωλη γκόμενα ή γκόμενο.

1.α. Γιατί ξέρει ότι όταν θα γίνει η Μilan, πχ, το πιθανότερο είναι να γαμήσει κωλάκια στο ΤσουΛου.

β. Δώστε του ενα γαμάτο μηχανάκι να σκίσει μερικά κωλάκια!!

γ. Μπρος, συνέλληνες, πάρτε τις παντόφλες κι αρχίστε να μελανιάζετε φεμινιστικά κωλάκια.

2.α. Πώς γίνεται κύριε Ράμφο όντας χριστιανός να είσαι και με το Μνημόνιο; Ή βγαίνει το άλλο το κωλάκι στο Σκάι και λέει «αναγκαστικά, πρέπει να τα πληρώσουμε». Να τα πληρώσουμε από πού ρε μαν; Αφού δεν υπάρχει μία. Πλήρωσέ τα εσύ που τα 'χεις. Και τα βγάζεις τόσα χρόνια ξύνοντας τα παπάρια σου και γράφοντας βιβλία κύριε Τσιτσόπουλε Τσατσόπουλε Τσουτσόπουλε. (Τοποθέτηση των Χατζηφραγκέτα για την κρίση εδώ).

β. μην υποβάλλετε τον εαυτό σας σε τέτοια ασχήμια...πρέπει να ζήσουμε πολλά χρόνια, μη μας θάψουν τα κωλάκια αυτού του κόσμου. (Από το Τουίτερ).

γ. Ολυμπιακό δεν σχολιάζω, αφού είναι ΤΟΣΟ κωλάκια πια.

δ. Κωλάκια σχιστομάτηδες!

ε. Αμερικανοκίνητα κωλάκια πουτανάκια του Νιξον. (Σχόλιο στο συσιφόνι σε έκθεση του Πατακού για το πώς προσέφερε αστακομακαρονάδες στους Αμερικανούς, ενώ οι κρατούμενοι στη Γυάρο «ας πέφτανε στη θάλασσα να κολυμπήσουν να πιάνουν αστακούς μόνοι τους»)

  1. Θα φέρω και δυο τρία κωλάκια για χαβαλέ. (Από σόσιαλ μήντια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified